Μια γυναίκα βήχει
και φτύνει στο δρόμο,
η διαμαρτυρία πιο
κάτω συνεχίζεται.
Ο θόρυβος από
φωνές
στον θόρυβο από
κόρνες
στον θόρυβο της
ενόχλησης.
Γιατί άραγε κάποια
να κάθεται άστεγη κάτω από νερά που τρέχουν με μια πελώρια ομπρέλα κατεβασμένη
δίπλα της;
Από εδώ και πέρα
δε μπορείς να περάσεις,
και είναι η πόλη
σου.
Δική σου όσο και
της αποκοιμισμένης φιγούρας στην πυλωτή
με το χέρι ακόμα
σφιγμένο γύρω από το πλαστικό κύπελλο,
αυτό του νέου
αγαπημένου καφέ όλων.
Κέρματα για
όνειρα;
Βυθίζεται σημείο
προς σημείο αυτή η πόλη
και πόσο να
προσέξεις να τα αποφύγεις;
Βυθίζεται και η γη
την τραβά και πάλι στην κοιλιά της.
Και πάλλεται·
άλλοτε σαν καρδιά
με λιγοστό οξυγόνο
και άλλοτε σα
νωχελικός περίπατος στο κέντρο.
Το κέντρο της
πόλης,
τόσο ιστορικό
όσο και
ανιστόρητο,
άρτιο
δείγμα δομημένου χάους.
Comments
Post a Comment