Κοίταξε τον εαυτό
της στον καθρέφτη
και αντίκρισε
μονάχα ένα ψηλόλιγνο ανάστημα κενό,
μια ύπαρξη ακόμα
φασκιωμένη, σα μωρό που δεν αναπτύχθηκε ποτέ.
Και σαν έκανε να
κινηθεί, κάτι ράγισε
στα μάτια της τα
ίδια και στο βλέμμα του καθρέφτη
τα πανιά σα να
'μειναν δίχως σώμα, και πνοή.
Δέρμα ζαρωμένο και
καρδιά παγωμένη στο χρόνο,
λεπτοδείκτης που
σφαίρα τον σταμάτησε σε κάποιο πόλεμο
και σφράγισε για
πάντα τη μνήμη.
Απ' τις αδερφές η
ωραιότερη και πιο φιλόδοξη
έσπειρε αντί για
παιδιά δαιμόνια,
πιστά σαν σκλάβοι
που ελευθερία δε γνώρισαν ποτέ.
Κι η Ευρώπη
κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και ήταν άσχημη.
Η μέση της, λίγο
πιο κάτω
σα να ‘γερνε απ’
τη μία πλευρά,
πιασίματα απ’ τα
άρματα μάχης που τόσο καιρό κουβαλούσε.
Το φρέσκο κορίτσι,
που καθένας θα
ζήλευε και κανένας δεν θα του κάκιωνε,
μια
κακομοιριασμένη γριά.
Στα νύχια της
ξεραμένο αίμα,
το αίμα όσων
ζήλεψε στην πορεία και αυθορμήτως εξάλειψε·
την οικογένειά της
ολόκληρη.
Έκανε να
χαμογελάσει
και η ασχήμια της
κραύγασε περισσότερο·
πρώτη φορά
ασυνείδητα δάκρυσε.
Και τα μάτια της,
υγρά και σκοτεινά,
χάθηκαν στο θέαμα
που εκτυλισσόταν μπροστά τους
και καθώς
εσωτερίκευαν την ασχήμια της ύπαρξης,
η Ευρώπη με φρίκη
αναφώνησε:
"Oh,
Dieu, je ne suis rien!".
Ιανουάριος 2015,
Αθήνα.
Comments
Post a Comment