Skip to main content

Posts

Showing posts from 2016

Εισαγωγή

Η ανέκδοτη ποιητική συλλογή που κατέθεσα πέρυσι στον I Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό "Γιώργος Ν. Κάρτερ" του Ιδρύματος Λασκαρίδη, με το ψευδώνυμο Φαίδρα (από το πολυαγαπημένο μου ομώνυμο ποίημα αυτής της συλλογής). Τα ποιήματα, με ετικέτα Π. Δ. Λασκαρίδη, ακολουθούν με την αύξουσα χρονολογική σειρά με την οποία είχαν καταταχθεί και στην συμμετοχή. Η συλλογή δεν απέσπασε κάποιο βραβείο, αλλά δημοσιεύεται εδώ με τον ίδιο σκοπό: να διαβαστεί και να σχολιαστεί.  Καλή ανάγνωση!

Ξανά με τα πόδια κυρτά στα γόνατα και κρατημένα σφιχτά, εκεί στο στέρνο – μέσα στο νερό που στυφό απλά τσουλάει ένα αέναο κενό παρακάτω – μέχρι να δύσει ο ήλιος διεσταλμένος στη γραμμή του εδώ και του πέρα πυρακτωμένος σαν ξεχασμένο φαΐ στη φωτιά κι ας μη στο ‘χουν μάθει ακόμα – μόνο για τις νύχτες με τον ουρανό κουβέρτα πλεχτή με άστρα· να μένει το κρύο μακριά. Καλοκαίρι 2013, Σαμοθράκη.

Πρώτο ταξίδι

Τα δάχτυλά μου πέρασαν μέσα απ’ τα μαλλιά σου όπως ξεγελιέσαι ότι ένα αεροπλάνο περνά μέσα απ’ το φεγγάρι. Απαλά, όπως πρέπει ένα σύννεφο να ‘ναι… Κι όταν το δικό μου αεροπλάνο με πάρει μακριά θα περάσει άραγε απ’ το φεγγάρι; Ίσως τρέμω στην ιδέα να ‘σαι μακριά. Ίσως να πυρακτώνεται τ’ απογεύματα η πανσέληνος κι όταν παρά λίγο δεν ακουμπά τη Γη, παρά λίγο να μη την φλέγει. Κάθε σύννεφο που τα δάχτυλά μου θα διαπερνούν θα ‘ναι ένα χάδι στα μαλλιά σου. Σεπτέμβριος 2013, Αθήνα.

Πανσέληνος στη μητρόπολη

Απ’ τη θαμπάδα ενός φεγγαριού ασθενικού όλοι περιμένουν έναν κομήτη να πέσει στην αυλή τους, στα μικρά ήσυχα ομοιόμορφα σπιτάκια τους. Μα, απ’ τις μετακινήσεις του λεπτοδείκτη κι απ’ τις πόρτες που μάταια χτυπώ, η νύχτα πέρασε. Θα μπορούσα να περπατάω πέρα δώθε ώρες σα ρολόι ακούρδιστο, να χτυπώ στο αύριο για τίποτα. Αλλά γιατί; Κανένας κομήτης δεν έπεσε και τα ρολόγια όμως σταμάτησαν, σαν μπροστά σε τοίχο η μέρα τέλειωσε. Κι αν τώρα έμπαινες στο τρένο ή περνούσες από μακριά μ’ ένα αεροπλάνο, θα μ’ έβλεπες να ψευτοκοιμάμαι σε κάποια θέση ενώ συλλογίζομαι το αύριο πού θα με βρει έξω από ποιο κτήριο και με τι θόρυβο στ’ αυτιά μου, θα μ’ έβλεπες να μισανοίγω τα μάτια μου προς το παράθυρο και να παρατηρώ την πανσέληνο να τρέχει ξωπίσω μου όπως εγώ τρέχω από γωνιά σε γωνιά τούτης εδώ της μητρόπολης.  Χειμώνας 2013-2014, Brighton , UK .

Ημερολόγια

Είναι ότι περνούν οι μέρες μόνες τους. Κι έπειτα ξεχνιούνται, όπως πρέπει. Ή άλλες φόρες επανέρχονται, επιτακτικά. Και τότε – όταν ξεχνιούνται, όταν επανέρχονται – ζητούν άλλα πράγματα, όχι να γράψω γι’ αυτές. Έχω μέρες να γράψω. Τυχαίνει να ζητούν κι εμένα, την αμέριστη προσοχή και την ψυχή μου. Και τότε δεν έχω ούτε μυαλό ούτε χέρια για να γράψω. Μόνο διαβάζω. Σκέψεις άλλων, ημερολόγια. Τη ζωή τους όπως την έζησαν, ή όχι. Γιατί τα όποια τους λόγια πόσο τα χρειάζομαι τώρα που τα δικά μου δε βγαίνουν· κι αυτή είναι η μόνη μου δικαιολογία. Κι αν γίνεται ποτέ οι ζωές μας να συμπίπτουν γίνεται μόνο τόσο σπάνια, όταν ο κόσμος επάλληλα καταρρέει κι οι ίδιες λέξεις μετρούν εξίσου στο χρόνο, στη σκέψη, στην απουσία τους· φθαρμένες σελίδες, άυλες, κενές. Άνοιξη 2014, Πειραιάς.

Πανεπιστημίου, 07/03/2014

Μια γυναίκα βήχει και φτύνει στο δρόμο, η διαμαρτυρία πιο κάτω συνεχίζεται. Ο θόρυβος από φωνές στον θόρυβο από κόρνες στον θόρυβο της ενόχλησης. Γιατί άραγε κάποια να κάθεται άστεγη κάτω από νερά που τρέχουν με μια πελώρια ομπρέλα κατεβασμένη δίπλα της; Από εδώ και πέρα δε μπορείς να περάσεις, και είναι η πόλη σου. Δική σου όσο και της αποκοιμισμένης φιγούρας στην πυλωτή με το χέρι ακόμα σφιγμένο γύρω από το πλαστικό κύπελλο, αυτό του νέου αγαπημένου καφέ όλων. Κέρματα για όνειρα; Βυθίζεται σημείο προς σημείο αυτή η πόλη και πόσο να προσέξεις να τα αποφύγεις; Βυθίζεται και η γη την τραβά και πάλι στην κοιλιά της. Και πάλλεται· άλλοτε σαν καρδιά με λιγοστό οξυγόνο και άλλοτε σα νωχελικός περίπατος στο κέντρο. Το κέντρο της πόλης, τόσο ιστορικό όσο και ανιστόρητο, άρτιο δείγμα δομημένου χάους. 

Σημείο φυγής

-πέντε, έξι, εφτά, οχτώ. Αδύνατο. Πονούσα. Προσπάθεια. Κούραση.  Ένα, δύο, τρία, τέσσερα- Στέκεις. -πέντε, έξι, εφτά, οχτώ.  Λίγο. Ζεστασιά. Γόνατα. Σπάνε. Αρχή· ένα, δύο- Λάθος. Μεγάλο. Απόσταση. Άφταστο. Αξημέρωτο. Άφωτο. Ατέλειωτο. Αναμονή. Ανάκληση.  Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Χειμώνας 2014, Αθήνα.

Je ne suis rien

Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και αντίκρισε μονάχα ένα ψηλόλιγνο ανάστημα κενό, μια ύπαρξη ακόμα φασκιωμένη, σα μωρό που δεν αναπτύχθηκε ποτέ. Και σαν έκανε να κινηθεί, κάτι ράγισε στα μάτια της τα ίδια και στο βλέμμα του καθρέφτη τα πανιά σα να 'μειναν δίχως σώμα, και πνοή. Δέρμα ζαρωμένο και καρδιά παγωμένη στο χρόνο, λεπτοδείκτης που σφαίρα τον σταμάτησε σε κάποιο πόλεμο και σφράγισε για πάντα τη μνήμη. Απ' τις αδερφές η ωραιότερη και πιο φιλόδοξη έσπειρε αντί για παιδιά δαιμόνια, πιστά σαν σκλάβοι που ελευθερία δε γνώρισαν ποτέ. Κι η Ευρώπη κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και ήταν άσχημη. Η μέση της, λίγο πιο κάτω σα να ‘γερνε απ’ τη μία πλευρά, πιασίματα απ’ τα άρματα μάχης που τόσο καιρό κουβαλούσε. Το φρέσκο κορίτσι, που καθένας θα ζήλευε και κανένας δεν θα του κάκιωνε, μια κακομοιριασμένη γριά. Στα νύχια της ξεραμένο αίμα, το αίμα όσων ζήλεψε στην πορεία και αυθορμήτως εξάλειψε· την οικογένειά της ολόκλη

Λιμάνι Πειραιά, 13/02/2015

Όσοι με ανέθρεψαν, έβρισκαν πάντα τον προσανατολισμό τους εδώ… Πρωί. Καφές που κρυώνει σιγά σιγά, περπάτημα κατά μήκος του λιμανιού. Μέχρι να φύγει το λεωφορείο, στέκομαι στην πόρτα του, για να αποδράσω από μένα. Η θάλασσα κρατά την ιστορία και την πνοή μου κι αρνείται ακόμα να μου τις παραδώσει, δεν έχω ωριμάσει αρκετά, λέει. Κληροδότημά της να ξέρω, να μαθαίνω, μα να μη μπορώ να εξηγήσω σε κανένα ποιος άνθρωπος σε ποια στεριά ξημερώνεται το δίχως άλλο περιμένοντας ώρες και μέρες ίσως εμένα. Κρυώνει αρκετά ο καφές και η γεύση του αρχίζει να γίνεται δυσάρεστη, αναχωρεί το λεωφορείο, να χαθεί στη βασανιστική κίνηση του λιμανιού που εντέλει ποτέ δεν της ξεφεύγεις. Στην στροφή της Τερψιθέας ξεχωρίζει μια φιγούρα μακριά στο Τελωνείο του ΟΛΠ απροσδιόριστη, με την πλάτη γυρισμένη στην στεριά να περιμένει. Και προς στιγμήν νομίζω πως βλέπω την πλάτη μου, το σώμα μου να τείνει μακριά, στα χρόνια που μέλλουν να έρθουν. Μα, όχι· ίσως θα ‘ναι

Επιθυμία

Στους εφιάλτες μου γυρνάς όχι σα τη θύμηση ενός ευχάριστου παρελθόντος αλλά σαν ένα απευκταίο μέλλον, αυθάδες κι επίμονο. Στους εφιάλτες μου γυρνάς και ξυπνώ τα πρωινά γερασμένη, μα χωρίς σοφία και θυμάμαι όσα έλεγα πως θα ξεχάσω. Κι αν δε γυρίσεις, ποτέ ξανά, ίσως φοβηθώ πως κάτι σου ‘τυχε και δεν μπόρεσες το βράδυ να στοιχειώσεις. Μα, δεν υπάρχει διαυγέστερη καταστροφή από σένα που βαίνεις με τα μάτια κλειστά και ψευδοαποκαλείς τον εαυτό σου διαίσθηση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη υπόσχεση από ένα μέλλον ανέλπιδο που κυνηγά τον εαυτό του να αποτύχει. Στους εφιάλτες μου γυρνάς, μια πόλη με φαντάσματα και γύρω μου σκοτάδι. Απρίλιος 2015, Sarajevo , B & H .

Αναχώρηση

Ακούγεται από το πιάνο μία μελωδία που δεν θα καταλάβω ποτέ· δεν θέλω. Κι όπως άλλοτε εγώ έφευγα, φεύγει τώρα κάποιος άλλος για να μου θυμίσει σ’ ένα μέρος να μη στέκομαι πολύ, να μη μένω και να μην υπόσχομαι. Φεύγει με θάλασσα φουρτουνιασμένη κι αέρα πολύ, μα η χαρά του τα δαμάζει. Και δεν χαιρετηθήκαμε ποτέ ούτε θα αποχαιρετιστούμε, όμως σβήνει το πιάνο από τα αυτιά μου το φουγάρο που σφυρίζει τώρα και δε λυτρώνεται μόνο αυτός που αλλάζει πορεία αλλά κι αυτός που στέκεται για λίγο ακόμα, για πολύ λίγο σα σκιά στην προβλήτα της πόλης να χύσει ένα δάκρυ ή να πει ένα «στο καλό»· μα πάνω απ’ όλα να ξαναβρεί τη φόρα του να τρέξει. Για αλλού. Με μόνη μελωδία τον απόηχο μιας φωνής, ή ενός αγγίγματος. Ιανουάριος 2016, Πειραιάς.

Φαίδρα

Μετρά τα δευτερόλεπτα στο ταβάνι. Πόσο λυπηρό να αναγνωρίζουν οι άνθρωποι τα λάθη τους τόσο αργά. Μετρά λέξεις για να πει, μα δεν υπάρχει τίποτα πια, σα να στέρεψε ακόμα και το σάλιο. Στη γωνία του σκοτεινού δωματίου πνιγμένη στη μυρωδιά της υγρασίας μία φιγούρα γυναικεία αποφεύγει τη ματιά τη δική του και του κόσμου. Κουνά με τα πόδια της μπρος πίσω την καρέκλα, κι όσο τη βλέπει τόσο πιο πολύ θέλει να ουρλιάξει. Μα η φωνή του σα να στέρεψε. Κάποτε η ζωή ήταν στο χαμόγελό της· ζωή ολόκληρη, ζωή που περίσσευε. Χαμογελούσε με τα χείλη, με τα μάτια, με τα χέρια της. Χαμογελούσε κι ο κόσμος ξύπναγε απ’ τη νάρκη του. Τώρα οι μέρες χάνονται στις παύσεις. Τις δικές του. Της μιλά και δεν ξέρει αν καταλαβαίνει. Μπορεί πλέον και να μην τον ακούει. Μιλά και του απαντά ο εαυτός του ενίοτε. Δεν ξέρει να πει ποιανού η μοίρα κατρακύλησε περισσότερο τελικά. Απλά δεν ξέρει. Τίποτα. Προσπαθεί να αγνοεί τους ανθρώπους, τις συζητήσεις τους,

Μαζί

Προχώρησαν στο τίποτα· μαζί. Γιατί δεν υπήρχε τίποτα μετά, στο τέλος μοιραία όλα τελειώνουν. Μαζί τους και το παρόν. Μαζί τους όλα. Προχώρησαν στο τίποτα· ίσως. Ίσως να μη μας ξαναείδαν ούτε να μας ξανάκουσαν. Ίσως πραγματικά να μην αισθανόμαστε παρά την ψευδαίσθηση γύρω μας. Αλλά μία ψευδαίσθηση· μαζί. Προχώρησαν μετέωρα. Ένα βήμα στο ουρανό, ένα στη γη· δύο βήματα διαφορετικά κάθε φορά· μαζί. Προχώρησαν σε μία φωτογραφία, και πίσω απ’ αυτή. Πίσω από κλειστά βλέφαρα, και κλειστά τετράδια. Μαζί. Προχώρησαν κι άφησαν τα πάντα στο τίποτα. Σβήνεις το κερί / λες «καληνύχτα» / σε δύο ανθρώπους· μαζί. Φεβρουάριος 2016, Πειραιάς.

Χίλιες και μία νύχτες (ξανά)

Αέρας με σκόνη κατάμεστος και μόλις βρέξει, στην σκόνη θα χαθούμε κι εμείς. Θάλασσα με χιλιάδες λέξεις στα κύματα σπασμένες, δυσνόητες. Ένα λουλούδι σ’ έναν τάφο, ένα λουλούδι δώρο σ’ ένα παιδί, ένα λουλούδι για να φέρει την άνοιξη. Κι ας έρθει η άνοιξη μόνο και μόνο να σταματήσει τη βροχή, τις σκηνές και τα πεζούλια που μουσκεύουν. Ρούχα δευτεροφορεμένα, παπούτσια σκισμένα, τσάι και βουτήματα. Και κάθε λίγο να γεννιέται ένα παιδί αψηφώντας το ριζικό του και τους αριθμούς. Κι ένα άλλο, μεγαλωμένο να κλείνει τα μάτια κυλώντας στην τσουλήθρα διογκώνοντας το χρόνο, από στιγμή σε στιγμή. Κι από στιγμή σε στιγμή θα βρέξει ξανά, το σκοτάδι και η ησυχία της νύχτας θα εκκολαφθούν στο μέλλον. Ένα μωρό μόνο θα κλάψει λίγο μετά τα μεσάνυχτα για να επιβεβαιώσει τη ζωή. Προχωρά βουβά μες στο σκοτάδι που μεγάλωσε τόσο πια για να φοβάται, προχωρά κι ας πεθαίνει η ζωή σε βουνά και θάλασσες, προχωρά κι έχει αφήσει το μέτρη