Όσοι με ανέθρεψαν,
έβρισκαν πάντα τον προσανατολισμό τους εδώ…
Πρωί.
Καφές που κρυώνει
σιγά σιγά, περπάτημα κατά μήκος του λιμανιού.
Μέχρι να φύγει το
λεωφορείο,
στέκομαι στην
πόρτα του, για να αποδράσω από μένα.
Η θάλασσα κρατά
την ιστορία και την πνοή μου
κι αρνείται ακόμα
να μου τις παραδώσει,
δεν έχω ωριμάσει
αρκετά, λέει.
Κληροδότημά της να
ξέρω, να μαθαίνω, μα να μη μπορώ να εξηγήσω σε κανένα
ποιος άνθρωπος σε
ποια στεριά ξημερώνεται το δίχως άλλο περιμένοντας
ώρες και μέρες
ίσως εμένα.
Κρυώνει αρκετά ο
καφές και η γεύση του αρχίζει να γίνεται δυσάρεστη,
αναχωρεί το
λεωφορείο, να χαθεί στη βασανιστική κίνηση του λιμανιού
που εντέλει ποτέ
δεν της ξεφεύγεις.
Στην στροφή της
Τερψιθέας ξεχωρίζει μια φιγούρα μακριά
στο Τελωνείο του
ΟΛΠ
απροσδιόριστη, με
την πλάτη γυρισμένη στην στεριά
να περιμένει.
Και προς στιγμήν
νομίζω πως βλέπω την πλάτη μου,
το σώμα μου να
τείνει μακριά, στα χρόνια που μέλλουν να έρθουν.
Μα, όχι·
ίσως θα ‘ναι
οι νεκροί μου,
κάποιος απ’
αυτούς, όλοι μαζί,
δύσκολη παρουσία
ν’ αποφύγεις,
δύσκολο να
ξυπνήσεις ή να περπατήσεις ένα πρωινό δίχως νοσταλγία.
Ανηφόρα της 2ας
Μεραρχίας και τι θ’ απογίνω εγώ
με τόσα μάτια στην
πλάτη
τόσες φωνές στο
μυαλό
τόσες αναζητήσεις
στη ζωή μου;
Τι
μπορώ ν’ απογίνω;
Comments
Post a Comment