ΜΕΡΟΣ Α’
Ι.
Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα άκουγε κάποιον να σκαλίζει τον κάδο με τα
σκουπίδια κάτω από το σπίτι. Γνώριμος ήχος. Δεν βγήκε να δει περισσότερα. Συνέχιζε
να ακούει τη μελωδία που έπαιζε, χαμηλωμένη σα μουσικό χαλί της στιγμής και
επαναλαμβανόμενη. Ήταν μια στιγμιαία έμπνευση να την συνθέσει και ηχογραφήσει
τόσους μήνες πριν, η οποία έμενε χωρίς συνέχεια. Ο τόνος της, απαλός και με
μοτίβο, γέμιζε το στιφό καλοκαιρινό δωμάτιο σαν άλλη ησυχία. Αν και χώρος στο
δωμάτιο υπήρχε, κινήσεις το σώμα δεν έκανε. Η έμπνευση ήταν τώρα σα να κρεμόταν
από το ταβάνι του σπιτιού, μα να μην τον ακουμπούσε. Κάθε που το κομμάτι
ξανάρχιζε, έκλεινε τα μάτια, αλλά κι έτσι το ίδιο θέαμα αντίκρυζε∙ το γκρι
λερωμένο ταβάνι. Σα τον γκρι αντί σκούρου μπλε ουρανό από έξω, ή σα το χρώμα
των σκέψεών του. Αν είχαν, θα ήταν γκρι, να συμβολίζει τη στειρότητα. Χαμήλωσε
τελείως τον ήχο και αντ’ αυτού άνοιξε την τηλεόραση. Κοιτούσε όμως τα
ταλαιπωρημένα του γόνατα, τους αστραγάλους και τα κουντεπιέ…
Οι αδιάφοροι ήρωες ήταν ο φόβος και ο τρόμος της. Καλύτερα να γράψεις κάτι
κακό παρά κάτι αδιάφορο, έτσι έλεγε πάντα στον εαυτό της. Και οι ήρωές της
τελευταία δεν ήταν κακοί, δεν ήταν ατελείς, δεν ήταν καν αναποφάσιστοι. Ήταν
αδιάφοροι. Κοιτούσε με ρυθμό μία την οθόνη του υπολογιστή και μία τα χειρόγραφά
της. Τα κοιτούσε σα να ήλπιζε πως εντέλει θα ενέδιδαν και θα της μιλούσαν ή,
ακόμα πιο αποτελεσματικά, θα γράφονταν από μόνα τους. Άκουσε κάποιον να
σκαλίζει τα σκουπίδια στο κάδο από έξω. Άλλοτε θα έβγαινε να δει, να πάρει ένα
ερέθισμα από το περιβάλλον, ή θα έπιανε αυτόν τον ήχο ως αρχή μίας ανεξέλεγκτης
φαντασίας. Πλέον ήξερε πως τίποτα από τα δύο δεν θα συνέβαινε και ούτε
προσπάθησε. Άρπαξε μία από τις χειρόγραφες σελίδες, πυκνογραμμένη και
δυσανάγνωστη, τη δίπλωσε και άρχισε να κάνει στον εαυτό της αέρα. Η ζέστη δε
βοηθούσε τη βαλτώδη κατάσταση που ένιωθε να την πνίγει. Όταν ο ήχος από το κάδο
έπαψε, επανήλθε στα αυτιά της η μονότονη μελωδία από το πάνω διαμέρισμα. Κάτι
μουρμούρισε, έβγαλε τα γυαλιά της και πήγε στο άλλο δωμάτιο.
ΙΙ.
Αν ο ήχος των σκουπιδιών και όσων επιβίωναν από αυτά περνούσε πλέον
αδιάφορος για τον χορευτή και τη συγγραφέα, σίγουρα τις επόμενες μέρες τους αιχμαλώτισε
η μυρωδιά τους. Όπως και ολόκληρη την πόλη. Η παρατεταμένη απεργία των
οδοκαθαριστών και η ογκώδης συσσώρευση σκουπιδιών και ανακυκλώσιμων στις γωνίες
κάθε τετραγώνου έγινε για μέρες το πρώτο θέμα προς συζήτηση, και για τους εν
λόγω δύο η τέλεια αφορμή αποσυντονισμού. Ποιος μπορούσε να δουλέψει υπό τέτοιες
συνθήκες; Κανείς. Ήταν εμφανές ότι η ίδια η πόλη σαμποτάριζε το έργο του
καθενός με την έμπνευση τους να σαπίζει υπό τους 40 βαθμούς, όμοια με τα
σκουπίδια. Η μουσική έπαψε και τα χειρόγραφα έμειναν στοιβαγμένα στην άκρη. Άλλες
προτεραιότητες εμφανίστηκαν και σε όσους ενδιαφέρονταν και ρωτούσαν, η απάντηση
ήταν: Καλά, ας μαζέψουν τα σκουπίδια πρώτα και βλέπουμε!
Τα σκουπίδια μαζεύτηκαν μετά από κάμποσες μέρες, κοντά στο χάραμα. Το πρωί
όσοι βγήκαν έξω χαμογέλασαν ανακουφισμένοι και κίνησαν για τις δουλειές τους. Η
συγγραφές, το πρωί, και ο χορευτής, το μεσημέρι, ωστόσο κοντοστάθηκαν στην
είσοδο της πολυκατοικίας αβέβαιοι για τα επόμενά τους βήματα. Κοίταξαν, σε
διαφορετικό χρόνο αλλά με ασύγκριτη ομοιότητα τον πολυσύχναστο δρόμο που
ανοιγόταν μπροστά τους, έριξαν μία ματιά πίσω τους στις σκάλες που οδηγούσαν
ξανά στα διαμερίσματά τους και τελικά παρασύρθηκαν από την κίνηση και τις φωνές
του δρόμου.
ΜΕΡΟΣ Β’
I.
Ο Άρης είχε προτείνει ο ίδιος λίγες εβδομάδες πριν να χορογραφήσει και να
παρουσιάσει ένα σύντομο κομμάτι ως εισαγωγή στο φεστιβάλ νέων χορογράφων. Δεν
ήταν ακριβώς «νέος χορογράφος», αλλά ούτε κι από αυτούς που λάμβαναν
χρηματοδοτήσεις και παρουσίαζαν πρωτοποριακές δουλειές στους μεγάλους χώρους
πολιτισμού της Αθήνας. Η παρούσα και παρατεταμένη θέση του κάπου ανάμεσα στα
δύο του επέτρεπε να κάνει το «καλωσόρισμα» στους καινούργιους ως κάποιος που
δεν έχει κάποια άλλη υποχρέωση, ή και φιλοδοξία.
Τη μουσική των τριών λεπτών παρά ενός δευτερολέπτου την είχε ηχογραφήσει ο
ίδιος μήνες πριν, σκαλίζοντας τις γνώσεις του στο πιάνο. Δεν είχε καταφέρει
έκτοτε να τη χρησιμοποιήσει κάπου αλλά, σκέφτηκε, η περίσταση του φεστιβάλ ήταν
μία καλή ευκαιρία. Ίσως έβγαινε κάτι μεγαλύτερο που θα μπορούσε να το
παρουσιάσει ύστερα ανεξάρτητα… Αυτά τα παρολίγον τρία λεπτά του έπιναν τις τελευταίες
νύχτες το αίμα, τον αέρα και το οξυγόνο, καθώς ανακάλυπτε, ή επιβεβαίωνε, την πλέον
ανικανότητά του να συγκροτήσει κάτι, οτιδήποτε, χορευτικό.
Τα τελευταία πέντε χρόνια συμμετείχε σε δουλειές άλλων χορογράφων, απλά ως
χορευτής. Στο παρελθόν κάποιες λίγες δικές του δουλειές δεν είχαν βρει
ανταπόκριση πέραν του γνωστού, και περιορισμένου, χορευτικού κοινού. Είχε
σταματήσει να κυνηγά ευκαιρίες και να κατεβάζει ιδέες, κυρίως επαναλαμβάνοντας
στον εαυτό του ότι εντέλει τα πράγματα δεν οδηγούσαν πουθενά. Η παρούσα
κατάσταση ήταν μία εξαίρεση, ή ίσως μία ατυχής προσπάθεια δραπέτευσης προς τη
δημιουργικότητα.
Τα σκουπίδια και οι κάδοι δε μύριζαν πλέον καθόλου. Η ζέστη συνεχιζόταν και
τα μπαλκόνια έμεναν σκοτεινά κι ορθάνοιχτα. Αποκοιμήθηκε κατάχαμα, η πλάτη να
στάζει στα πλακάκια αργά αργά. Ίσως θα μπορούσε να στάζει έτσι και η έμπνευσή
του, θα σκεφτόταν αν ήταν ξύπνιος…
ΙΙ.
Η Πέτρα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, έκλεισε με συγκρατημένη βία την οθόνη του
υπολογιστή, έβγαλε τα ρούχα της και έμεινε αρκετή ώρα στο ντους. Κοιτούσε τα
πόδια της όπως κυλούσε πάνω τους το νερό, ασύμμετρα και άκομψα από πάντα.
Δυσανάλογα με τον μικρό της κορμό και στήθος, ξεχώριζαν όποτε φορούσε κάτι
ανάλαφρο. Παρ’ όλες τις προσπάθειες γυμναστικής στο παρελθόν, το σώμα της δεν
άλλαζε κι έτσι η ίδια, άβολα νιώθοντας τον ίδιο της τον εαυτό, απέφευγε να το
δείχνει. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγο που είχε αντιπαθήσει στιγμιαία τον χορευτή
που είχε μετακομίσει πάνω από πέρυσι. Καλλίγραμμος και άνετος, περπατούσε ακόμα
και όταν έμπαινε στην πολυκατοικία δηλώνοντας περίσσεια ικανοποίηση για τον
εαυτό του. Δε τον θεωρούσε αλαζόνα ή εγωπαθή. Για την ακρίβεια δεν ήξερε τίποτα
για αυτόν. Ίσως μία κούραση στο βλέμμα του, όπως και στο δικό της, που έβγαινε
νωρίς στα τριάντα τους χρόνια να υπέθαλπε μία συμπάθεια για αυτόν. Ή καλύτερα,
συνενοχή. Για αυτό που ήταν και, περισσότερο, για όσα δεν ήταν κανείς από τους
δυο τους.
Δροσισμένη και λίγο μουδιασμένη από την πίεση του νερού βγήκε στο σαλόνι
σκεπασμένη με την πετσέτα. Παραδόξως, έχτιζε πάντα όμορφους και καλλίγραμμους
ήρωες στα μυθιστορήματά της. Ίσως για αυτό είχαν και κάποια σχετική επιτυχία, η
οποία ήταν το βασικό στοιχείο που της επέτρεπε να βιοπορίζεται από αυτά και να
εμφανίζεται ανά εξάμηνο ή ενιάμηνο με ένα νέο χειρόγραφο στους εκδότες. Από την
συνάντησή τους όμως πέντε μήνες πριν για την σελιδοποίηση του τελευταίου
βιβλίου, δεν είχε ξαναεπικοινωνήσει μαζί τους για κάτι νεότερο παρά μόνο για τα
διαδικαστικά της έκδοσης.
Ίσως την είχε κουράσει η αλλεπάλληλη δημιουργία «ωραίων» χαρακτήρων στις
ιστορίες της. Όμως ο κόσμος αυτό χρειαζόταν. Κανείς δεν ήταν σε διάθεση να
διαβάζει για άσχημα πράγματα ή για άσχημους ανθρώπους. Ξανάρθε στα ρουθούνια
της η μυρωδιά από τα σκουπίδια, αν και ο δρόμος ήταν σχετικά καθαρός. Έμεινε
στάσιμη λίγα λεπτά, ίσα να συγκρατήσει την αίσθηση και την πλάνη της δυσωδίας. Βγήκε
στο σκοτεινό μπαλκόνι, ακόμα τυλιγμένη στην πετσέτα της, και κοίταξε τον έρημο
δρόμο. Τέτοιες ώρες η γειτονιά ησύχαζε και άκουγες μόνο τις ομιλίες όσων
γυρνούσαν αργά πίσω ή όσων περιστασιακά βόλταραν τη νυχτερινή και ολόζεστη
Αθήνα. Στην πλάτη της είχε σχηματιστεί ένα λεπτό ρυάκι ιδρώτα, κατεβαίνοντας
κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης και μένοντας μετέωρο στον κόκκυγα. Ένας
δυνάμει καταρράχτης, σκέφτηκε, και άφησε την πετσέτα να πέσει στα πλακάκια του
μπαλκονιού. Αφήνοντάς την κατάχαμα, περπάτησε αργά γυμνή προς το εσωτερικό του
σπιτιού.
ΜΕΡΟΣ Γ’
Δύο νύχτες είχαν μόλις αρκέσει για να ξεθυμάνει ο απόηχος της απεργίας των
οδοκαθαριστών και η οσφρητική εντύπωση που είχε κάνει αυτό στην πόλη, ή έστω,
στη γειτονιά τους. Δύο νύχτες που γεφύρωναν τα πυκνογραμμένα χειρόγραφα της
Πέτρας με την επαναλαμβανόμενη μουσική του Άρη. Μακάρι να ήταν μέσω κάποιας
συνεργασίας ή έστω λόγω δημιουργικότητας. Αυτό που τους συνέδεε όμως ήταν στην
ουσία η αδυναμία τους για τα παραπάνω και η αδιαπραγμάτευτη μοναχικότητά τους. Κι
έτσι δύο άνθρωποι παρέμεναν αβοήθητοι και ξένοι για δύο νύχτες, ακριβώς όμως όπως
και δύο γνωστοί μοιράζονται τον ίδιο καναπέ κρατώντας μέσα τους όσα αισθάνονται
και όσα τους βαραίνουν.
Το τέλος της δεύτερης νύχτας βρήκε και τους δυο τους αποκοιμισμένους κάπως
διαφορετικά και με σκέψεις που ξεπρόβαλαν σα τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας. Η
απάρνηση μίας γεννούσε περισσότερες και οι περισσότερες εντέλει έπνιγαν το
μυαλό. Στον ταραχώδη ύπνο τους είδαν το ίδιο όνειρο∙ προσπέκτους για παράσταση
χορού και χειρόγραφα προς έκδοση πεταμένα στα σκουπίδια. Βασανιστικότερη της εικόνας
ήταν η δυσωδία…Στριφογύρισαν επανειλημμένα έως ότου ξύπνησαν και βγήκαν στο
μπαλκόνι. Μάλλον ήταν το τσιγάρο του Άρη, που καθώς έπεσε από τα μισοκοιμισμένα
του χέρια προσγειώθηκε στο μπαλκόνι της Πέτρας, αυτό που έκανε τους δύο
γείτονες να μιλήσουν για πρώτη φορά.
«Δεν είναι… Μάλλον είναι όπως όταν θέλεις να θέλεις κάτι, αλλά στην
πραγματικότητα δεν είσαι εκεί ακόμα. Και ούτε ξέρεις αν θα φτάσεις. Είναι η
επιθυμία για επιθυμία» είχε πει αργότερα ο Άρης στην Πέτρα προσπαθώντας να
εξηγήσει το τέλμα που είχε φτάσει. Και η Πέτρα το κράτησε καλά στο νου της σα
μία φράση που η ίδια δε θα έφτιαχνε ποτέ, αλλά που θα ήθελε τόσο πολύ να
μπορούσε να τη φτιάξει.
Το τέλος της δεύτερης νύχτας τους έφερε το ξημέρωμα της τρίτης μέρας σα μία
διαδρομή που κανείς από τους δυο τους δεν είχε κάνει μέχρι τότε αλλά που, ναι,
θα ήθελαν να θέλουν να την κάνουν.
Πήρε η Πέτρα τη μουσική του Άρη και ο Άρης τα χειρόγραφα της Πέτρας.
ΜΕΡΟΣ Δ’
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
Ι.
Περιμένοντας στην παραλαβή αποσκευών του αεροδρομίου, παρατήρησε την αφίσα
για το φεστιβάλ νέων χορογράφων φτιαγμένη με μία φωτογραφία του Άρη από τις
πρόβες που είχαν ήδη προηγηθεί. Μηχανικά τράβηξε το κινητό της και έβγαλε την
αφίσα φωτογραφία. Οι αποσκευές άρχισαν να εμφανίζονται στον κυλιόμενο διάδρομο
και σύντομα εντόπισε τη δική της. Στην Αθήνα έκανε ακόμα ζέστη, αν και είχαν
φτάσει ήδη στα μέσα του Σεπτέμβρη. Μόλις το κινητό της έπιασε το δίκτυο
τηλεφωνίας, έκανε την κλήση.
«Έλα, Άρη, έφτασα.»
ΙΙ.
«Είναι που αυτά που σε βαραίνουν σε γειώνουν κιόλας και πατάς γερά τα πόδια
σου στη γη. Αυτό σε κάνει καλύτερο χορευτή και πιο εμπνευσμένο χορογράφο. Και στους
δύο σου ρόλους, ο στόχος γίνεται κοινός: να πετάξεις», είπε ο Άρης σε μία από
τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων που ακολούθησαν την παρουσίασή του, το πρώτο
βράδυ του φεστιβάλ.
«Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε σε αυτή την προσέγγιση;»
«Μία φίλη», απάντησε απλά Άρης.
«Και τι να περιμένουμε στην πρεμιέρα της ολοκληρωμένης σας δουλειάς το
χειμώνα;»
«Την ιστορία δύο νυχτών».
ΙΙΙ.
«Δύο ή χίλιες και δύο;», τον ρώτησε χαμογελώντας η Πέτρα μόλις έφτασε στο
καμαρίνι του, όπου τον περίμενε να τελειώσει από τις συνεντεύξεις.
«Δεν θα ήθελα να κλέψω τον τίτλο του νέου σου βιβλίου», είπε εκείνος κι
έκλεισε το μάτι.
Έβγαλε από την τσάντα της έναν ογκώδη πάκο τυπωμένα χαρτιά και του τον
έδωσε. Στην πρώτη σελίδα αναγραφόταν με μεγάλα πλαγιαστά γράμματα ο τίτλος ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΥΟ ΝΥΧΤΕΣ.
«Το τελικό χειρόγραφο. Το παρέλαβε πριν λίγο και ο εκδότης. Συναγωνιστείτε ποιος θα το τελειώσει πρώτος!»
«Εννοείται εγώ! Πώς θα ολοκληρώσω τη χορογραφία;»
«Τελικά πόσο σου βγαίνει σε χρόνο;»
«Σαράντα λεπτά, ίσως πάει σαράντα πέντε.»
«Η μουσική εντάξει;»
«Θα στην βάλω να την ακούσεις τις επόμενες μέρες. Πώς σου φαίνεται η Αθήνα;»
«Ζεστή! Κι οι πρόβες που μου έλεγες θα πρέπει να ήταν εξουθενωτικές με
τέτοιες θερμοκρασίες.»
«Δεν εννοούσα αυτό…», επέμεινε ο Άρης και την κοίταξε με νόημα.
«Γνωστή», είπε και απλά χαμογέλασε. «Πλέον. Από το βράδυ που ανταλλάξαμε ρόλους συνειδητοποίησα πως
δε μπορώ να γράφω πλέον για γνωστά μου πράγματα.»
«Πάλι καλά που δεν συνειδητοποίησες πως δεν μπορείς πλέον να γράφεις
γενικώς!», είπε ο Άρης και γέλασε τόσο δυνατά που το κεφάλι του έκανε μία
ελαφριά κλήση προς τα πίσω.
«Κι εσύ πως δεν μπορείς να χορεύεις!»
ΙV.
Ο Άρης τοποθέτησε το χειρόγραφο στον σάκο όπου βρίσκονταν και οι σημειώσεις
που του είχε κάνει δύο μήνες πριν η Πέτρα ακούγοντας τη μουσική του. Κυρίως
κόλλες με λέξεις δηλαδή∙ συναισθήματα, εικόνες, καταστάσεις. Από αυτά ο Άρης
είχε ξεκινήσει να χτίζει τον συνδυασμό του για τη εισαγωγή του φεστιβάλ. Και
εντέλει, ως ευχής έργο, είχε βγει κάτι πολύ παραπάνω. Οπότε η σύντομη μουσική,
αν και παρέμεινε ίδια για το σύντομο κομμάτι του φεστιβάλ, δόθηκε σε έναν
συνθέτη γνωστό της Πέτρας, ο οποίος και βάσισε πάνω της μία ενορχήστρωση κατά
πολύ διαρκέστερη. Σαράντα με σαράντα πέντε λεπτά, όπως είχε πει ο Άρης. Εντέλει
θα κοβόταν και θα ραβόταν ανάλογα με τις τελευταίες χορογραφικές λεπτομέρειες
που έμενε στον Άρη να προσθέσει, ή και να αφαιρέσει. Δεν υπήρχε ζήτημα χρόνου,
καθώς είχε επιλέξει να κρατήσει αυτή την παράσταση σόλο, και από την επόμενη
δουλειά να αρχίσει να βάζει παραπάνω χορευτές μέσα. Το μόνο που έπρεπε να γίνει
σχετικά σύντομα, αλλά αφού είχε ήδη ολοκληρωθεί όλη η σύνθεση, ήταν να
παρακολουθήσει μία-δύο πρόβες ο φωτογράφος προκειμένου να φτιάξει την
προωθητική αφίσα και ένα σύντομο trailer της
παράστασης.
Όσο για την Πέτρα, έκανε ένα μία αρκετά διαφορετική διαδρομή. Έχοντας
ακούσει τη μουσική του Άρη και έχοντας δει κομμάτια από τα χειρόγραφά της να
προσαρτώνται σιγά σιγά σε μία χορογραφία που όλο και μεγάλωνε πέρα από τις
προσδοκίες του δημιουργού της, αποφάσισε να σταματήσει τις προσπάθειές της να
γράψει. Τουλάχιστον όπως έγγραφε πριν. Έκανε ένα αρκετά μεγάλο ταξίδι ενός
μηνός, ξεκινώντας από την Τουρκία και φτάνοντας στο Γιοχάνεσμπουργκ, το οποίο
και κατέγραψε. Το Χίλιες και Δύο Νύχτες ήταν
το ταξιδιωτικό της αυτό ημερολόγιο, γεμάτο εντυπώσεις, σκέψεις φόβους κι ανασφάλειες.
Αλλά και εμπνεύσεις και στοχασμούς, ανασκόπηση του παρελθόντος. Όπως είχε
σχολιάσει ο εκδότης της διαβάζοντας το προσχέδιο , ήταν «η έξοδος μίας Πέτρας
και το προοίμιο μίας άλλης». Ή, όπως σχολίασε κάποιες μέρες μετά ο Άρης για το
τελικό κείμενο «αυλαία και νέο έργο στον θίασο»!
Στον πρόλογό της ανάφερε το εξής:
«Τι μπορεί να προσφέρει μία καλοκαιρινή Αθήνα γεμάτη σκουπίδια και δυσωδίες
σε έναν καλλιτέχνη, ή και περισσότερους; Σίγουρα ξεβόλεμα. Απώλεια
συγκέντρωσης. Έλλειψη έμπνευσης. Κι αν αυτά τα έχεις από πριν… τότε ένα τέλμα.
Και αλλαγές. Πολλές αλλαγές. Κανείς δεν θα γράψει μία ιστορία εμπνευσμένος από
τα σκουπίδια. Αλλά αυτή είναι μία ιστορία επιβεβλημένη από τα σκουπίδια και
αφιερωμένη – ας μου επιτραπεί – σε αυτά. Γιατί σκουπίδια είναι τελικά και οι
σκέψεις που δεν επεξεργαζόμαστε, οι γνωριμίες που δεν κάνουμε και τα όνειρα που
δεν πιστεύουμε, μέχρι κάτι να μας αλλάξει τα μυαλά ή και να μας αναγκάσει. Το
πρώτο μου μάθημα ήταν να αρχίσω να χορεύω. Το δεύτερο, να αγαπήσω και πάλι – ή
ίσως για πρώτη φορά – το σώμα μου. Το τρίτο, να μοιραστώ αυτή την αγάπη. Τα
υπόλοιπα (τα ταξίδια, οι παραστάσεις, τα ρίσκα, η δημιουργία και κυρίως η
φιλία) ήρθαν μόνα τους. Αλλά τα άφησα να έρθουν. Όπως κάποιους μήνες πριν,
άφησα την καλοκαιρινή δυσωδία να πλημμυρίσει την σκέψη μου και σήκωσα ένα
αποτσίγαρο που είχε πέσει από το μπαλκόνι του πάνω ορόφου.»
Comments
Post a Comment