Συγκλονιστικές
είναι οι εξελίξεις σχετικά με το μέχρι
στιγμής ανεξιχνίαστο έγκλημα στη
Σαμοθράκη. Η σωρός του Μολδαβού
επιχειρηματία βρέθηκε τελικά σε δύσβατο
κομμάτι του βράχου Βρυχού, περιφερειακά
του οικισμού της Χώρας. Η αστυνομία
κάνει λόγο για δολοφονία, αλλά δεν έχει
δώσει προς το παρόν λεπτομέρειες για
τυχόν υπόπτους ή για τον τρόπο που
αφαιρέθηκε η ζωή του θύματος! Ρίγος στην
τοπική κοινωνία εν μέσω καλοκαιριού!
Θα επιστρέψουμε κοντά σας μόλις έχουμε
νεώτερα...
Ο
αστυνόμος Μακρής έκλεισε το ραδιόφωνο
με αργές, σχεδόν θεατρικές κινήσεις.
Όχι πως ήταν λάτρης του σανιδιού·
μάλλον το αντίθετο. Τον επιβράδυνε
περισσότερο η σκέψη της τελευταίας
φράσης που άκουσε. Θα επιστρέψουμε
κοντά σας μόλις έχουμε νεώτερα... Ήξερε
τι σήμαινε αυτό.
Το
τηλέφωνο θα χτυπούσε σύντομα.
Στην
Αλεξανδρούπολη επικρατούσε πνιγηρή
ζέστη. Ο απογευματινός παραλιακός
περίπατος περισσότερο είχε αυξήσει
παρά ανακουφίσει τη δυσφορία που ήδη
ένιωθε. Βέβαια δεν ήταν μόνο ο καιρός.
Στην πραγματικότητα τον κρατούσε σε
ενοχλητική επαγρύπνηση η είδηση του
εγκλήματος από το πρώτο κιόλας άκουσμά
της. Έγκλημα στη Σαμοθράκη... πόσα χρόνια
είχε να το ακούσει αυτό; Είχε στριφογυρίσει
αρκετά στο κρεβάτι του τα τελευταία δύο
βράδια προσπαθώντας να διώξει τις
σκέψεις του, μάταια. Ο περίπατος στον
παραλιακό δρόμο της πόλης ήταν μία
τελευταία, άκαρπη προσπάθεια. Αν μη τι
άλλο, ένιωσε μία ανακούφιση με την
ανακάλυψη της σωρού. Επιτέλους το
τηλέφωνο θα χτυπούσε...
Πήρε
το πρωινό καράβι και έφτασε στην Σαμοθράκη
μεσημέρι πια. Κατεβαίνοντας στο λιμάνι
της Καμαριώτισσας αισθάνθηκε πως είχε
έρθει στην καρδιά του καύσωνα. Το λιμάνι
έβραζε.
“Τάκη”,
άκουσε μία φωνή στα δεξιά του.
Αποπροσανατολισμένος από τον ήλιο και
τις έξι δεκαετίες που είχαν πρόωρα
διαγραφεί πάνω του, γύρισε ψάχνοντας
με το βλέμμα.
“Αριστείδη”,
αναφώνησε με κάποια ανακούφιση.
“Πόσος
καιρός...”
“Πολύς.”
Μπήκαν
στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο, το οδήγησαν
ως την έξοδο του οικισμού και από εκεί
στο αστυνομικό τμήμα – ένα κτήριο
ανάμεσα στο τίποτα και πλήρως εκτεθειμένο
στις φλογερές ακτίνες που έφταναν από
τον ουρανό. Την τελευταία φορά που είχε
βρεθεί στην Σαμοθράκη, το τμήμα βρισκόταν
στη Χώρα. Εκείνο το κτήριο όμως είχε
πλέον γκρεμιστεί.
Ο
πρόσφατα συνταξιοδοτημένος αστυνόμος
Τάκης Μακρής και ο όχι πολύ νεώτερός
του και ακόμη εν ενεργεία Αριστείδης
Βάδος μπήκαν μέσα σχεδόν ταυτόχρονα,
με μία μικρή παύση αμηχανίας έως ότου
αποφασίσουν ποιος θα προπορευόταν.
Τελικά το κατώφλι του νέου κτηρίου του
οποίου οι τοίχοι ήδη ξεφλούδιζαν πέρασε
πρώτος ο αστυνόμος Μακρής.
“Πώς
τον σκότωσαν;”
Η
ιατροδικαστής θα ερχόταν από την
Θεσσαλονίκη και αυτό συνεπαγόταν πως
θα έφτανε το απόγευμα. Ο αστυνόμος Μακρής
γνώριζε όμως καλά πως ο συνάδελφος και
πρώην φίλος του μπορούσε να έχει ήδη
αποκτήσει μία πρώτη εικόνα.
“Χτύπημα
από πέτρα στο κεφάλι. Επαναλαμβανόμενο.
Η αριστερή του πλευρά έχει σχεδόν
πολτοποιηθεί.”
“Η
πέτρα;”
“Την
πέτρα δεν τη βρήκαμε.”
“Και
το σημείωμα;”
“Το
σημείωμα βρέθηκε στο τραπεζάκι του καφέ
στο σπίτι του, στη Χώρα. Παραβιάσαμε την
είσοδο αφού μας ενημέρωσε η ηλικιωμένη
γειτόνισσά του ότι είχε δύο μέρες να
φανεί. Πήγαινε κάθε απόγευμα στις πέντε
και έπιναν καφέ. Ελληνικό. Τι έλεγαν
αυτοί οι δύο ένας θεός το ξέρει. Ρωτήσαμε
και στο υπόλοιπο χωριό πριν μπούμε μέσα.
Ο τύπος ήταν της καλοπέρασης, έβγαινε
συνέχεια. Όλοι είχαν δύο μέρες να τον
δουν. Πιο πολύ φοβηθήκαμε για κανένα...”
“Μιλούσε
ελληνικά;” τον διέκοψε ο αστυνόμος
Μακρής. Ήξερε τι πήγαινε να πει. Πιο πολύ
φοβήθηκαν για έμφραγμα, εγκεφαλικό,
κάτι τέτοιο.
“Σπαστά.
Σίγουρα πιο πολύ τα καταλάβαινε παρά
τα μιλούσε.”
Έκανε
μία μικρή παύση για να βεβαιωθεί ότι ο
παλιός του συνάδελφος δεν ήθελε να
διευκρινίσει κάτι άλλο πάνω σε αυτό, κι
εντέλει συνέχισε.
“Στο
σπίτι ήταν όλα τακτοποιημένα. Ούτε ίχνη
πάλης ούτε παραβίασης κάποιας εισόδου.
Αυτό όμως το βρήκαμε στο τραπεζάκι, όπως
σου είπα.”
Του
παρέδωσε μέσα σε διάφανο σελοφάν φάκελο
ένα χαρτί Α4 κομμένο στη μέση, όπου με
γράμματα εκτυπωμένα έγγραφε:
ΔΕΝ
ΘΑ ΓΛΙΤΩΝΕΣ ΤΕΛΙΚΑ. ΤΟ ΗΞΕΡΕΣ.
Πήρε
το χαρτί στα χέρια του και το κοίταξε
συνοφρυωμένος. Έπειτα από αρκετά
δευτερόλεπτα και αφού αντιλήφθηκε το
ανυπόμονο βλέμμα του Αριστείδη, είπε:
“Δεν
είναι τσαλακωμένο. Όταν το βρήκατε ήταν
έτσι;”
“Τι
εννοείς;”
“Εσύ,
ρε Αριστείδη, άμα έβρισκες ένα τέτοιο
χαρτί στο σπίτι σου θα το άφηνες απλά
στο τραπεζάκι; Δεν θα το διάβαζες ξανά
και ξανά; Δεν θα ίδρωναν τα χέρια σου;
Δεν θα το τσαλάκωνες; Αυτό εδώ είναι λες
και μόλις τυπώθηκε!”
Ο
Αριστείδης Βάδος κοίταξε τον παλιό του
συνεργάτη και θυμήθηκε γιατί όλοι τον
θαύμαζαν τόσο πολύ. Θυμήθηκε γιατί τον
θαύμαζε ο ίδιος. Ο Τάκης Μακρής συνέχισε
τις ερωτήσεις:
“Διαβατήριο
και πορτοφόλι;”
“Το
διαβατήριο το βρήκαμε σε ένα ντουλαπάκι
της βιβλιοθήκης. Το πορτοφόλι του με
χρήματα και κάρτες στην τσέπη ενός
μπουφάν του στον καλόγερο.”
“Κλειδιά;”
“Σε
μία κονσόλα δίπλα στην πόρτα. Σπιτιού
και αυτοκινήτου μαζί. Όταν την παραβιάσαμε
φάνηκε πως την είχε απλώς τραβήξει πίσω
του, όχι κλειδώσει.”
Η
τελευταία πρόταση τον συνοφρύωσε ακόμα
περισσότερο.
Η
ιατροδικαστής ήταν μία νέα κοπέλα
σπουδαγμένη στη Ρουμανία. Είχε ξυρισμένο
κεφάλι και μία σειρά από κρίκους στο
κάθε της αυτί, και η παρουσία της σόκαρε
σύσσωμο το αστυνομικό τμήμα από την
πρώτη στιγμή.
“Η
σωρός είναι σε προχωρημένη σήψη λόγω
εξωτερικών παραγόντων. Το χτύπημα είναι
σχεδόν πέντε εικοσιτετραώρων αυτή τη
στιγμή και συνέβη επί τόπου”, εκτίμησε
ενώ ήταν η μόνη που δεν είχε λαχανιάσει
από την ανάβαση στο Βρυχό. Τα θετικά του
να είσαι νέος και αδύνατος, επισήμανε
στον εαυτό του ο αστυνόμος Μακρής.
Ήταν
Σάββατο. Αυτό σήμαινε πως ο επιχειρηματίας
είχε δολοφονηθεί τη Δευτέρα απογευματινή
προς βράδυ, χάνοντας το άτυπο απογευματινό
ραντεβού με την κυρα-Μυρσίνα και την
Τρίτη και την Τετάρτη. Ήταν έξι το
απόγευμα της Τετάρτης όταν τους είχε
πάρει τηλέφωνο ανήσυχη κι ένας από τους
νεώτερους συναδέλφους του Αριστείδη
Βάδου μόλις είχε αντιληφθεί ποιος ήταν
στο τηλέφωνο είχε αναφωνήσει βαριεστημένα:
“Μα, καλά, τι μπορεί να έπαθε η
κυρα-Μυρσίνα”! Η επιχείρηση στο σπίτι
του θύματος είχε γίνει μετά τη δύση του
ηλίου. Τη σωρό του δεν την είχαν βρει
ωστόσο παρά δύο εικοσιτετράωρα αργότερα,
μόλις χθες, σούρουπο Παρασκευής. Η
αναζήτηση στο Βρυχό ήταν δύσκολη, αλλά
αναγκαία πριν αρχίσουν να ψάχνουν έξω
από τα όρια του οικισμού. Είχαν πάρει
μαζί ένα τσοπανόσκυλο, ελλείψει
εκπαιδευμένων σκύλων της αστυνομίας
στο νησί. Αυτό και τον βρήκε.
“Οι
κακώσεις έχουν δημιουργηθεί από βαρύ
αντικείμενο το οποίο τον χτύπησε 15 με
20 φορές στην ίδια πλευρά, αριστερά και
από μπροστά. Άρα μιλάμε για δεξιόχειρα.
Υπάρχει ένας μώλωπας στα δεξιά του
λαιμού του που δείχνει ότι ο δράστης, ή
η δράστης, τον κρατούσε όσο του έφερε
τα χτυπήματα. Ωστόσο... δεν υπάρχουν
ενδείξεις πάλης στο σώμα του. Σα να μην
προσπαθούσε να αποκρούσει την επίθεση.”
Ο
αστυνόμος Μακρής ρώτησε κάτι γνωρίζοντας
ήδη την απάντηση:
“Δαχτυλικά
αποτυπώματα τρίτου στο μώλωπα; Ή κάπου
αλλού πάνω στο σώμα;”
“Όχι.”
Φυσικά
και όχι, σκέφτηκε. Εδώ δεν υπήρχαν
δαχτυλικά αποτυπώματα στο χαρτί, γιατί
να υπάρχουν στο θύμα πάνω; Ήταν ένα
προμελετημένο έγκλημα, και σε αυτές τις
περιπτώσεις σπάνια συναντούσες μισές
δουλείες. Η φωνή της ιατροδικαστού τον
έβγαλε από τις σκέψεις του.
“Το
αντικείμενο του εγκλήματος επίσης δεν
ήταν πέτρα. Σίγουρα κάτι βαρύ, και
πιθανότητα με σκληρές αιχμές, αλλά δεν
υπάρχουν υπολείμματα που να επιβεβαιώνουν
τη θεωρία για πέτρα. Μπορούμε
να στείλουμε δείγμα από τον ιστό στο
εργαστήριο στη Θεσσαλονίκη και να μας
πουν περισσότερα.”
“Και
μέχρι τότε ο δράστης θα έχει σαλπάρει.
Αν δεν το έχει κάνει ήδη”, διέκοψε ο
αστυνόμος Μακρής.
Συνειδητοποίησε
πως πρέπει να είχε ακουστεί αγενής και
ανάγωγος, και κοίταξε την κοπέλα με ένα
βλέμμα που ζητούσε κατανόηση. Είχαν
συνεργαστεί ακόμα μερικές φορές, όταν
εκείνη είχε πρωτομπεί στην υπηρεσία
και εκείνος ήταν έτοιμος να αναχωρήσει.
Εκτιμούσε και την ίδια και τη δουλειά
της.
Από
την ώρα της κουραστικής ανάβασής τους
όμως στο Βρυχό και αφότου είχαν αντικρίσει
τη σωρό του Αλεξέι Ντουμπρώφ να περιμένει
σκεπασμένη με ένα σεντόνι για τη νεκροψία,
σκεφτόταν ασταμάτητα. Σκεφτόταν πως
ήταν καλά σχεδιασμένο το έγκλημα. Ήταν
Αύγουστος, κόσμος κατέκλυζε το νησί.
Υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσαν να
έχουν μία εικόνα για το ποιος είχε έρθει
και είχε φύγει μέσα στην περασμένη
εβδομάδα με το πλοίο. Τώρα όμως... Τώρα
όσο διαφωτιστικό ήταν αυτό που θα τους
έστελνε το εργαστήριο από Θεσσαλονίκη
για το όπλο του φόνου τόσο πιο πολύ θα
τους έδενε τα χέρια. Ο δολοφόνος και να
μην είχε φύγει ήδη, και να είχε προνοήσει
για να μην κινήσει υποψίες, δεν θα έμενε
για πολύ ακόμα στο νησί. Για αυτό ήταν
σίγουρος.
Κοίταξε
τον υπαστυνόμο που όλη μέρα φρουρούσε
τον νεκρό και τους υπόλοιπους που θα
έπρεπε στη συνέχεια να τον κατεβάσουν.
Και κοίταξε πέρα από όλους αυτούς, από
την κορφή σχεδόν του βράχου ως τη θάλασσα,
τον ήλιο να δύει κάπου στον ορίζοντα
και την ατμόσφαιρα να καίγεται στις
αποχρώσεις.
Ο
αστυνόμος Τάκης Μακρής είχε να πατήσει
το πόδι του στην Σαμοθράκη από τις αρχές
της δεκαετία του ‘90, οπότε και υπηρετούσε
ως αστυνόμος στο Α.Τ. του νησιού. Εντέλει
είχε επιστρέψει στη γενέτειρά του, την
Αλεξανδρούπολη, και από εκεί είχε
μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη. Σύνταξη
πήρε από το Ανθρωποκτονιών. Φυσικά
τέτοια παραρτήματα στη Σαμοθράκη, ή και
στην Αλεξανδρούπολη, δεν υπήρχαν.
Ο
Αριστείδης Βάδος, με καταγωγή από το
Διδυμότειχο, είχε μεταφερθεί στη
Σαμοθράκη την ίδια περίοδο με τον Τάκη
Μακρή, δηλαδή μέσα του ‘80. Τους ένωσαν
η καλή τους συνεργασία και η αλληλοεκτίμηση
που υπήρχε μεταξύ τους. Στις αρχές του
‘90 παντρεύτηκε μία κοπέλα ντόπια. Ο
Τάκης Μακρής είχε καταφέρει να εξασφαλίσει
τη μετάθεσή του πριν το γάμο. Ο ίδιος
τελικά δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Τώρα
κάθονταν στο παραλιακό ταβερνάκι της
Παλαιάπολης, σιωπηλοί είτε από την
περισυλλογή είτε από την αμηχανία. Στα
διπλανά τραπέζια, παρέες με δέρμα
κοκκινωπό έως και καμένο από τις ώρες
που είχαν περάσει νωρίτερα στην παραλία,
απολάμβαναν το αεράκι που είχε επιτέλους
φέρει η θάλασσα. Στον αέρα χόρευαν η
χαμηλή μουσική που ερχόταν από την
κουζίνα με τον ελαφρύ παφλασμό των
κυμάτων της θάλασσας.
“Συμβουλεύεις
κι άλλες υποθέσεις αν χρειαστεί”, ρώτησε
σπάζοντας τη σιωπή ο αστυνόμος Βάδος.
“Καμιά
φορά”, απάντησε απλά ο αστυνόμος Μακρής.
“Με
τη δική σου πείρα... δεν θα πρέπει να
ησυχάζεις ποτέ!”
Διέκρινε
την πικρία στη φωνή του. Γιατί το έκανε
αυτό; Τα λόγια βγήκαν από το στόμα του
σχεδόν με δική τους βούληση.
“Δε
βαριέσαι! Τι κάνει η Χρυσάνθη;”
“Καλά,
πολύ καλά... Σου στέλνει χαιρετίσματα.”
Δεν
ήξερε αν το τελευταίο ήταν αλήθεια. Είδε
τα μάτια του ανθρώπου που κάποτε υπήρξε
φίλος καρδιακός. Λυπήθηκε, και για
εκείνον και για τον εαυτό του. Χαμογέλασε
απλά και του απάντησε:
“Να
δώσεις χαιρετίσματα και από εμένα και
σε εκείνη και στα παιδιά.”
Το
εννοούσε. Ήθελε να βάλουν μία τελεία σε
όλο αυτό, έστω και 30 χρόνια μετά.
Καταλάβαινε πόσο δύσκολο θα ήταν για
τον Αριστείδη να σηκώσει το ακουστικό
και να τον καλέσει. Πόσο είχε παλέψει
για να ζητήσει τη βοήθειά του. Με τη
δική σου πείρα... Στη Σαμοθράκη φόνοι
δε γίνονταν, αποτελούσαν την εξαίρεση.
Τσακωμοί, μικροκλοπές, ναι. Ο φόνος όμως
ήταν άλλο. Οι αλλεπάλληλες φορές που
είχε χτυπηθεί το κρανίο του θύματος
φώναζε τη βία, την ανάγκη για βία, την
ανάγκη του δολοφόνου – ή της δολοφόνου,
όπως είχε συμπληρώσει πολύ σωστά η νεαρή
ιατροδικαστής – να βάλει μία δική του,
δική της, τελεία. Παντοτινή.
“Θα
πάω αύριο να μιλήσω με την κυρα-Μυρσίνα”,
συνέχισε. “Ζήτησα να στείλουν δείγμα
του ιστού στη Θεσσαλονίκη. Ξέρεις να
μου πεις τι τύπος ήταν ο Αλεξέι Ντουμπρώφ;”
“Αθόρυβος.
Επιχειρηματίας που έκανε εισαγωγές –
εξαγωγές στη Μολδαβία. Από Ρωσία κυρίως.
Και αυτός από εκεί είχε ρίζες. Η γιαγιά
και ο παππούς του, του πατέρα του οι
γονείς, από εκεί είχαν έρθει. Από κάποιο
χωριό... Εδώ στη Σαμοθράκη εμφανίστηκε
προ δεκαετίας. Αγόρασε ένα ερείπιο και
μέσα σε ένα χρόνο το είχε κάνει καινούργιο
σπίτι, μοντέρνο. Ερχόταν πάντα πρώτη
Ιουλίου και έφευγε τελευταία μέρα του
Αυγούστου. Πάντα μόνος. Τον συμπαθούσαν
όλοι, βέβαια. Ανοιχτοχέρης και καλόκαρδος,
έλεγαν. Της παρέας! Εμάς δε μας
απασχόλησε ποτέ.”
Αυτός
ο μοναχικός, ανοιχτοχέρης και καλόκαρδος
κάτι είχε να κρύψει, λοιπόν, σκέφτηκε ο
αστυνόμος Μακρής. Ή καλύτερα, από κάτι
είχε να κρυφτεί. Ρώτησε κάτι ακόμα για
να επιβεβαιώσει τις υποψίες του:
“Καμιά
φιλενάδα;”
“Ποτέ
δεν είδαμε καμία. Εσύ... Καμιά φιλενάδα;”
Ο
Τάκης Μακρής πετάχτηκε απότομα με την
ερώτηση. Στην αντίδρασή του ο Αριστείδης
κοκκίνισε και κατέβασε το βλέμμα. Πρέπει
να του είχαν ξεφύγει κι αυτού τα λόγια,
όπως του παλιού του φίλου νωρίτερα...
“Να
σε γυρίσω στο ξενοδοχείο; Εγώ πρέπει να
φύγω...”
Φυσικά
και έπρεπε να φύγει. Ήταν κοντά μεσάνυχτα
κι αυτός οικογενειάρχης άνθρωπος.
“Όχι,
Αριστείδη, σε ευχαριστώ. Λέω να κάνω
έναν βραδινό, παραλιακό περίπατο για
να επιστρέψω στην Καμαριώτισσα.”
“Μα,
θα σου πάρει κοντά μία ώρα!”
“Το
έχω ανάγκη. Θέλω να σκεφτώ.”
Ήθελε
επίσης να απολαύσει το βραδινό αεράκι
που επιτέλους έδειχνε να διώχνει τον
καύσο.
Ήθελε
να απολαύσει, και να υπενθυμίσει στον
εαυτό του, τη μοναξιά του.
Η
κυρα-Μυρσίνα ήταν μία γυναίκα λιγομίλητη
και φαινομενικά αδιάφορη προς όλα.
Υποδέχτηκε τον αστυνόμο Μακρή το πρωί
της Κυριακής. Δεν της είχε τηλεφωνήσει,
αλλά υπολόγισε την ώρα που τέλειωνε η
εκκλησία και πέρασε αργότερα. Του είχε
ανοίξει αμέσως.
Τώρα
κάθονταν στο μικρό της σαλονάκι, με
ελληνικό σκούρο καφέ ψημένο και
σερβιρισμένο στα φλιτζάνια. Για να τον
συνοδεύσει, του είχε βγάλει και χειροποίητο
γλυκό του κουταλιού πραούστι.
“Από
πότε ξέρατε τον μακαρίτη, κυρία Μυρσίνη;”
Τα
χρόνια υπηρεσίας στη Θεσσαλονίκη του
είχαν μάθει να μένει τυπικός ακόμα και
με τους πιο απλούς ανθρώπους. Το
κυρα-Μυρσίνα εν προκειμένω ήταν
ανάρμοστο.
“Απ’
όταν έμεινε πρώτα στο σπίτι. Πάνε εννιά
χρόνια.”
“Όταν
οι μάστορες το έφτιαχναν, ήταν πάλι εδώ;
Τον βλέπατε;”
“Μπα,
όχι, παιδί μου.”
Την
θυμόταν από παλιά. Είχε έναν άντρα
κτηνοτρόφο και τρία παιδιά, δυο κορίτσια
κι ένα αγόρι. Τώρα πρέπει να κόντευε τα
90 και ο άντρας της είχε πεθάνει. Τα παιδιά
της δε ζούσαν από πριν στο νησί. Κι εκείνη
τον θυμόταν, το καταλάβαινε. Θυμάται
ότι υπηρετούσα στο τμήμα, σκέφτηκε, και
ποιος ξέρει και τι άλλο από τότε...
“Ερχόταν
τακτικά στο νησί;”
“Καλοκαίρια.
Ιούλιο και Αύγουστο.”
“Μόνος
του; Το σπίτι δίπλα είναι μεγάλο.”
Είχε
περάσει από το σπίτι του θύματος νωρίτερα,
την ώρα που εκείνη ήταν στην εκκλησία.
Τα είχε βρει όλα τακτοποιημένα και
καθαρά, λες και κάποιος έμενε ακόμα
εκεί.
“Εγώ
μόνο τον έβλεπα.”
“Κάνατε
παρέα;”
“Γειτόνοι
ήμαστε. Πίναμε ένα καφέ μαζί.”
“Κάθε
απόγευμα.”
“Κάθε
απόγευμα, παιδί μου. Εμένα τα τούρκικα
δε μ’ αρέσουν κι από τότε που έχασα τον
άντρα μου δεν ξαναβγήκα.”
“Εδώ
και πόσα χρόνια;”
“Πέντε.
Απ’ όταν έφυγε ο άντρας μου.”
“Και
πώς μιλούσατε; Ήξερε ελληνικά, ο
μακαρίτης;”
“Δεν
κάναμε και πολιτική κουβέντα, δα. Έναν
καφέ πίναμε, λέγαμε δυο λόγια κι έφευγε.
Εκείνου του άρεσε να βγαίνει πολύ.”
Στην
τελευταία φράση νόμιζε πως είδε τις
ρυτίδες στα ζυγωματικά της να σφίγγουν.
Μα, το πρόσωπό της άλλαξε γρήγορα, και
εκείνος δεν ήταν σίγουρος για αυτό που
είχε δει.
“Γιατί
περιμένατε δύο εικοσιτετράωρα για να
πάρετε τηλέφωνο τους συναδέλφους;
Χανόταν κι άλλα απογεύματα;”
“Όχι,
ήταν πρώτη φορά. Πάντα στις πέντε ήταν
εδώ. Αλλά σκέφτηκα, άνθρωπος είναι, ποτέ
δεν ξέρεις.”
Σηκώθηκε
και περπάτησε μέσα στο μικρό σαλόνι. Τα
παλιά σανίδια έτριξαν κάτω από τα πόδια
του. Όλα ήταν απλά και αδιάφορα σε αυτή
τη σχέση. Γειτόνοι... Αδιάφορα, όπως
και οι αντιδράσεις της κυρα-Μυρσίνας.
Τι θα έκανε τώρα που η, κατά τα λεγόμενά
της, μοναδική της παρέα είχε χαθεί;
Φαινόταν ανέκφραστη. Σα να μη στεναχωριόταν
καθόλου. Σα να μη την αφορούσε.
Έριξε
μία ματιά, φαινομενικά αδιάφορη, στις
φωτογραφίες που στόλιζαν το χώρο. Κάποιες
ασπρόμαυρες, κάποιες κιτρινισμένες,
κάποιες πιο σύγχρονες που έδειχναν
άλλες τοποθεσίες. Σκέφτηκε πως τις
τελευταίες θα τις είχαν στείλει τα
παιδιά της. Ένας τρόπος για να κρατάνε
επαφή.
“Τα
παιδιά σας; Τα εγγόνια σας; Έρχονται
καθόλου να σας επισκεφτούν;”
“Καμιά
φορά, αν τους βγάλει ο δρόμος. Δεν τους
ξέρεις δα τους νέους, ο χρόνος δεν τους
φτάνει ποτέ...”
Και
τότε ένιωσε στη φωνή της πως αυτό ήταν
το μόνο ειλικρινές πράγμα που του είχε
πει τόση ώρα. Τα μόνα λόγια που έβγαζαν
συναίσθημα. Τα μόνα που δεν είχε σκεφτεί
από πριν...
Για
να μη της δείξει τις σκέψεις του, έμεινε
να κοιτάει μία κιτρινισμένη φωτογραφία.
Ήταν η ίδια η κυρα-Μυρσίνα σε κάποιον
μπάλο του χωριού με τον άντρα της. Είχαν
και οι δύο ύφος αυστηρό. Εκείνη περισσότερο,
αν και μάλλον τον επηρέαζε το βαρύ
κόσμημα που έπεφτε ως τον αφαλό της.
Βαρύ κι ασήκωτο όπως κι αυτή που το
φοράει, σκέφτηκε.
“Το
δώρο που μου είχε κάνει η πεθερά μου
όταν παντρεύτηκα”, του είπε πίσω από
την πλάτη του. “Βαρύ κόσμημα, δέκα κιλά
σχεδόν. Το έδωσα κι εγώ με τη σειρά μου
στη νύφη μου.”
Πάλι
ένιωθε πως του έλεγε πράγματα προβαρισμένα.
Γύρισε και την κοίταξε κατάματα.
“Σας
ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας, κυρία
Μυρσίνη. Όταν έχουμε νεώτερα, θα σας
ενημερώσω.”
“Να
είσαι καλά, παιδί μου”, του είπε καθώς
τον έβγαζε ως την πόρτα.
Όταν
ήταν έτοιμη να την κλείσει πίσω του,
έκανε απότομα αναστροφή και τη ρώτησε:
“Ο
μακαρίτης ο άντρας σας το γνώριζε το
θύμα;”
“Ο
άντρας μου! Όχι, μια καλημέρα έλεγαν...”
“Ωραία,
καλή σας μέρα λοιπόν.”
Κατηφόρισε
από το σπίτι της προς το κέντρο του
χωριού ικανοποιημένος.
Ήταν
μόλις δώδεκα το μεσημέρι και
η Χώρα ήταν γεμάτη κόσμο. Στα καφενεία
και στα
καφέ αναμειγνύονταν οι τουρίστες με
τους ντόπιους. Κάποιοι είχαν ήδη ξεκινήσει
τις πρώτες μπύρες της ημέρας, ενώ άλλοι
ήταν ακόμα στον πρώτο καφέ. Οι παρέες
ενίοτε ενώνονταν σε μεγαλύτερες κι
άλλοτε έσπαγαν δεξιά κι αριστερά.
Περνώντας
ανάμεσα στον κόσμο, θυμήθηκε πως κάποτε
πίστευε πως θα μπορούσε να ζήσει μόνιμα
εδώ. Στην απομόνωση του χειμώνα και στην
ανεμελιά του καλοκαιριού. Παρατήρησε
μια παρέα παιδιών δημοτικού που κατέβηκαν
τρέχοντας τα σκαλιά δίπλα του. Να είχαν
τρομάξει οι γονείς άραγε και να τους
ζητούσαν να γυρίσουν σπίτι πριν
σουρουπώσει; Η εμπειρία του τού επέτρεπε
να είναι σχεδόν βέβαιος πως ναι. Κατηφόρισε
περισσότερο και, ακόμα χωμένος στις
σκέψεις του, μέσα από το τζάμι ενός
καφενείου... νόμιζε πως είδε... Μα, όχι,
θα κατάλαβε λάθος.
Έστριψε
ωστόσο σε ένα άλλο στενό και κατέβηκε
ως την είσοδο του χωριού από έναν
παράδρομο. Εκεί ένα περιπολικό της
αστυνομίας τον περίμενε σταθμευμένο.
Ο οδηγός του είχε βγει έξω και κάπνιζε.
Τον πλησίασε ενώ σκεφτόταν πως η ζέστη
τον είχε κάνει μάλλον να φαντάζεται
πράγματα σήμερα...
Μπαίνοντας
στο τμήμα είδε πως τον περίμενε η Ρένα.
“Γνωρίζω
κάποιον στο εργαστήριο στη Θεσσαλονίκη.
Ζήτησα να επισπεύσουν την ανάλυση του
δείγματος. Μπορούμε να ξέρουμε απόψε”,
είπε η νεαρή ιατροδικαστής.
Την
κοίταξε με θαυμασμό, επιβεβαιωμένος
για το ένστικτο που τη διακατείχε.
“Θα
μας ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο κάτι τέτοιο,
Ρένα. Σ’ ευχαριστώ.”
“Πιστεύετε
πως μπορείτε να τον/την βρείτε;”
“Όχι,
έχει ήδη φύγει. Γι’ αυτό ήμουν σίγουρος
από την πρώτη στιγμή. Θέλω όμως να
ακολουθήσω ένα νήμα... Και μετά θα δούμε.”
“Θα
σας ενημερώσω μόλις ξέρω. Αρχικά θα
είναι άτυπο, αλλά εσείς θα μπορείτε να
κινηθείτε.”
“Χαραμίζεσαι
ως ιατροδικαστής!”
Η
Ρένα χαμογέλασε και μόλις τότε ο αστυνόμος
Μακρής παρατήρησε πως τα μακριά
σκουλαρίκια που φορούσε σχημάτιζαν
έκαστο από ένα φίδι.
Άνοιξε
την πόρτα και μπήκε στο γραφείο του
αστυνόμου Βάδου χωρίς να χτυπήσει. Ο
ένας δεν το σκέφτηκε και τον άλλον δεν
τον πείραξε. Συνήθεια από παλιά. Εξάλλου,
τον περίμενε.
“Δε
μου λες”, είπε αντί για καλημέρα. “Από
τι σχωρέθηκε ο άντρας της κυρα-Μυρσίνας;”
“Ανακοπή
είχαν πει”, είπε ο άλλος σίγουρος.
“Το
είχε πει ιατροδικαστής;”
“Ε,
όχι, είχε περάσει τα 90 ο μακαρίτης. Πέθανε
και την άλλη μέρα πήγαν και τον έθαψαν.”
“Και
ποιος ενημέρωσε για τον θάνατό του;
Ξέρουμε τι έκανε την ώρα του μοιραίου;”
“Μα,
όχι”, σάστισε ο Αριστείδης. “Τώρα τι
σχέση έχει αυτό;”
“Μπορούμε
να μάθουμε;”
“Ε,
γιατί δε ρώτησες την κυρα-Μυρσίνα; Τώρα
μόλις εκεί ήσουν.”
“Όχι
από εκείνην. Μπορούμε να μάθουμε από
άλλον;”
“Τάκη,
τι μας νοιάζει αυτό τώρα; Εδώ δεν ξέρουμε
ποιος έκανε το φόνο!”
Πήγε
να απαντήσει κάτι, αλλά σταμάτησε. Ήξερε
πως ο Αριστείδης δεν είχε πείρα στην
εξιχνίαση εγκλημάτων. Δε γνώριζε πώς
να προσεγγίσει την έρευνα. Απάντησε όσο
πιο επεξηγηματικά μπορούσε:
“Από
την κουβέντα μου με την κυρα-Μυρσίνα
κατάλαβα ότι κάτι κρύβει. Μη με ρωτήσεις
πώς. Έπειτα είναι και το άλλο. Είπε πως
ο Αλεξέι άρχισε να πηγαίνει για καφέ τα
απογεύματα μετά το θάνατο του άντρα
της, για να της κάνει παρέα. Με τον άντρα
της όμως, όταν τη ρώτησα, είπε πως όσο
ζούσε έλεγαν μόνο μία καλημέρα.”
Κοίταξε
τον αστυνόμο Βάδο και κατάλαβε πως
χρειαζόταν να ακούσει περισσότερα.
“Ένας
τοίχος τους χώριζε”, συνέχισε. “Το θύμα
άρχισε να μένει στο δίπλα σπίτι εννιά
χρόνια πριν. Στα τέσσερα χρόνια που ο
άντρας της ήταν ακόμη εν ζωή δεν είχαν
καμία σχέση οι ένοικοι των δύο σπιτιών,
αλλά μετά τον θάνατό του άρχισαν την
απογευματινή συντροφιά;”
“Λες
να έπιασε ο Αλεξέι την κυρα-Μυρσίνα
ερωμένη”, αστειεύτηκε ο παλιός του
συνάδελφος και γέλασε μόνος του με την
σκέψη που έκανε.
“Απλά
δεν δένει, Αριστείδη. Δεν δένει.”
Κοίταξε
τον ανεμιστήρα στην οροφή του γραφείου
και θυμήθηκε πόσο του είχε επιτρέψει
να χαλαρώσει ο χθεσινός του περίπατος.
Είχε πιστέψει ότι η ζέστη θα σταματούσε,
όπως είχε πιστέψει επιβιβαζόμενος στο
πλοίο για Σαμοθράκη ότι το έγκλημα θα
ήταν απλό στη λύση του.
Πήρε
ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο, χωρίς οδηγό
αυτή τη φορά, και οδήγησε ως την άλλη
άκρη του νησιού, στους Κήπους. Είχε να
έρθει εδώ από το ‘91. Αντίστοιχα είχε να
κάνει μπάνιο στη θάλασσα αρκετά χρόνια.
Έτσι σκέφτηκε πως αν ήταν να γίνει αυτό,
θα έπρεπε να γίνει στο καταλληλότερο
σημείο. Οδήγησε χωρίς κλιματισμό,
αποφεύγοντας τρύπες στον παραλιακό
δρόμο και πέτρες από τις συνεχόμενες
κατολισθήσεις. Την πρώτη φορά που είχε
έρθει εδώ, το ‘85, είχε πειστεί πως δεν
ήταν απλά η άκρη του νησιού, αλλά και η
άκρη του κόσμου.
Κοίταξε
το κινητό του. Είχε πιάσει τούρκικο σήμα
από την Ίμβρο. Πάνω του έρρεαν ρυάκια
ιδρώτα, κούρασης και απογοήτευσης. Μαζί
με τα ρούχα του άφησε στην παραλία και
την σκέψη ότι ο δολοφόνος τού το είχε
ήδη σκάσει, και βούτηξε στα παγωμένα
νερά. Κολύμπησε ανατολικά, αντίκρισε
και πάλι τις σπηλιές και τις κρυφές
παραλίες που μόνο δια θαλάσσης μπορούσες
να πας, τα ζευγαράκια και τις παρέες που
στην κορύφωση του μεσημεριού και του
Αυγούστου ανακάλυπταν τον κόσμο εξ
αρχής. Ναι, εδώ ήταν το τέλος του κόσμου·
και η αρχή του.
Κουράστηκε
σχετικά γρήγορα και επέστρεψε στην
παραλία. Πριν βγει κοίταξε προσεκτικά
τη χαμηλή άγρια βλάστηση, τους απότομους
βράχους, το σεληνιακό τοπίο που πιότερο
κατοικούσαν τα κατσίκια παρά οι άνθρωποι.
Κοίταξε μέσα από το νερό το σώμα του και
σκέφτηκε πως εκείνος όδευε πλέον προς
το τέλος του κόσμου.
Επέστρεψε
στο δωμάτιο που νοίκιαζε στην Καμαριώτισσα
στις έξι το απόγευμα. Μπήκε να κάνει ένα
ντους και θυμήθηκε να ξυρίσει τα γένια
που είχαν αρχίσει να προβάλουν στο
πρόσωπό του. Σε τέτοια ζητήματα ήταν
σχολαστικός.
Από
το μπάνιο άκουσε το τηλέφωνο που χτυπούσε.
Βγήκε και το σήκωσε με τους αφρούς ακόμα
στο πιγούνι και το λαιμό. Ήταν η Ρένα:
“Επικοινώνησαν
μαζί μου από το εργαστήριο στη Θεσσαλονίκη.
Στον ιστό του θύματος υπάρχουν στοιχεία
κασσίτερου. Το φονικό αντικείμενο, όπως
σας είχα πει κι εγώ, πρέπει να είχε
σκληρές αιχμές, γιατί η τριβή στον
ιστό...”
Συνέχισε
να του μιλάει, μα δεν την άκουγε.
Εμφανίστηκε μπροστά του πάλι η κιτρινισμένη
φωτογραφία της κυρα-Μυρσίνας με το βαρύ
κόσμημα, την καδένα που έφτανε μέχρι
κάτω από το μπούστο και από εκεί ξεκινούσε
ένα ζευγάρι φιδιών κυκλικά πλεγμένων,
πάνω δεξιά και αριστερά τα κεφάλια με
τις διχαλωτές τους γλώσσες να προβάλουν,
κάτω εκατέρωθεν οι ουρές τους αιχμηρές
να αγγίζουν σχεδόν τον αφαλό της γυναίκας.
Το έμβλημα γονιμότητας των Καβείρων,
των θεών που λάτρευαν τα αρχαία χρόνια
στη Σαμοθράκη. Βαρύ κόσμημα, δέκα κιλά
σχεδόν. Κασσίτερος.
Το έδωσα κι εγώ με τη σειρά μου στη
νύφη μου...
Τα
λεπτά και οι κινήσεις πέταξαν και ξαφνικά
βρέθηκε με τον Αριστείδη Βάδο σε ένα
παραλιακό καφέ, να του λέει σχεδόν
λαχανιασμένα χωρίς καν να προηγηθεί
ένα καλησπέρα:
“Θέλω
να μάθεις τα πάντα για τον γιο και τη
νύφη της κυρα-Μυρσίνας!”
Ο
αστυνόμος Βάδος τον κοίταξε έκπληκτος,
αλλά δεν ήταν εξαιτίας των τρόπων του.
“Πού
το έμαθες; Εγώ όλο το μεσημέρι προσπαθούσα
να βγάλω άκρη!”
“Ποιο
έμαθα; Για το κόσμημα; Εσύ πού το έμαθες;”
“Ποιο
κόσμημα, ρε Τάκη;”
Έκατσε
στην καρέκλα και έδεσε τα δάχτυλά του
στο τραπέζι. Ένιωθε πως ο χρόνος τον
στένευε όπως ένα φίδι σφικτήρας.
“Ας
τα πάρουμε από την αρχή. Εσύ τι ήθελες
να μου πεις”, τον ρώτησε προσπαθώντας
να διατηρήσει την υπομονή του.
“Ρώτησα
για τις συνθήκες θανάτου του μακαρίτη
του άντρα της κυρα-Μυρσίνας. Ο γιος και
η νύφη του κάλεσαν το ασθενοφόρο και
είπαν ότι ενώ έβλεπε τηλεόραση, σηκώθηκε
και έπεσε ξαφνικά κάτω. Απόγευμα ήταν.
Νεκροψία όπως σου είπα δεν έγινε... Είχε
πατήσει τα 92 ο μακαρίτης, όδευε για τα
93. Την επομένη τον έθαψαν.”
“Ο
γιος κι η νύφη τι έκαναν τότε εδώ;”
“Σε
διακοπές ήταν. Στο ίδιο σπίτι έμεναν.
Δυο – τρεις μέρες μετά την κηδεία
έφυγαν.”
“Κι
άφησαν τη μάνα μόνη”, ρώτησε ο αστυνόμος
Μακρής και ένιωσε να κοκκινίζει ολόκληρος
από την πίεση.
“Ναι,
έμειναν οι δύο κόρες με τους γαμπρούς
που είχαν έρθει για την κηδεία. Και πάλι
στο σπίτι. Θα έλεγες ότι μπορεί να έφυγαν
λόγω χώρου, ίσως να είχαν και δουλειές,
αλλά...”, ο Αριστείδης Βάδος κόμπιασε.
Είδε
πως ο παλιός του συνάδελφος πάλευε μέσα
του με την υποψία και την άρνησή της.
Δεν είπε τίποτα και απλά περίμενε να
συνεχίσει μόνος του. Ήξερε τι συνεπάγεται
η υποψία στις μικρές κοινωνίες. Ήξερε
πως από τη στιγμή που θα σπαρθεί,
εξαπλώνεται σαν την επιδημία.
Τελικά
το πήρε απόφαση και τελείωσε τη φράση
του:
“Αλλά
από τότε, Τάκη, ο γιος με τη νύφη φαίνεται
να μη έχουν ξαναπατήσει το πόδι τους
στο νησί, ενώ προηγουμένως έρχονταν
κάθε καλοκαίρι.”
Αναστέναξε
και κοίταξε τον παλιό του φίλο σα να τον
παρακαλούσε να διαψεύσει την υποψία
του. Ο αστυνόμος Μακρής χαμογέλασε ήρεμα
και άρχισε να του λέει για τα αποτελέσματα
του εργαστηρίου και το κόσμημα της
κυρα-Μυρσίνας.
Ένα
κοπάδι γλάροι πέταξαν περιμετρικά τους
και καθώς αργότερα χάθηκαν στον ορίζοντα,
το βλέμμα του Αριστείδη Βάδου τους
ακολούθησε. Ο Τάκης Μακρής ήξερε πως
αυτό το ζεστό απόγευμα του Αυγούστου
μαζί με τους γλάρους είχε χαθεί κάτι
πολύ πιο ουσιαστικό πάνω από τη θάλασσα.
Είχε χαθεί η εμπιστοσύνη του φίλου του
στη ζωή που είχε μάθει.
Πληροφορίες
για το γιο και τη νύφη της κυρα-Μυρσίνας
θα μπορούσαν να έχουν μόνο αύριο, Δευτέρα,
αλλά ο αστυνόμος Μακρής, έχοντας απολέσει
κάθε αίσθηση πίεσης πλέον, αποφάσισε
να ψάξει ενδελεχώς το σπίτι του θύματος.
Πήρε μαζί του δύο νεοσύλλεκτους του
Α.Τ. Σαμοθράκης. Ευκαιρία για εκπαίδευση,
σκέφτηκε.
Αν
και είχε νυχτώσει όταν έφτασαν στη Χώρα,
αντιλήφθηκε την κυρα-Μυρσίνα στο διπλανό
σπίτι. Η παρουσία τους την είχε
κινητοποιήσει, αλλά δεν το έδειξε. Τα
μικρά πλεχτά κουρτινάκια συνέχισαν να
καλύπτουν τα παράθυρα και η πόρτα
παρέμεινε εξίσου κλειστή.
Στο
πάντα τακτοποιημένο σπίτι του θύματος,
είχε αρχίσει πλέον να κατακάθεται σκόνη
στα έπιπλα. Θα έψαχναν για τα πάντα, αλλά
και για τίποτα συγκεκριμένο. Ό,τι μπορούσε
να τους δώσει περισσότερες πληροφορίες
για το θύμα. Ό,τι τους αποκάλυπτε ίσως
ένα κίνητρο για φόνο. Με τα δύο νεαρά
παιδιά που ήταν μαζί του δεν είχε
μοιραστεί τις υποψίες που πλέον
μοιράζονταν με τον Αριστείδη. Από την
κοπέλα ζήτησε να κοιτάξει τον υπολογιστή
του Αλεξέι και από το αγόρι να ψάξει
στην γκαρνταρόμπα και την κουζίνα. Ο
ίδιος είχε ως αρχή να ψάχνει πάντα μόνος
του το γραφείο, ή ό,τι αντίστοιχο γραφείου
υπήρχε στα σπίτια της εκάστοτε έρευνας.
Του άρεσε να αφουγκράζεται την τάξη του
καθενός και, μετά την έρευνα, να
επανατοποθετεί τα πράγματα όπως τα είχε
βρει. Για αυτόν ήταν ζήτημα σεβασμού
του προσωπικού χώρου του άλλου, αλλά
και προσωπικού του επαγγελματισμού.
Βρήκε
ισολογισμούς και τιμολόγια που πρέπει
να προέρχονταν από την εταιρεία του
Αλεξέι, εκτυπωμένα δρομολόγια μεταφορών,
καταστάσεις υπαλλήλων, τα πιο πολλά με
σφραγίδες υπουργείων ή άλλων υπηρεσιών
της Μολδαβίας, κάποιες εκτελωνιστικές
αποδείξεις από Ρωσία και Ουκρανία... Ο
μακαρίτης, σκέφτηκε, ήταν άνθρωπος που
έπαιρνε τη δουλειά μαζί του στις διακοπές.
Αυτό το επιβεβαίωνε και ο εκτυπωτής /
σκάνερ στην άκρη του γραφείου, ακόμα
συνδεδεμένος στην πρίζα. Τον αποσύνδεσε.
Φαντάστηκε τι θα βρει η νεαρή συνάδελφος
στον υπολογιστή: πληρωμές προς
διεκπεραίωση, έγγραφα προς εκτύπωση,
επαγγελματικές συνομιλίες...
Άνοιξε
το τελευταίο ράφι του γραφείου και βρήκε
μέσα μόνο ένα κουτί. Το άνοιξε και
αντίκρισε μία σειρά από επιστολικούς
φακέλους, χωρίς αποστολέα και παραλήπτη.
Άνοιξε τον πρώτο. Дорогая моя... Το
γράμμα συνέχιζε με καλλιγραφικούς
χαρακτήρες για σχεδόν μία σελίδα. Ρώσικα,
είπε στον εαυτό του αφού σε αντίθεση με
όλα τα προηγούμενα έγγραφα που είχε
εξετάσει τόση ώρα, σε αυτό εδώ καταλάβαινε
τα γράμματα, τον σχηματισμό των λέξεων·
αλλά όχι πολλά παραπάνω. Εκείνη τη στιγμή
μετάνιωσε που τόσα χρόνια στη Θεσσαλονίκη,
παρά τις πολλές ευκαιρίες που του είχαν
δοθεί, δεν έμαθε τη γλώσσα. Έτρεξε το
βλέμμα του στη σελίδα καταλαβαίνοντας
ελάχιστα. Στο τέλος υπέγραφε ο ίδιος ο
Αλεξέι Ντουμπρώφ πάντως και είχε
ημερομηνία 30.07.2019.
Άνοιξε
το επόμενο. Дорогая моя... Αλεξέι
Ντουμπρώφ, 31.08.2018.
Άνοιξε
το μεθεπόμενο. Дорогая
моя... Αλεξέι
Ντουμπρώφ, 30.07.2018.
Τα
άνοιξε όλα. Ίδια εισαγωγή, ίδια υπογραφή,
έκταση μίας σελίδας, και ημερομηνίες
που έφταναν ως τις 30.07.2015 καθοδικά.
Γράμματα που δεν στάλθηκαν ποτέ. Ένα
για κάθε μήνα που περνούσε στη Σαμοθράκη
από το 2015... Πέντε.
Απ’ όταν
έφυγε ο άντρας μου.
Πέντε
χρόνια που ο Αλεξέι κρατούσε συντροφιά
κάθε
καλοκαίρι απόγευμα στην κυρα-Μυρσίνα,
αλλά έξι χρόνια που είχε πεθάνει ο άντρας
της. Δεν ήξερε αν είχε αποφύγει σκόπιμα
να του πει ή
αν δεν το γνώριζε πως
μετά τον θάνατο του άντρα της, στις
10.08.2014,
ο Αλεξέι είχε
νοικιάσει
για να μείνει
ένα τροχόσπιτο κοντά στη θάλασσα στην
άλλη άκρη του νησιού. Δεν είχε αλλάξει
ωστόσο ημερομηνία αναχώρησης. Είχε
φύγει στις 31 Αυγούστου 2014. Αυτό,
γνωρίζοντας τα στοιχεία του, ήταν εύκολο
να το εντοπίσουν.
Κοίταξε
το ρολόι χειρός του. Κόντευε 11 το βράδυ.
Πήγε να συναντήσει τα άλλα δύο μέλη της
ομάδας του που
συνέχιζαν να ψάχνουν μες στο σπίτι,
ενώ καλούσε στο τηλέφωνο τη Ρένα.
“Αστυνόμε,
δεν σε είχα για βραδινό τύπο.”
Μισή
ώρα μετά καθόταν στο καφενείο των Θέρμων
με την ιατροδικαστή.
“Ρένα,
θέλω μία χάρη”, της είπε σοβαρά.
“Οτιδήποτε.”
“Εσύ
στη Ρουμανία έμαθες ρώσικα, καλά δεν
θυμάμαι;”
“Στη
Ρουμανία πολλά έμαθα” απάντησε μεταξύ
σοβαρού και αστείου. “Και ρώσικα.”
“Θέλω
να διαβάσεις κάποια γράμματα και να μου
τα μεταφράσεις. Έστω περιληπτικά.”
“Τώρα;”
“Κερνάω
ό,τι πίνεις όσες φορές θες.”
Έτεινε
το χέρι της χαμογελώντας. Έπινε μία
ζεστή σοκολάτα. Ο αστυνόμος Μακρής
παρήγγειλε ένα τσάι του βουνού και
βυθίστηκαν στις εξομολογήσεις που ο
Αλεξέι Ντουμπρώφ πρέπει να είχε αποφασίσει
να μη δουν ποτέ το φως της μέρας.
Παράταιρες
μουσικές έδεναν στον αέρα, ερχόμενες
από τα μαγαζιά του Θέρμων και από την
πλατεία του χωριού. Στην μείξη τους
ξεχώριζαν το κελαριστό νερό από το ρυάκι
σχεδόν δίπλα τους και οι ευχάριστες
φωνές από παρέες που πηγαινοέρχονταν.
Για ακόμα μία φορά, ο αστυνόμος Μακρής
στιγμιαία σκέφτηκε πως όδευε προς το
τέλος του κόσμου, προς την χάση του
φεγγαριού.
Δύο
ώρες μετά είχε μάθει πολλά, αλλά κυρίως
είχε επιβεβαιώσει πως όσοι ζουν μόνοι
φεύγουν και μόνοι. Μία πικρή συμπάθεια
είχε αρχίσει να σχηματίζεται μέσα του
για τον Αλεξέι Ντουμπρώφ, καθώς και η
βεβαιότητα πως πλησίαζε τον δολοφόνο.
Την
επόμενη μέρα βρήκε τον Αριστείδη Βάδο
σε αναμμένα κάρβουνα και κατάλαβε πως
του είχε μεταδώσει οριστικά το μικρόβιο
της εξιχνίασης.
“Πού
είσαι τόσες ώρες, Τάκη; Από το πρωί σε
ψάχνω!”
“Κοιμήθηκα
αργά”, απάντησε χαλαρά ο Τάκης Μακρής.
“Μου μετέφραζε η Ρένα τις ερωτικές
επιστολές του Αλεξέι Ντουμπρώφ”,
συνέχισε και του έριξε ένα πονηρό
χαμόγελο.
Τον
κοίταξε απορημένος και στην θέαση του
πονηρού του ύφους αναγνώρισε κάτι από
την παλιά τους συνεργασία. Από την παλιά
τους φιλία...
“Ας
τα βάλουμε κάτω, λοιπόν”, είπε ο Αριστείδης
Βάδος ενθουσιασμένος, περισσότερο από
την τωρινή συνεργασία τους παρά από την
έκβαση της υπόθεσης.
Αργά
το μεσημέρι χτυπούσαν την πόρτα της
κυρα-Μυρσίνας. Άνοιξε και στην θέα και
των δυο τους μαζί, ξαφνιάστηκε.
“Τι
συνέβη; Τι θέλετε;”
“Μπορούμε
να περάσουμε μέσα”, ρώτησε με ένα
αστραφτερό χαμόγελο ο αστυνόμος Μακρής.
“Ναι,
φυσικά...”, είπε και παραμέρισε απρόθυμα.
“Να σας προσφέρω κάτι”, ρώτησε αφού
κάθισαν.
“Όχι,
ευχαριστούμε”, απάντησε ο αστυνόμος
Βάδος.
“Καθίστε
και εσείς καλύτερα”, τον συμπλήρωσε ο
παλιός του συνάδερφος.
Η
κυρα-Μυρσίνα κάθισε κοιτάζοντας μία
τον ένα και μία τον άλλο, αδυνατώντας
πλέον να κρύψει την ανησυχία της.
“Θέλουμε
να σας κάνουμε κάποιες ερωτήσεις και
να μας απαντήσετε ειλικρινά”, ξεκίνησε
ο αστυνόμος Μακρής.
“Θα
διατηρήσουμε ύφος απλής συζήτησης”,
εξήγησε περισσότερο ο αστυνόμος Βάδος.
“Βεβαίως,
πείτε μου...”
“Όταν
πέθανε ο μακαρίτης ο κυρ-Σπύρος, ο γιος
και η νύφη σας ήταν εδώ, σωστά;”
“Μάλιστα,
παιδί μου, εδώ”, απάντησε σφιγμένη προς
τον αστυνόμο Βάδο.
“Διακοπές”,
ρώτησε ο αστυνόμος Μακρής.
“Ναι...
Αύγουστος ήταν...”
“Έφυγαν
όμως αμέσως μετά την κηδεία”, επέμεινε.
“Γιατί σας άφησαν μόνη σε τέτοια
κατάσταση;”
“Δεν
ήμουνα μόνη”, σχεδόν διαμαρτυρήθηκε.
“Ήταν εδώ οι κόρες, οι γαμπροί μου!”
“Και
έκτοτε;”
“Έκτοτε,
τι;”
“Πότε
ήρθαν να σας επισκεφτούν ξανά;”
Την
σκυτάλη είχε πάρει τώρα ο Αριστείδης
Βάδος. Αν και σε έναν εξωτερικό παρατηρητή
θα φαινόταν ότι οι ατάκες τους ήταν
μελετημένες, κανονισμένο ποιος θα πει
τι, στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι.
Ήταν το παράγωγο μίας χρόνιας συνεργασίας
που, αν και είχαν σχεδόν τρεις δεκαετίες
να ειδωθούν, ακόμα απέδιδε καρπούς.
Φανερά
αποσυντονισμένη από την εναλλαγή των
ερωτήσεων, η κυρα-Μυρσίνα του απάντησε:
“Δεν
έτυχε να ξανάρθουν... Το είπα και στον
άλλο αστυνόμο, έτσι είναι τα παιδιά...
Άλλωστε, μιλάμε στο τηλέφωνο.”
“Δε
μου αναφέρατε όμως ότι είχαν να έρθουν
από τον θάνατο του άντρα σας”, ξαναμπήκε
στην κουβέντα ο Τάκης Μακρής. “Αλλά, δε
μας ενδιαφέρει αυτό κυρίως. Μάθαμε πως
ο γιος σας είναι εμπορικός αντιπρόσωπος.
Και η νύφη σας κάνει επιμέλειες βιβλίων,
κυρίως από τα ρώσικα.”
“Ναι,
έτσι είναι. Αλλά τι σχέση έχουν οι
δουλειές των παιδιών;”
“Πού
είναι τώρα ο γιος σας, γνωρίζετε; Είπατε
μιλάτε στο τηλέφωνο.”
“Με
τον γιο μου έχω πάνω από εβδομάδα να
μιλήσω. Η νύφη μου με πήρε λίγες μέρες
πριν και μου είπε ότι λείπει σε
επαγγελματικό ταξίδι.”
“Πότε
σας πήρε ακριβώς;”
“Μα,
πού να θυμάμαι ακριβώς, μεγάλη γυναίκα
είμαι... Δεν θα ‘ναι εβδομάδα.”
Οι
δύο αστυνόμοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
“Μήπως
όταν σας πήρε σας ρώτησε και για τη
δολοφονία του γείτονά σας”, ρώτησε
φαινομενικά αδιάφορα ο αστυνόμος Βάδος.
Η
κυρα-Μυρσίνα τον κοίταξε ευθέως στα
μάτια και, προς στιγμήν, ο Τάκης Μακρής
νόμισε πως διέκρινε να την διακατέχει
μίσος.
“Και
τι είναι η νύφη η δική μου; Καμία αργόσχολη
για να ρωτάει για τον έναν και τον άλλον;
Είπαμε δέκα λεπτά τα νέα μας και το
κλείσαμε το τηλέφωνο!”
“Πάντως
η νύφη σας, κυρία Μυρσίνη, σίγουρα δε
γνωρίζει πού βρίσκεται ο άντρας της”,
ξεστόμισε ο αστυνόμος Μακρής ενώ την
παρατηρούσε εξονυχιστικά. Αυτό ήταν το
πιο κομβικό σημείο της κουβέντας τους.
Ήξεραν πως η νύφη της, όπως και τα παιδιά
της, όντως δε γνώριζαν ότι ο άντρας της
είχε πάρει άδεια από τη δουλειά του.
Είχε ετοιμάσει τα πράγματά του όπως
κάθε άλλη φορά που έφευγε σε επαγγελματικό
ταξίδι και τους είχε πει πως πάει
Καλαμάτα· με
τρένο από την Κομοτηνή ως την Αθήνα και
από εκεί με λεωφορείο. Μόνο που δεν είχε
κάνει τίποτα από όλα αυτά. Το βλέμμα της
κυρα-Μυρσίνας είχε αδειάσει και για
μερικά δευτερόλεπτα ο αστυνόμος Μακρής
φοβήθηκε πως διάβαζε τη σκέψη του. Αλλά
έμεινε σιωπηλή, και έτσι αναγκάστηκε
να συνεχίσει ο ίδιος:
“Κυρία
Μυρσίνη, από το πρωί της περασμένης
Δευτέρας ο γιος σου αγνοείται. Στη
γυναίκα και τα παιδιά του είπε πως λόγω
φόρτου εργασίας δεν θα έχει πολύ χρόνο
για να επικοινωνούν. Αλλά μέσα σε μία
εβδομάδα μετά βίας έχει απαντήσει δύο
φορές στα μηνύματά τους.”
Το
βλέμμα της παρέμεινε άδειο. Πλέον εστίαζε
σε ένα αόρατο κενό.
“Και
αγνοείται και κάτι ακόμα μαζί με τον
γιο σας”, είπε τώρα ο Αριστείδης Βάδος
ενώ σηκώθηκε να περπατήσει στο μικρό
σαλονάκι. Σταμάτησε μπροστά από μία
κιτρινισμένη φωτογραφία. “Αγνοείται
και το κόσμημα που είχατε δωρίσει στη
νύφη σας για το γάμο”, εξήγησε έχοντας
την πλάτη του γυρισμένη στην συνομιλήτριά
του και εξετάζοντας το κόσμημα στη
φωτογραφία. “Αλήθεια,
τι σχέση είχε η νύφη σας με το θύμα;”
Αυτά
που εκτυλίχθηκαν τα επόμενα δευτερόλεπτα
δεν τα πρόλαβε. Γύρισε ακούγοντας τον
θόρυβο και βρήκε τον παλιό του συνάδελφο,
τον Τάκη Μακρή, να στηρίζει γονατιστός
το πεσμένο, μικροκαμωμένο κορμί της
κυρα-Μυρσίνας. Μισή ώρα αργότερα το
προσωπικό του ασθενοφόρου διαπίστωνε
τον θάνατό της. Ανακοπή, είπαν. Κοντά
στα 90. Σαν τον άντρα της. Ξεκουράστηκε...
“Ήξερε;”
“Δεν ήξερε τελικά.
Το υποψιαζόταν όμως.”
“Και εμείς...”
Ο Αριστείδης Βάδος
δεν τελείωσε τη φράση του. Ο αστυνόμος
Μακρής έβλεπε από ώρα τον φίλο του να
βασανίζεται μόνος με τις σκέψεις του.
Ήθελε να τον βγάλει από αυτή τη διαδικασία,
ήξερε πόσο επώδυνη μπορεί να γίνει.
“Εμείς κάναμε τη
δουλειά μας, Αριστείδη. Και εκείνη
επέλεξε να μην παίξει άλλο ρόλο σε αυτή
την ιστορία.”
Χτύπησε η πόρτα
του γραφείου και η υπαστυνόμος Β’ μπήκε
μέσα.
“Ειδοποιήθηκαν
οι κόρες και η νύφη της. Αλλά από το
γραφείο τελετών θέλουν να επικοινωνήσουν
άμεσα με κάποιον από εδώ για τα
διαδικαστικά. Ξέρετε αν υπάρχουν άλλοι
συγγενείς;”
Αυτό φάνηκε να
βγάζει για λίγο τον αστυνόμο Βάδο από
τις σκέψεις του, αφού βυθίστηκε σε νέα
περισυλλογή. Το καλό του να ζεις τόσα
χρόνια στην ίδια κοινωνία, σκέφτηκε ο
αστυνόμος Μακρής. Δυνητικά τους γνωρίζεις
όλους.
“Ο μακαρίτης ο
κυρ-Σπύρος έχει έναν πρώτο ξάδερφο,
αρκετά νεώτερο. Αυτός είχε αναλάβει
και...”
Εκείνη την ώρα η
πόρτα ξανάνοιξε, αλλά χωρίς χτυπήματα
και ευγένειες.
“Αριστείδη, αγόρι
μου, πώς να την ετοιμάσω τη μακαρίτισσα;
Τα παιδιά της λένε έρχονται, αλλά δεν
επικοινωνούν για τίποτα άλλο. Για πότε
να την ετοιμάσω καταρχάς; Για αύριο; Για
μεθαύριο; Πρέπει κάποιος να κλείσει και
την εκκλησία! Πώς θα γίνουν όλα αυτά;
Μα, δεν έχουν καμία συναίσθηση πλέον οι
άνθρωποι της πόλης; Εκεί δηλαδή τι
κάνουν; Τους πετάνε όπου βρουν; Α, όχι,
εγώ είμαι επαγγελματίας και...”
“Μαρία”, κατάφερε
επιτέλους να τη διακόψει ο αστυνόμος
Βάδος. Η ιδιοκτήτρια του γραφείου τελετών
μόνο τότε έδειξε να αντιλαμβάνεται την
παρουσία των άλλων δύο στο δωμάτιο,
καθώς και τα επικριτικά τους βλέμματα.
“Μαρία, τώρα μόλις έλεγα στους συναδέρφους
πως ίσως καταλληλότερος είναι ο ξάδερφος
του Σπύρου...”
“Ποιος; Ο Αλέκος;
Ο Αλέκος έχει βγει στ’ ανοιχτά με το
καΐκι πάνω από βδομάδα! Πάνε βρες τον!
Κι έχουν πεθαίνει κι όλοι οι άλλοι
συγγενείς τους που ‘μεναν εδώ. Εγώ τους
έθαψα για!”
“Φαντάζομαι ο
Αλέκος θα καταλάβει την κρισιμότητα
της κατάστασης και θα επιστρέψει. Θα
προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί
του μέσω ασυρμάτου...”
“Αγόρι μου καλό,
ο Αλέκος δεν πρόκειται να ασχοληθεί να
θάψει την κυρα-Μυρσίνα! Της είχε κόψει
την καλημέρα από τότε που ξεκίνησε τα
κολλητιλίκια με τον Μολδαβό! Κι αυτή
όμως δεν ντράπηκε καθόλου να...”
“Μα, γιατί κάθεστε
όρθια τόση ώρα; Καθίστε να σας κεράσουμε
κάτι”, διέκοψε ευγενικά ο αστυνόμος
Μακρής. Στην μεσήλικη ιδιοκτήτρια του
γραφείου τελετών ο Τάκης Μακρής είδε
το αγαπημένο του είδος μάρτυρα·
άνθρωπο απλό και πολυλογά. Και από ό,τι
φαινόταν, θα είχε πολλά και ενδιαφέροντα
να τους πει...
“Αστυνόμος Τάκης
Μακρής”, της συστήθηκε για να ικανοποιήσει
την περιέργεια που εκείνη την ώρα
ξεχείλιζε από το βλέμμα της. “Είχα
υπηρετήσει παλαιότερα εδώ και τώρα έχω
έρθει να συνδράμω στην έρευνα”, της
έτεινε το χέρι.
“Μα, δεν σας θυμάμαι.
Έλειπα από το νησί και επέστρεψα μόλις
το 2000 για να αναλάβω την οικογενειακή
επιχείρηση!”
“Λογικό”, της
απάντησε ενώ ολοκλήρωναν τη χειραψία
τους. Γύρισε και κοίταξε τον φίλο του,
ο οποίος κοιτούσε σαν χαμένος τη σκηνή
που εξελισσόταν μπροστά του. Του έριξε
εκείνο το κρυφό, πονηρό χαμόγελο που
είχαν για να συνεννοούνται μεταξύ τους
άλλοτε. “Λοιπόν, τι θα πιούμε; Νομίζω
ένα καφεδάκι μας χρειάζεται, αφού η
νύχτα διαγράφεται μεγάλη μπροστά μας.”
Η ώρα έφτανε στο
σούρουπο, αλλά και οι δύο αστυνόμοι
καταλάβαιναν πως το βράδυ θα ήταν
πολυάσχολο. Εκείνη τη στιγμή, δε μπορούσαν
να φανταστούν πόσο.
“Ένα ελληνικό
ξανθό σκέτο θα τον έπινα, σας ευχαριστώ
αστυνόμε!”
“Και για εμάς δύο
σκούρους, αν γίνεται”, είπε και έκανε
νόημα στην υπαστυνόμο, η οποία φάνηκε
να ανακουφίζεται που δεν θα άκουγε άλλο
τα λογύδρια της έκτακτης μουσαφίρισσας
του Α.Τ.
“Αμέσως”, είπε
και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
“Θα πρέπει να είναι
πολύ δύσκολη η δουλειά σας κάτω από
τέτοιες συνθήκες...”
“Δεν φαντάζεστε
κύριε Τάκη μου τι τραβάω! Αφήστε το άλλο,
που έχει και ο καθένας απαιτήσεις και
σου λέει...”
“Μα, ναι, σας
καταλαβαίνω. Εννοώ βέβαια την πλήρη
απουσία συγγενών στην περίπτωσή μας.
Μα, είστε σίγουρη πως δεν υπάρχει λόγος
να επικοινωνήσουμε με τον ξάδερφο;”
“Τον Αλέκο; Ο Αλέκος
δεν πρόκειται ούτε στην κηδεία να έρθει!
Να μου το θυμηθείτε! Ποια κηδεία, δηλαδή,
ούτε στα σαράντα!”
“Μα, απ’ όσο
καταλαβαίνω, ήταν γενιά με τη μακαρίτισσα.”
“Αχ, κύριε Τάκη
μου, τα λέτε αυτά γιατί δεν έχετε ακούσει
όσα εγώ.”
Η πόρτα άνοιξε και
οι τρεις καφέδες μπήκαν μέσα. Πάνω στην
ώρα, σκέφτηκε ο αστυνόμος Μακρής και
για ακόμα μία φορά έριξε το συνθηματικό
βλέμμα στον συνάδελφό του. Τώρα τα
πράγματα θα έρρεαν από μόνα τους. Ο
Αριστείδης Βάδος, που στο μεταξύ είχε
καταλάβει ότι ο φίλος του είχε αντιληφθεί
το “λαβράκι”, καθόταν και παρακολουθούσε
τη συζήτηση ως αόρατο ακροατήριο.
Ήπιε δυο γουλιές
από τον καφέ της, τη μιμήθηκαν και οι
δυο τους, και συνέχισε να μιλάει:
“Ο Αλέκος με τον
κυρ-Σπύρο τον μακαρίτη ήταν πρώτα
ξαδέρφια, πολύ δεμένοι. Ο Αλέκος ήταν
άτυχος στην αρχή της ζωής του. Οι γονείς
και η αδερφή του σκοτώθηκαν στη φωτιά
που έπιασε το σπίτι τους στα Αλώνια από
την ξυλόσομπα. Αυτός, παιδί ακόμα, είχε
ξεμείνει λόγω χιονιά στο σπίτι του
Σπύρου στη Χώρα, που τότε ήταν ήδη
παντρεμένος με τη Μυρσίνα αλλά χωρίς
παιδιά ακόμα. Ξεσηκώθηκαν και τα δυο
χωριά, αλλά ούτε οι γείτονες δεν τους
πρόλαβαν. Το χιόνι είχε φτάσει ένα μέτρο
εκείνο το βράδυ και τη φωτιά την πήραν
χαμπάρι όλοι αργά. Όταν έφτασε ο Σπύρος
με τον Αλέκο στα Αλώνια, το σπίτι ήταν...”,
ήπιε μία γουλιά ακόμα από τον καφέ της,
“στάχτη και μπούλμπερη κανονικότατα!”
Ο αστυνόμος Μακρής
άκουγε πρώτη φορά αυτή την ιστορία. Ο
αστυνόμος Βάδος θυμόταν να την έχει
ξανακούσει αρκετά παλιά, αλλά δεν είχε
συνδυάσει τα πρόσωπα με την υπόθεσή
τους.
“Το παιδί το πήρε
και το μεγάλωσε ο Σπύρος. Οπότε,
καταλαβαίνετε, τον είχε σαν δεύτερο
πατέρα του. Είχαν και 20 χρόνια διαφορά.
Και στα πρώτα του βήματα με το καΐκι,
εκείνος τον βοήθησε οικονομικά. Σε όλα.
Ξέρετε, ήταν ευκατάστατη οικογένεια ο
Σπύρος με τη Μυρσίνα.”
Εξού και το πλουμιστό
κόσμημα, σκέφτηκε ο αστυνόμος Μακρής
και η κιτρινισμένη φωτογραφία με αυτό
που πλέον σίγουρα θεωρούσαν όπλο του
εγκλήματος άστραψε στα μάτια του. Τη
διέκοψε ευγενικά:
“Άρα ο θάνατος του
Σπύρου θα τον λύγισε τον Αλέκο. Βέβαια,
εντάξει, ήταν και μεγάλος άνθρωπος ο
μακαρίτης...”
“Μεγάλος άνθρωπος!
Μια χαρά κρατιόταν! Στα ζώα πήγαινε
ακόμα για! Μόνο που κανένα απόγευμα, αν
ήταν διαθέσιμος ο Αλέκος, τον βοηθούσε
κι αυτός. Ειδικά αν έπρεπε να πιάσουν
τα κατσίκια που είχαν ξεφύγει σε
απόκρημνες πλαγιές. Έτσι έγινε.”
Σταμάτησε και ήπιε
και άλλη γουλιά. Ξέρει να διατηρεί το
σασπένς, σκέφτηκε ο Τάκης Μακρής.
“Εκείνο το απόγευμα
είχαν πάει στα βοσκοτόπια ο Σπύρος με
τον Αλέκο. Είχε κάνει ένα γερό μπουρίνι
τις προηγούμενες μέρες και τα ζώα είχαν
σκορπίσει. Κάποια κατσίκια έφτασαν
μέχρι τον Βρυχό για. Ο κυρ-Σπύρος βέβαια
δε μπορούσε να φτάσει εκεί πάνω. Ντάξει,
καλά κρατιόταν, αλλά στο βράχο εκείνο
ν’ ανέβεις είναι κομμάτι ζόρικο.
Τακτοποίησε όσα μπορούσε και γύρισε
σπίτι να πει στο γιο του να πάει να βρει
τον Αλέκο να κατεβάσουν τα υπόλοιπα ζώα
μαζί. Το παιδί έφυγε, αλλά...”
Κι άλλη γουλιά.
Αυτή έπρεπε να γράψει μυθιστόρημα,
σκέφτηκε ο αστυνόμος Μακρής.
“Αλλά τον Αλέκο
δεν πρόλαβε να τον βρει. Βρήκε πρώτα τη
γυναίκα του με τον Αλεξέι σε μια από τις
σπηλιές του βράχου! Ο Αλέκος τους εντόπισε
από τις φωνές και τους χώρισε. Τον γύρισε
με το ζόρι σπίτι, αλλά το παιδί πήρε το
κυνηγετικό του πατέρα του και είπε θα
τον σκοτώσω τον άτιμο. Τον Αλεξέι
μόνο, όχι τη γυναίκα του. Πάνω εκεί ο
κυρ-Σπύρος έπαθε την ανακοπή.”
Τελείωσε ήσυχα τον
καφέ της, σα να επιβράβευε τον εαυτό της
για τη μαεστρία με την οποία είχε
εξιστορήσει τα καθέκαστα. Οι δύο αστυνόμοι
κοιτάχτηκαν. Ο Τάκης έκανε νόημα στον
Αριστείδη και ο τελευταίος ρώτησε:
“Εμείς μάθαμε πως
τηλεφώνησαν και ο γιος και η νύφη από
το σπίτι λέγοντας πως ο κυρ-Σπύρος έβλεπε
τηλεόραση, σηκώθηκε και έπεσε κάτω.”
“Όχι, όχι”, τον
διέψευσε βεβαία η Μαρία που τώρα είχα
βαλθεί να ανακατεύει το κατακάθι του
καφέ της κουνώντας κυκλικά στο χέρι της
το φλιτζανάκι. “Η νύφη τους ήρθε
κατευθείαν στην κηδεία. Με κάτι μαύρους
κύκλους κάτω από τα μάτια που όλοι
νόμιζαν πως πέρασε το βράδυ μοιρολογώντας
τον πεθερό της. Αμ, δε! Το βράδυ δε ξέρω
πού το πέρασε, αλλά αμφιβάλλω πως όλο
το κλάμα και η στεναχώρια ήταν γι’
αυτόν.”
“Κυρία Μαρία”,
είπε τώρα ο αστυνόμος Μακρής, “δε μας
είπατε όμως, όλα αυτά εσείς πώς τα
μάθατε;”
Για πρώτη φορά
χαμογέλασε πικρά και τα μάτια της έδειξαν
θλίψη.
“Σας είπα πως τα
της κηδείας τα κανόνισε όλα ο Αλέκος.
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, ενώ ετοίμαζα
τον νεκρό, ο Αλέκος μέθυσε. Έπινε ώρες
ολόκληρες τσίπουρα. Εκείνος τον ξενύχτησε
πραγματικά. Κάποια στιγμή, ανάμεσα στα
δάκρυα και τη μέθη του, μου τα είπε όλα.
Όπως ακριβώς έγιναν! Όλα! Πως ο Χρηστάκος,
ο γιος του κυρ-Σπύρου, ήξερε πως η γυναίκα
του πού και πού πήγαινε για κανένα καφέ
με τον Αλεξέι, συμπάθεια που μιλούσαν
και οι δύο ρώσικα. Πού να φανταστεί το
παιδί ότι επί τέσσερα χρόνια... Βλέπεις,
πριν απ’ αυτό έρχονταν κάθε καλοκαίρι
στο νησί. Εκείνο το απόγευμα του είχε
πει πως θα πήγαινε για περίπατο στη
Βίγλα πίσω απ’ τη Χώρα.”
Σταμάτησε. Ξαφνικά
το βλέμμα της σοβάρεψε και κοίταξε και
τους δυο κατάματα.
“Την
επόμενη μέρα, πριν την κηδεία, ξεμέθυστος
πια ο Αλέκος, μ’ όρκισε να μην πω τίποτα
σε κανέναν, ποτέ. Και δεν είπα. Μέχρι
σήμερα.”
Ο
αστυνόμος Μακρής σηκώθηκε, πήρε από το
γραφείο τον διαφανή φάκελο με το σημείωμα
που είχαν βρει στο σπίτι του θύματος
και της το έδειξε.
“Ποιος
πιστεύετε ότι σκότωσε τον Αλεξέι
Ντουμπρώφ;”
Το
επεξεργάστηκε και μετά από μία παύση
του είπε:
“Αστυνόμε,
ο Αλεξέι ας μην ξαναρχόταν στην Σαμοθράκη.
Μόνο κακό έχει κάνει σ’ αυτή την
οικογένεια!”
Επέστρεψε
το σημείωμα στο γραφείο και είπε στον
Αριστείδη:
“Πάρε
τηλέφωνο το λιμενικό.”
Έπειτα,
γυρνώντας και πάλι στη συνομιλήτριά
του, συνέχισε:
“Σας
ευχαριστούμε πολύ για τις πληροφορίες.
Μας βοηθήσατε πάρα πολύ. Καταλαβαίνω
πως πρέπει να επιστρέψετε στη δουλειά
σας. Ελπίζω να καταλαβαίνετε κι εσείς,
όμως, πως είναι απαραίτητο να ζητήσω
από την υπαστυνόμο να σας συνοδέψει.
Σας υπόσχομαι πως θα είναι διακριτική.
Απλά, βλέπετε, υπάρχουν κάποιες
επικοινωνίες που δεν μπορούμε να
επιτρέψουμε να γίνουν απόψε.”
“Από
το λιμενικό μας ενημέρωσαν πως το καΐκι
Τερψιθέα ξεκίνησε Δευτέρα πρωί για
Μαρώνεια, όπου και παρέμεινε μερικές
ώρες και επέστρεψε Σαμοθράκη. Είχε
δηλώσει παραλαβή αλιευτικού εξοπλισμού.
Έπειτα απέπλευσε τις πρώτες πρωινές
ώρες της προηγούμενης Τρίτης από το
λιμάνι της Καμαριώτισσας για να ξανοιχτεί
για ψάρεμα κι έκτοτε έχει μείνει στη
θάλασσα. Έχει δηλωμένους μέσα τον ίδιο
τον Αλέκο και τρεις ακόμα υπαλλήλους.”
“Έφτασε
δηλαδή στη Μαρώνεια την ίδια μέρα που
ο Χρήστος ξεκινούσε για το υποτιθέμενο
επαγγελματικό του ταξίδι, βρήκε εκείνος
τρόπο να φτάσει ως εκεί από την Κομοτηνή
χωρίς να τον καταλάβει κανείς, τον
παρέλαβε προφανώς το καΐκι, κατέπλευσε
στην Σαμοθράκη κατευθείαν και λίγες
ώρες μετά τον φόνο έφυγε και πάλι.
Προηγούμενη Τρίτη με σήμερα Δευτέρα,
έχει μία βδομάδα καθαρή μέσα”, υπολόγισε
ο αστυνόμος Μακρής θέτοντας τις
πληροφορίες του Αριστείδη Βάδου υπό το
πρίσμα της υπόθεσής τους. “Μάλιστα, και
το στίγμα του τώρα πού είναι;”
“Πάνω
από τη Λήμνο.”
“Να
σε ρωτήσω κάτι, ρε Αριστείδη; Ποιο καΐκι
μένει τόσες μέρες στη θάλασσα;”
Ο
συνάδελφός του, βλέποντας από το παράθυρο
το σχεδόν γεμισμένο φεγγάρι να προβάλει
πίσω από το βουνό,
συμπλήρωσε:
“Και
ποιος ψαρεύει με τέτοιο φεγγάρι;”
“Πάμε!”
Η
θάλασσα είχε βγάλει μποφόρ. Βγαίνοντας
στη νότια πλευρά του νησιού και μέχρι
να προσεγγίσουν τη Λήμνο, η καταδίωξη
του Λιμενικού Σαμοθράκης δυσκολεύτηκε.
Τα άλλα δύο λιμενικά σκάφη που είχαν
ζητήσει ως ενισχύσεις από τη Λήμνο,
όντας κάπως μεγαλύτερα, φαίνονταν να
πλέουν πιο σταθερά. Είχαν ορίσει σημείο
συνάντησης μερικά μίλια μακριά από το
Τερψιθέα, το οποίο στα ραντάρ όλων
φαινόταν σταματημένο έξω από την Πλάκα.
Συντόνισαν τις θέσεις και τις ταχύτητές
τους προκειμένου στα επόμενα15 λεπτά να
το έχουν κυκλώσει.
Καθώς
πλησίαζαν, ο αστυνόμος Μακρής ήταν
βέβαιος πως και τους προβολείς να μην
άναβαν, με τέτοιο φεγγάρι οποιοσδήποτε
ήταν στο κατάστρωμα θα μπορούσε να τους
ξεχωρίσει από μακριά.
Δεν
είχε άδικο. Όταν πλέον αποβιβάστηκαν
στο καΐκι είδαν τον Χρήστο να τους
περιμένει μόνος, καπνίζοντας αμίλητος.
Δεν έδειξε καμία προσπάθεια αντίστασης.
Παραδόθηκε σχεδόν από μόνος του. Ο
αστυνόμος Μακρής παρατήρησε πως στο
καΐκι υπήρχαν δίχτυα ξεπλεγμένα αλλά
όχι ψάρια.
Τότε
ο Αλέκος ξεπρόβαλε από μία από τις
κάμαρες προσωπικού. Ο αστυνόμος Μακρής
σκέφτηκε πως αυτό το αξύριστο και
αγριεμένο πρόσωπο του ήταν οικείο. Τον
θυμόταν από παλιά. Το ίδιο και εκείνος.
“Αστυνόμε”,
τον χαιρέτησε, “σας παρακαλώ αφήστε με
να επιστρέψω το πλήρωμά μου στην
Καμαριώτισσα. Αυτοί δεν είχαν καμία
ανάμειξη. Είχα συνεννοηθεί με μία τράτα
από τη Λήμνο και ερχόταν και έπαιρνε τη
ψαριά τις προηγούμενες μέρες και την
προωθούσε στην εκεί αγορά. Τους είπα
στο καΐκι πως η συμφωνία ήταν πιο
συμφέρουσα απ’ το να τα επιστρέφαμε
όλα Σαμοθράκη. Δεν ίσχυε κάτι τέτοιο,
βέβαια...”. Χαμήλωσε το βλέμμα του, αλλά
το πρόσωπό του παρέμεινε σκληρό. “Χρόνο
προσπαθούσα να κερδίσω χωρίς να με
καταλάβουν.”
“Χρόνο
έως ότου τι;”
Κάποιοι
από το πλήρωμα είχαν βγει τώρα και
αγουροξυπνημένοι ρωτούσαν τι συνέβαινε,
γιατί το λιμενικό μας κάνει έφοδο.
“Έως
ότου κλείνατε την υπόθεση ως ανεξιχνίαστη”,
του είπε με πικρία. “Εγώ θα γυρνούσα
απ’ τ’ ανοιχτά και ο Χρήστος από την
Καλαμάτα. Εξάλλου εκείνος είχε πάρει
10 μέρες άδεια. Είχαμε ακόμα χρόνο.”
“Και
τότε γιατί σταματήσατε; Γιατί παραδόθηκε;”
“Με
ειδοποίησαν για τη Μυρσίνα από το χωριό.
Τότε σήκωσε και ο Χρήστος το κινητό του.
Η γυναίκα του τού είπε το ίδιο·
η μάνα του είχε πάθει ανακοπή. Είπαν κι
άλλα και κατάλαβε πως η αστυνομία την
είχε πλησιάσει. Απαίτησε να της πει πού
πραγματικά ήταν. Η Μαρίνα δεν ήξερε
τίποτα. Ναι, απολύτως τίποτα. Αλλά στη
σχέση τους πλέον δεν τα πήγαιναν καλά...”
Έκανε
μία παύση και τα μάτια του καρφώθηκαν
στο φεγγάρι. Έτριψε την αλμύρα στα γένια
του και συνέχισε:
“Είπα
στο Χρήστο πως εκείνος αποφάσιζε. Εγώ
θα προσπαθούσα να τον περάσω και Τουρκία
εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα. Αν
ήθελε. Ό,τι αποφάσιζε
εκείνος θα κάναμε. Τελικά, της είπε
πως θα γύριζε και το έκλεισε. Τρεις
θάνατοι ήταν πολλοί...”
“Δεν
σκεφτήκατε εξαρχής ότι το άλλοθι του
ανιψιού σας δεν έστεκε;”
“Ποιος
θα έφτανε στον Χρήστο; Από πού κι ως
πού...;”
Κατάλαβε
πως κρυφά αναρωτιόταν αν η Μαρία είχε
πατήσει τον όρκο της. Αλλά ο αστυνόμος
Μακρής, που στη δουλειά του είχε μάθει
πως οι όρκοι δεν ήταν παρά ένα ακόμα
ανθρώπινο κατασκεύασμα που υπέκυπτε
σε ανθρώπινες αδυναμίες, του απάντησε:
“Από
παράγοντες που δεν μπορούσατε να
γνωρίζετε ή να ελέγξετε: τις ερωτικές
επιστολές δίχως παραλήπτη του Αλεξέι·
τον φόβο της κυρα-Μυρσίνας που υποψιαζόταν
τι είχε συμβεί·
κι από το κόσμημα.”
Παρατήρησε
την αντίδραση του στο τελευταίο. Κι έτσι
συνέχισε:
“Πού
είναι το κόσμημα;”
“Το
πετάξαμε στην θάλασσα από το πρώτο βράδυ
κιόλας.”
Τους
πλησίασε ένα μέλος του πληρώματος,
δισταχτικά. Ο Αλέκος του έκανε νόημα να
περιμένει, και συνέχισε προς τον αστυνόμο:
“Μόνο
να επιστρέψω τους άντρες μου Σαμοθράκη”,
τον παρακάλεσε. “Και μετά θα σας πω ό,τι
άλλο θέλετε.”
“Θα
χρειαστεί πάντως να πάρουμε κατάθεση
κι από αυτούς.”
Το
Τερψιθέα θα γύριζε στο λιμάνι της
Σαμοθράκης συνοδεία των δύο λιμενικών
σκαφών από Λήμνο. Οι δύο αστυνόμοι μαζί
με τη βοήθεια των λιμενικών επιβίβασαν
τον Χρήστο στην καταδίωξη του Λ.Σ.
Σαμοθράκης και έφυγαν μπροστά.
Καθώς
πλησίαζαν στο λιμάνι, ο αστυνόμος Βάδος
ρώτησε τον Τάκη Μακρή:
“Θα
έρθεις στην ανάκριση, έτσι;”
“Δε
χρειάζεται. Νομίζω πως η δική μου
συνεισφορά ολοκληρώθηκε.”
“Μα”,
ο φίλος του αντέδρασε με ειλικρινή
απογοήτευση, “εσύ με τη δική σου πείρα
θα γνωρίζεις καλύτερα πώς να το
χειριστείς...”
“Κι
εσύ ξέρεις πολύ καλά τι να κάνεις”, τον
διέκοψε ήρεμα ο αστυνόμος Μακρής. “Πάρε
μαζί σου μέσα και τους δύο υπαστυνόμους
σου. Έρχεται η ώρα και για σένα να
παραδώσεις αλλού την σκυτάλη.”
“Κι
εσύ;”
“Εγώ
θα δω μετά από χρόνια τον ήλιο ν’
ανατέλλει απ’ την Σαμοθράκη.”
Дорогая
моя... Δηλαδή, αγαπημένη μου. Όνομα
δεν υπάρχει σε καμία επιστολή για να
καταλάβουμε σε ποια αναφέρεται. Τα
γράμματα εν πολλοίς επαναλαμβάνουν το
ένα το άλλο. Γράφει συνέχεια για την
θλίψη του και για το ότι δεν μπορεί να
συγχωρέσει τον εαυτό για όσα της
προκάλεσε. Πως στον ύπνο του τη βλέπει
μαζί του στη σπηλιά τους, σα να μη
συνέβησαν ποτέ όλα αυτά – και
πάλι χωρίς να αναφέρεται στο ποια είναι
“αυτά”. Σα να είναι το όνειρο
η πραγματικότητα και η πραγματικότητα
ένας κακός εφιάλτης. Μιλάει για την
κυρα-Μυρσίνα και τα απογεύματα που
πίνουν καφέ μαζί. Της λέει ότι νιώθει
τη μοναξιά της δική του μοναξιά και πως
νιώθει ανήμπορος και για τους δυο τους.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι
στην επιστολή που χρονολογείται από
τις 31 Αυγούστου 2017 γράφει πως έχει
αρχίσει να τη βλέπει και να τη νοιάζεται,
την κυρα-Μυρσίνα εννοώντας, σα μάνα του.
“Καλημέρα.
Να σας φέρω κάτι;”
Ο
αστυνόμος Μακρής, αφηρημένος και αφημένος
να αναλογίζεται όσα του είχε μεταφράσει
η Ρένα μόλις λίγες ώρες νωρίτερα, δεν
παρατήρησε τον νεαρό που ξεκλείδωσε
τις πόρτες του καφέ, άναψε ένα φως
εσωτερικά, άνοιξε τη μηχανή του καφέ
και τακτοποίησε τις εξωτερικές καρέκλες
γύρω από τα τραπέζια τους. Ήταν εξήμισι
και είχε ήδη φέξει.
“Καλημέρα.
Έναν γαλλικό θα ήθελα.”
“Αμέσως.”
“Ευχαριστώ.”
Είχε
χάσει το μέτρημα των καφέδων, κυρίως
ελληνικών και πάντα σκούρων, που είχε
καταναλώσει από χθες το μεσημέρι.
Θυμήθηκε την κυρα-Μυρσίνα να τους ρωτάει
με τον Αριστείδη αν ήθελαν να πιουν
κάτι. Ίσως τελικά να έπρεπε να είχαν
δεχτεί έστω και ένα νερό. Το τελευταίο
της κέρασμα της το στέρησαν...
“Ορίστε
ο καφέ σας.”
Του
άφησε το σερβίτσιο και μία ατομική
πρέσα, με τον καφέ μέσα ακόμα ανακατεμένο
με το ζεματιστό νερό. Μα, τι είχε πάθει;
Τέτοιους συναισθηματισμούς στη δουλειά
του δεν επέτρεπε. Πίεσε την πρέσα και
το μείγμα του καφέ βρέθηκε στον πάτο.
Βάλθηκε να παρατηρεί την πρωινή
καθαριότητα του μαγαζιού πίνοντας τον
καφέ του. Το σκούπισμα της αυλής, το
μετέπειτα ξέπλυμα με το λάστιχο, την
τακτοποίηση όσων ποτηριών είχαν μείνει
στο πλυντήριο από χθες, την ανακατάταξη
στην κουζίνα.
Κατά
τις εφτά πρόβαλε από το λιμάνι ο Αριστείδης
Βάδος, ξάγρυπνος και βαρύς. Η ανάκριση
μόλις είχε τελειώσει. Κάθισε σκυθρωπός
και παρήγγειλε κι αυτός έναν ίδιο καφέ
κάνοντας νόημα στον σερβιτόρο.
“Ικανοποιημένος”,
τον ρώτησε ο Τάκης Μακρής. “Ο δολοφόνος
και ο συνεργός του συνελήφθησαν και το
έγκλημα εξιχνιάστηκε.”
“Το
έγκλημα... Το έγκλημα στη Σαμοθράκη!
Τελικά εδώ για να γίνει έγκλημα πρέπει
οπωσδήποτε να υπάρχει πάθος.”
Καταλάβαινε
τι εννοούσε ο Αριστείδης. Ή μάλλον, γιατί
το έλεγε. Το ‘87, όταν ήταν ακόμα και οι
δύο στο Α.Τ. Σαμοθράκης, είχαν κληθεί να
εξιχνιάσουν ένα τέτοιο έγκλημα. Λιγότερο
αιματηρό βέβαια. Από τότε είχε να γίνει
φονικό. Ωστόσο, αναγκάστηκε να τον
διορθώσει:
“Μα,
το συγκεκριμένο δε νομίζω πως ήταν
έγκλημα πάθους, Αριστείδη.”
“Ναι,
το παραδέχτηκε και ο ίδιος ο δολοφόνος.
Ήθελε να πάρει εκδίκηση. Για τη σχέση
του που χάλασε με τη γυναίκα του και για
το θάνατο του πατέρα του. Λες και θα
άλλαζε κάτι από τα δύο...”
“Σου
εξήγησε γιατί διάλεξε το κόσμημα για
να τον χτυπήσει;”
“Δεν
σκόπευε να τον χτυπήσει. Είχε
σκεφτεί να τον πνίξει με την αλυσίδα. Η
γυναίκα του είχε χρόνια να το
βάλει το κόσμημα,
το είχε πεταμένο
στο πατάρι –
έτσι είπε. Έριξε το σημείωμα κάτω
από την πόρτα του τη Δευτέρα μετά τις
πέντε, αφού γνώριζε πως ο Αλεξέι πήγαινε
στη μάνα του για καφέ. Περίμενε κρυμμένος
σε ένα ερείπιο διαγώνια στο δρόμο έως
να επιστρέψει στις έξι, να το δει και να
τραπεί σε φυγή. Ήθελε να τον σκοτώσει
την ώρα που θα προσπαθούσε να το σκάσει.
Αλλά, ο Αλεξέι βγήκε μετά από λίγο έξω
ατάραχος, τράβηξε την πόρτα πίσω του
και άρχισε να κατευθύνεται προς το
πευκοδάσος. Στην αρχή, ο Χρήστος σκέφτηκε
να τον τραβήξει παράμερα και να τον
αποτελειώσει στο δάσος. Αλλά μετά που
συνειδητοποίησε πως ανέβαινε στον
Βρυχό, αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Σκαρφάλωσε ως τη σπηλιά που τους είχε
πιάσει με τη γυναίκα του, τη σπηλιά που
αναφέρει και στα γράμματά του και τότε
ο Χρήστος θόλωσε, θύμωσε, νόμισε πως
μέχρι τελευταία στιγμή ο Αλεξέι τον
κορόιδευε. Τον πλησίασε, ο Αλεξέι γύρισε
και τότε τον έπιασε με δύναμη από τον
λαιμό και άρχισε να τον χτυπάει στο
κεφάλι. Σίγουρα θα μπορούσε να του
ξεφύγει αν ήθελε. Ο Αλεξέι ήταν πιο
σωματώδης και γυμνασμένος. Αλλά...”
“Αλλά
αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να
πεθάνει”, τελείωσε την φράση ο αστυνόμος
Μακρής. Κοίταξε τον φίλο του και συνέχισε:
“Δεν
το καταλαβαίνεις, ε;”
Ο
αστυνόμος Βάδος έκανε έναν αναποφάσιστο
μορφασμό.
“Αν
ήθελε να πεθάνει έτσι κι αλλιώς, γιατί
δεν αυτοκτονούσε; Λες να το περίμενε
όλο αυτό;”
“Δεν
ήθελε ακριβώς να πεθάνει. Περισσότερο
είχε αποφασίσει πως έπρεπε να πληρώσει.
Γι’ αυτό και έφυγε από το σπίτι χωρίς
να πάρει κλειδιά μόλις βρήκε το σημείωμα.
Ήξερε πως δεν θα τα χρειαζόταν ξανά.
Έπειτα, τα γράμματά του έδειχναν το
αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν. Τις τύψεις
του.”
“Τόσα
χρόνια μετά δεν είχε συμφιλιωθεί με τις
τύψεις; Στην τελική, κι απ’ όσο φαίνεται,
από τον θάνατο του κυρ-Σπύρου κι έπειτα
επικοινωνία με τη Μαρίνα δεν είχε. Εκείνη
με τον άντρα της θα μπορούσαν να
ξαναχτίζουν τη ζωή τους. Ή λες η
κυρα-Μυρσίνα να του έλεγε τα προσωπικά
των παιδιών της;”
“Όχι.
Αλλά νομίζω πως η κυρα-Μυρσίνα ήταν ο
λόγος να αυξηθούν οι τύψεις του, αντί
να καταλαγιάσουν όπως λες.”
Ο
φίλος του τον κοίταξε προβληματισμένος.
“Είχε
αρχίσει να τη βλέπει και να τη νοιάζεται
σα μάνα του. Κάτι
μου λέει ότι αυτό ίσχυε και από τις δύο
πλευρές. Η κυρα-Μυρσίνα, μες στην μοναξιά
και την απομόνωση, είχε αρχίσει να τον
βλέπει κι εκείνη
σαν γιο της. Ο
Αλεξέι συνέχιζε να κλέβει, ας πούμε,
τους ανθρώπους του Χρήστου. Έστω
και άθελά του πλέον. Έστω
κι από αγάπη, ή συμπάθεια. Και
αυτό τον βάραινε.”
“Τον συμπάθησες
στην πορεία κι ας μην τον γνώρισες ποτέ,
έτσι δεν είναι;”
“Τον κατάλαβα”,
εξήγησε ο Τάκης Μακρής και αυτή τη φορά
απέφυγε να συναντήσει το βλέμμα του
φίλου του.
Έμεινε
να κοιτάζει τον ήλιο που όλο και ανέβαινε
πιο ψηλά στον ουρανό, ενώ ο άλλος τελείωνε
τον καφέ του. Τελικά
ρώτησε:
“Με την κηδεία τι
θα γίνει;”
“Έρχονται οι κόρες
της με τις οικογένειές τους σήμερα. Θα
γίνει αύριο. Είπαμε στον Χρήστο πως
μπορεί να παραστεί συνοδεία αστυνομικών.
Δεν θέλει. Απ’ ό,τι κατάλαβα δεν θα έρθει
ούτε η Μαρίνα. Μόνο τα παιδιά τους.”
“Η σωρός του
Αλεξέι;”
“Θα σταλεί σε
ξαδέρφια του στη Μολδαβία. Κοντινότερους
συγγενείς δεν έχει. Αυτά θα τον κηδέψουν.”
Ο Τάκης Μακρής
σκέφτηκε ποια ήταν η κηδεία στην οποία
θα ήθελε να βρίσκεται πραγματικά η
Μαρίνα. Και τότε, απρόοπτα και χωρίς να
το σκεφτεί δεύτερη φορά, ρώτησε:
“Πότε είναι η
πτήση;”
“Θα μεταφερθεί
σήμερα το απόγευμα απέναντι κι από εκεί
Θεσσαλονίκη. Η πτήση είναι αύριο το
πρωί. Φαντάζομαι η κηδεία θα γίνει
μεθαύριο.”
“Είναι κρίμα να
κάνει τέτοιο ταξίδι ασυνόδευτος. Θα πάω
κι εγώ.”
Αντικρούοντας τις
ενστάσεις του Αριστείδη θυμήθηκε πως
μεθαύριο ήταν η γιορτή του. Και τότε
επέμεινε ακόμα περισσότερο.
_________
__________________
___________________________
***
Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις της
υπόθεσης αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα
είναι συμπτωματική.
****
Ευχαριστώ πολύ την Τάνια και τον Τάσο
για τις εύστοχες παρατηρήσεις τους
σχετικά με την πλοκή.
Comments
Post a Comment