Skip to main content

Posts

Showing posts from July, 2017

Threshold

I’ve written over again about this water running down the body and, oh, how much I still remember this; coming off age. You freeze time – or so you think – but all that stays is the heat of summer, and you hate it; the sticky body the dry hair the dazed eyes. A smoky smell arriving from the kitchen the pasta getting burnt and you were worried about the weather; what to wear if it rains? Now you cook with mastery brush your hair pick the clothes ignore the weather; all at the same time. The air is salty outside and it makes you think you should have cooked fish instead, but not everybody likes fish. Food is always consumed quickly no matter the number of people and it makes you wonder if it’s a worthy profession.   The throat is rough some summer cold catching up through the wet hair; it wouldn’t have been so bad to leave it dry after all, would it? Writing is not an easy job and you don’t call i

ΧΩΡΑ (I)

«… τ΄ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;» Γ. Σεφέρης, ΕΛΕΝΗ, στ. 52. Α’ Στο βουνό υπάρχει μία πόλη μία χώρα άφταστη σα το ύψος της θάλασσας όπως την αντικρύζεις βουλιάζοντας∙ έτσι είναι το βουνό κι η χώρα του. Εκεί έζησα χωρίς εσένα σε κάστρα με ιππότες και στρατιώτες ακούνητους απ’ τη ζωή απ’ τον θάνατο από δυο όνειρα μικρά. Στο βουνό υπάρχει μία πόλη όπου οι άθεοι γιορτάζουν τους θεούς τους και θυσίασαν σ’ αυτούς τα όνειρα μιας νύχτας εμένα και εσένα πριν προλάβεις να μου μιλήσεις για όλα όσα κάποτε θέλησες. Στο βουνό υπάρχει μία πόλη και κάπου στην κοιλιά της μία κούνια που όταν θέλει κάποιος να ονειρευτεί μαζί της ξαπλώνει και αφήνεται σα μικρό παιδί στο λίκνισμά της∙ μέχρι το πρώτο κλάμα να σημάνει την αλλαγή της μέρας και το φαγητό της νύχτας να ξυπνήσει στο στόμα στυφό. Β’ Ψηλά στη χώρα στην πρώτη όψη της σελήνης χορεύανε οι δαίμονες βήματα απάτητα και απατηλά και κοιτούσαμε τα πόδια

Κανένας

Ανάμεσα στα βότσαλα κρύβεις ένα στοιχειό της νύχτας που πλανιέται από σένα ανεξάρτητα∙ μικρό μυστικό που αποκτά δική του ζωή και συνείδηση. Μικρό στοιχειό κι όσο βαθύτερα τόσο η μαγεία χάνεται. Ένα μυστικό κοινότυπο για τις νύχτες με φωτιά που δεν έχεις κάτι στους συντρόφους να διηγηθείς. Κι απότομα στη θάλασσα βουλιάζεις κι ένα κενό εκεί που ως τώρα έπλεες ρουφά μέσα του ό,τι βρει. «Κανένας ονομάζομαι κι η μάνα μου ο πατέρας μου όλοι οι λοιποί μου φίλοι κανέναν με φωνάζουν» στον Κύκλωπα αποκρίθηκε ο Οδυσσέας και στης θάλασσας την αγκαλιά γρήγορα εχάθη. Νυχτώνει κι αυτή η σπηλιά όλο πιο οικεία κάτι σου ψιθυρίζει μονάχα στο ‘να αυτί∙ κάτι σου ζητά υπόκωφα κι εσύ της λες «κανένας ονομάζομαι» και καμιά Ιθάκη δεν σε περιμένει. Ίσως μονάχα ένας Καβείριος δαίμονας ψηλά στα βουνά της Σαμοθράκης, στης Τροίας την όχθη αντίπερα. Κανένα το ταξίδι κι η θάλασσα τόση δα μικρή. 20 Ιου

15.07.2017

του Π.Μ. Βρέχει και κρατώ μια σκισμένη ομπρέλα  ανίκανη να συγκρατήσει το ερμητικό νερό  που με θράσος εισβάλλει στον νοητά ορισμένο μου χώρο  και χτυπάει το πρόσωπό μου ως μια διαρκής υπενθύμιση  του κατά τα άλλα αποκλεισμένου περιβάλλοντος.  Νερό ρέει άφθονο στην άκρη του δρόμου  εξαγνίζοντας την πόλη από τις σκέψεις της   καταλήγει στους υπονόμους   εκεί και όπου ανήκει.  Περπατώ κουτσαίνοντας με βάρος   η μνήμη της πτώσης νωπή και οι σταγόνες στο πρόσωπό μου ενδεικτικές   της τρομερής βροχής που με περιβάλλει και με αναγκάζει να κρατώ ομπρέλα   και ας είναι  σκισμένη  και ας βρέχομαι.  Το νερό δεν φεύγει από πάνω μου, παραμένει   μοιραία αγκιστρωμένο στην αύρα της σκέψης μου  εξαϋλώνεται δίχως να καταφέρει να καταλήξει κάπου   μολύνεται στην προσπάθεια να εξαγνίσει   και καταφέρνει μόνο να υπάρχει   μην εξυπηρετώντας άλλο σκοπό.  Πέφτει ευθέως στα μάτια μου   με την ίδια αγένεια των προβολέων ενός αμαξιού σε σκοτεινό δρόμο 

21.03.2017

του Π.Μ. Πρόσωπα σμιλευμένα από μάρμαρο  όμορφα μα άκαμπτα  ελκυστικά μα δυσπρόσιτα.  Συναισθήματα μιας νύχτας  που ενθουσιωδώς διανύουν την πρόσκαιρη ζωή τους  πρίν τα συνθλίψει η ανίκητη ρουτίνα.  Πίνακες των οποίων το νόημα  περιορίζεται σε όσα απεικονίζουν  αντανακλούν το πνεύμα της εποχής.  Σχέσεις για το φαίνεσθαι  και επικοινωνία για τους τύπους.  Καφές δίχως άρωμα μόνο με πικρή γεύση  να σκιαγραφεί το ανούσιο πνεύμα της εποχής.  Καφές με έντονο άρωμα δίχως γεύση να ανακουφίσει την έλλειψη αίσθησης.  Σχέσεις επιβολής  που βαφτίζεται αγάπη.  Σχέσεις αγάπης  που διώκονται  από τις ανελέητες κοινωνικές συμβάσεις.  Άτομα που αποτυπώνονται με σύμβολα,  πολλαπλά μηδενικά σε έναν λογαριασμό  νομίζουν ωστόσο οτι διαφέρουν.  Λες και διέφεραν ποτέ οι αριθμοί  ουσιαστικά.  Μάτια που αποφεύγουν τα βλέμματα  από τον φόβο μήπως εκτεθούν.  Λες και η ανθρώπινη φύση διώκεται  από το παράλογο πνεύμα της εποχής.  Λες και το παράλογο πνε

1.05.2016

του Π.Μ. Αγναντεύω μια άγονη πεδιάδα  λουλούδια ξεραμένα  πουλιά που έχουν φύγει  αναζητώντας εύγονους παραδείσους.  Αντικρύζω μια τεράστια γυάλα  με ψάρια διάφορων μεγέθων  που κείτονται νεκρά  επειδή δεν λειτουργεί το φίλτρο πλέον.  Στέκομαι επι πτωμάτων  ιδέων και σχεδίων  που όταν βγήκαν στην πεδιάδα  αυτοκτόνησαν.  Βλέπω κόκκαλα διαβρωμένα  να προεξέχουν από το γυμνό έδαφος  παλεύοντας να δουν  τον αδιάφορο και σήμερα ήλιο.  Απέναντι μια θάλασσα  με χρώμα ξεφτισμένο  κοιτάει στα μάτια έναν ουρανό  ξεγυμνωμένο από τα αστέρια.  Μπροστά ένα γαμημένο χαρτί  γεμάτο από νόρμες  λες και επρόκειτο ποτέ  να δώσει λίγο χρώμα.

Βάθος

Μικρός κρυμμένος ουρανός θάλασσα ψυχρή μες στη νύχτα πότε ήταν που ήσουν ξανά εδώ; Ξεγλιστράς πάντα προς τα ξημερώματα να χαθεί κάτι απ’ όσα δεν πρόλαβες να ζήσεις. Μικρός κρυμμένος ουρανός σα να του στέρησε κάποιος τη μεγαλοσύνη σα να τον εξόρισαν στην άκρη του βλέμματος∙ και μόνο. Πιάνεις στη χούφτα σου τη θάλασσα και ως να χαράξει της μιλάς για όσα ποτέ δε γνώρισε. Ξημερώματα∙ και μόλις τώρα βλέπεις κάποια αστέρια να πέφτουν αδιάφορα απ’ το στερέωμα. Ξημερώματα∙ με το τρεχαλητό σου βρίσκεσαι ήδη -πού αλλού- στο βοριά. Ιούλιος 2017, Κως. Φωτογραφία: 13 Ιουλίου 2017, Θερμά, Κως.   

Δυο νύχτες στην Αθήνα - ΜΕΡΟΣ Γ'

[Μέρος Α'] [Μέρος Β'] Δύο νύχτες είχαν μόλις αρκέσει για να ξεθυμάνει ο απόηχος της απεργίας των οδοκαθαριστών και η οσφρητική εντύπωση που είχε κάνει αυτό στην πόλη, ή έστω, στη γειτονιά τους. Δύο νύχτες που γεφύρωναν τα πυκνογραμμένα χειρόγραφα της Πέτρας με την επαναλαμβανόμενη μουσική του Άρη. Μακάρι να ήταν μέσω κάποιας συνεργασίας ή έστω λόγω δημιουργικότητας. Αυτό που τους συνέδεε όμως ήταν στην ουσία η αδυναμία τους για τα παραπάνω και η αδιαπραγμάτευτη μοναχικότητά τους. Κι έτσι δύο άνθρωποι παρέμεναν αβοήθητοι και ξένοι για δύο νύχτες, ακριβώς όμως όπως και δύο γνωστοί μοιράζονται τον ίδιο καναπέ κρατώντας μέσα τους όσα αισθάνονται και όσα τους βαραίνουν.  Το τέλος της δεύτερης νύχτας βρήκε και τους δυο τους αποκοιμισμένους κάπως διαφορετικά και με σκέψεις που ξεπρόβαλαν σα τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας. Η απάρνηση μίας γεννούσε περισσότερες και οι περισσότερες εντέλει έπνιγαν το μυαλό. Στον ταραχώδη ύπνο τους είδαν το ίδιο όνειρο∙ προσπέκτους για παράσταση

Δυο νύχτες στην Αθήνα - ΜΕΡΟΣ Β'

[Μέρος Α'] I . Ο Άρης είχε προτείνει ο ίδιος λίγες εβδομάδες πριν να χορογραφήσει και να παρουσιάσει ένα σύντομο κομμάτι ως εισαγωγή στο φεστιβάλ νέων χορογράφων. Δεν ήταν ακριβώς «νέος χορογράφος», αλλά ούτε κι από αυτούς που λάμβαναν χρηματοδοτήσεις και παρουσίαζαν πρωτοποριακές δουλειές στους μεγάλους χώρους πολιτισμού της Αθήνας. Η παρούσα και παρατεταμένη θέση του κάπου ανάμεσα στα δύο του επέτρεπε να κάνει το «καλωσόρισμα» στους καινούργιους ως κάποιος που δεν έχει κάποια άλλη υποχρέωση, ή και φιλοδοξία. Τη μουσική των τριών λεπτών παρά ενός δευτερολέπτου την είχε ηχογραφήσει ο ίδιος μήνες πριν, σκαλίζοντας τις γνώσεις του στο πιάνο. Δεν είχε καταφέρει έκτοτε να τη χρησιμοποιήσει κάπου αλλά, σκέφτηκε, η περίσταση του φεστιβάλ ήταν μία καλή ευκαιρία. Ίσως έβγαινε κάτι μεγαλύτερο που θα μπορούσε να το παρουσιάσει ύστερα ανεξάρτητα… Αυτά τα παρολίγον τρία λεπτά του έπιναν τις τελευταίες νύχτες το αίμα, τον αέρα και το οξυγόνο, καθώς ανακάλυπτε, ή επιβεβαίωνε, την πλ

Δυο νύχτες στην Αθήνα - ΜΕΡΟΣ Α’

Ι. Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα άκουγε κάποιον να σκαλίζει τον κάδο με τα σκουπίδια κάτω από το σπίτι. Γνώριμος ήχος. Δεν βγήκε να δει περισσότερα. Συνέχιζε να ακούει τη μελωδία που έπαιζε, χαμηλωμένη σα μουσικό χαλί της στιγμής και επαναλαμβανόμενη. Ήταν μια στιγμιαία έμπνευση να την συνθέσει και ηχογραφήσει τόσους μήνες πριν, η οποία έμενε χωρίς συνέχεια. Ο τόνος της, απαλός και με μοτίβο, γέμιζε το στιφό καλοκαιρινό δωμάτιο σαν άλλη ησυχία. Αν και χώρος στο δωμάτιο υπήρχε, κινήσεις το σώμα δεν έκανε. Η έμπνευση ήταν τώρα σα να κρεμόταν από το ταβάνι του σπιτιού, μα να μην τον ακουμπούσε. Κάθε που το κομμάτι ξανάρχιζε, έκλεινε τα μάτια, αλλά κι έτσι το ίδιο θέαμα αντίκρυζε∙ το γκρι λερωμένο ταβάνι. Σα τον γκρι αντί σκούρου μπλε ουρανό από έξω, ή σα το χρώμα των σκέψεών του. Αν είχαν, θα ήταν γκρι, να συμβολίζει τη στειρότητα. Χαμήλωσε τελείως τον ήχο και αντ’ αυτού άνοιξε την τηλεόραση. Κοιτούσε όμως τα ταλαιπωρημένα του γόνατα, τους αστραγάλους και τα κουντεπιέ… Οι αδιάφοροι

Χορευτικά βήματα

Τρία βήματα στην κόψη και γυρνάν τα πόδια προς την άλλη πλευρά. Γρήγορα έρχεται η νύχτα και ξανά στη μέση του δρόμου κάποιος φωνάζει απαράλλαχτος έφηβος. Από τις πορείες μεγάλωσες κι άρχισες να χορεύεις σε δρόμους να φωνάζεις όσα δε λέγονται. Τρία βήματα ξυπνάς κατακαλόκαιρο με το δρόμο μακριά μα τα πόδια χτυπημένα. Τρία βήματα και τίποτα δεν πήρε λιγότερο χρόνο από τις ώρες που κυλούσαν στο σκοτάδι. Ξυπνάς στα φώτα μιας σκηνής χτισμένης απ’ τα χέρια τα δικά σου. Ξυπνάς περπατώντας ήδη πάνω και μέσα της ένας άλλος δρόμος. Τρία βήματα τόσο μικρά όσο και μεγάλα γιατί έμαθες ν’ αγγίζεις τον κόσμο με πόδια ολόγυμνα.    Ιούλιος 2017, Κως.