Ακούγεται από το
πιάνο μία μελωδία που δεν θα καταλάβω ποτέ·
δεν θέλω.
Κι όπως άλλοτε εγώ
έφευγα,
φεύγει τώρα
κάποιος άλλος
για να μου θυμίσει
σ’ ένα μέρος να μη στέκομαι πολύ,
να μη μένω
και να μην
υπόσχομαι.
Φεύγει με θάλασσα
φουρτουνιασμένη κι αέρα πολύ,
μα η χαρά του τα
δαμάζει.
Και δεν
χαιρετηθήκαμε ποτέ
ούτε θα
αποχαιρετιστούμε,
όμως σβήνει το
πιάνο από τα αυτιά μου το φουγάρο που σφυρίζει τώρα
και δε λυτρώνεται
μόνο αυτός που αλλάζει πορεία
αλλά κι αυτός που
στέκεται
για λίγο ακόμα,
για πολύ λίγο
σα σκιά στην
προβλήτα της πόλης
να χύσει ένα δάκρυ
ή να πει ένα «στο καλό»·
μα πάνω απ’ όλα
να ξαναβρεί τη
φόρα του να τρέξει.
Για αλλού.
Με μόνη μελωδία τον
απόηχο μιας φωνής, ή ενός αγγίγματος.
Ιανουάριος 2016,
Πειραιάς.
Comments
Post a Comment