Είναι ότι περνούν
οι μέρες μόνες τους.
Κι έπειτα
ξεχνιούνται, όπως πρέπει.
Ή άλλες φόρες
επανέρχονται, επιτακτικά.
Και τότε –
όταν ξεχνιούνται,
όταν επανέρχονται
–
ζητούν άλλα
πράγματα,
όχι να γράψω γι’
αυτές.
Έχω μέρες να
γράψω.
Τυχαίνει να ζητούν
κι εμένα,
την αμέριστη
προσοχή
και την ψυχή μου.
Και τότε δεν έχω
ούτε μυαλό ούτε χέρια για να γράψω.
Μόνο διαβάζω.
Σκέψεις άλλων,
ημερολόγια.
Τη ζωή τους όπως
την έζησαν, ή όχι.
Γιατί τα όποια
τους λόγια
πόσο τα χρειάζομαι
τώρα που τα δικά
μου δε βγαίνουν·
κι αυτή είναι η
μόνη μου δικαιολογία.
Κι αν γίνεται ποτέ
οι ζωές μας να συμπίπτουν
γίνεται μόνο τόσο
σπάνια,
όταν ο κόσμος
επάλληλα καταρρέει
κι οι ίδιες λέξεις
μετρούν εξίσου
στο χρόνο, στη
σκέψη,
στην απουσία τους·
φθαρμένες σελίδες,
άυλες,
κενές.
Άνοιξη 2014,
Πειραιάς.
Comments
Post a Comment