Μετρά τα
δευτερόλεπτα στο ταβάνι.
Πόσο λυπηρό
να αναγνωρίζουν οι
άνθρωποι τα λάθη τους τόσο αργά.
Μετρά λέξεις για
να πει,
μα δεν υπάρχει
τίποτα πια,
σα να στέρεψε
ακόμα και το σάλιο.
Στη γωνία του
σκοτεινού δωματίου
πνιγμένη στη
μυρωδιά της υγρασίας
μία φιγούρα
γυναικεία αποφεύγει τη ματιά
τη δική του και
του κόσμου.
Κουνά με τα πόδια
της μπρος πίσω την καρέκλα,
κι όσο τη βλέπει
τόσο πιο πολύ θέλει να ουρλιάξει.
Μα η φωνή του σα
να στέρεψε.
Κάποτε η ζωή ήταν
στο χαμόγελό της·
ζωή ολόκληρη, ζωή
που περίσσευε.
Χαμογελούσε με τα
χείλη, με τα μάτια, με τα χέρια της.
Χαμογελούσε κι ο
κόσμος ξύπναγε απ’ τη νάρκη του.
Τώρα οι μέρες
χάνονται στις παύσεις.
Τις δικές του.
Της μιλά και δεν
ξέρει αν καταλαβαίνει.
Μπορεί πλέον και
να μην τον ακούει.
Μιλά και του
απαντά ο εαυτός του ενίοτε.
Δεν ξέρει να πει
ποιανού η μοίρα κατρακύλησε περισσότερο τελικά.
Απλά δεν ξέρει.
Τίποτα.
Προσπαθεί να
αγνοεί τους ανθρώπους,
τις συζητήσεις
τους,
τα βλέμματα,
τα αγγίγματά τους.
Πόσο ανόητους τους
θεωρεί όλους,
την αγάπη τους,
τα σχέδιά τους.
Είναι καλύτερα
έτσι·
να τους θεωρεί
ανόητους.
Τίποτα δεν
κρατάει.
Τίποτα.
Τίποτα δεν μπόρεσε
να την κρατήσει.
Τίποτα δεν θα τη γυρίσει
πίσω.
Ή κανείς.
Θέλει να φωνάξει
σε όποιον
πως ούτε περιμένει
ούτε ελπίζει σε κάτι.
Θα πεθάνει·
κι εκείνος κι
εκείνη.
Κι αισθάνεται μία
περήφανη χαρά που το γνωρίζει
που το παραδέχεται
κι αδιαφορεί.
Μια χαρά σχεδόν
άγρια,
κι ίσως γι’ αυτό
να μην την ομολογεί αλλού.
Μόνο στη Φαίδρα
του.
Μόνο σ’ εκείνη τα
παραδέχεται όλα.
Γιατί τώρα πια δεν
έχει τίποτα να της κρύψει,
δεν ανησυχεί για
τον άσχημο εαυτό του,
τις κατακριτέες
πράξεις του.
Δεν υπάρχει τίποτα
που να του προσάπτει εκείνη,
κανένα λάθος.
Ίσως βέβαια τα
δευτερόλεπτα που γυρνά το βλέμμα του στο ταβάνι –
γιατί άραγε;
–
να γυρνά κι εκείνη
το δικό της πάνω του
και ίσως τότε στα
μάτια της να φωτίζουν όσα δεν θέλει ν’ αντικρίσει.
Ίσως πάλι όχι.
Όχι, μάλλον όχι.
Η κρίση του, σα να
στέρεψε τελευταία.
Παραμένει όμως
απολύτως βέβαιος για την αγάπη του,
για το πόσο πολύ
αγαπά τη Φαίδρα του,
τη Φαίδρα του που
την απασχολεί μόνο η καρέκλα της,
που κοιτάζει
μακριά, μακρύτερα κάθε μέρα που ξημερώνει,
που –
η δική της αγάπη
–
σα να στέρεψε.
Ιανουάριος 2016,
Αθήνα.
Comments
Post a Comment