Υπήρχε κάποτε μία
χώρα όμορφη κι ευήμερη, την οποία διοικούσε ένα ζευγάρι όμορφο κι αγαπημένο, το
οποίο είχε ένα μοναχογιό όμορφο κι ευγενικό. Ήρθε η ώρα και ο γιος έκλεισε τα
δεκαοχτώ του χρόνια. Μεγάλη γιορτή στήθηκε στο παλάτι, όπου όλοι παρευρέθηκαν
για να καμαρώσουν τον ενήλικο πλέον διάδοχο του θρόνου. Η μάντισσα του
παλατιού, όμως, πιστή σύμβουλος και φίλη του ζευγαριού, τους επισκέφθηκε μία
μέρα αργότερα. Αφού έδωσε την ευχή της, κοίταξε το αγόρι στα μάτια και του
είπε:
«Θα ταξιδέψεις στο τέλος της γης, μακριά από πολιτείες και χωριά. Όταν το
άλογό σου κουραστεί κι εσύ πεινάσεις και διψάσεις, θα βρεις στο διάβα σου την
Σάπια Συκιά. Θα φας από τα σύκα της και θ’ αναφωνήσεις με ευχαρίστηση “αυτά
είναι τα πιο γλυκά σύκα του κόσμου!”. Έπειτα, θα ακούσεις νερό κελαριστό και θα
βρεις την Σκουληκιάρα Βρύση. Θα πιεις από το νερό της και θ’ αναφωνήσεις με
αγαλλίαση “αυτό είναι το πιο δροσερό νερό του κόσμου!’. Μετά θα συναντήσεις ένα
χωράφι στρωμένο αγκάθια. Θα το περπατήσεις ξυπόλητος και ταυτόχρονα θ’
αναφωνείς με ανακούφιση “τι ωραία που ξεκουράζονται τα πόδια μου ∙ απαλά σα
χαλί είναι τα αγκάθια!”. Μόλις το διασχίσεις, απέναντι θα βρεις ένα γέρικο
δέντρο με μεγάλο κορμό. Κόψε έναν από τους καρπούς του προσεκτικά. Μα, μη
βιαστείς να τον ανοίξεις.»
Στην τελευταία της φράση, η μάντισσα χαμογέλασε στον νεαρό και εκείνος
κατάλαβε πως δε χωρούσαν ερωτήσεις στα λόγια της. Την επόμενη μέρα κιόλας
ξεκίνησε με ελάχιστα εφόδια.
Ταξίδευε καιρό πολύ, σε μέρη γνώριμα ή απλώς γνωστά ή
παντελώς άγνωστα. Τα εφόδια σώθηκαν γρήγορα και έτσι τρόφιμα προμηθευόταν από
φιλόξενους ντόπιους και νερό έπινε από πηγές και ποτάμια. Το δέντρο με τα σύκα
το αντίκρισε όταν πια είχε σταματήσει να μετρά τις μέρες του ταξιδιού και ήταν
πεινασμένος και διψασμένος.
Ρίχτηκε με λαχτάρα στο δέντρο κι έκοψε γρήγορα έναν
καρπό. Κόβοντας ένα μεγάλο κομμάτι με τα δόντια του, κατάλαβε πως το σύκο ήταν
μουχλιασμένο. Πρόλαβε όμως και είδε πως έτσι ήταν οι καρποί σε ολόκληρο το
δέντρο και τότε θυμήθηκε την συμβουλή της μάντισσας για την Σάπια Συκιά.
Τελειώνοντας το φρούτο, το πρόσωπό του φώτισε και είπε:
«Μα, αυτά είναι τα πιο γλυκά σύκα του κόσμου!»
Γυρίζοντας στο άλογό του, παρατήρησε έναν ήχο που πρέπει
να είχε αγνοήσει πριν. Κάπου κοντά έτρεχε νερό. Προχώρησε χαρούμενος με το
άλογό του και σύντομα βρήκαν μια βρύση. Έκανε να βάλει νερό στις χούφτες του να
πιει και είδε πως η βρύση ήταν γεμάτη σκουλήκια. Απογοητευμένος πήγε να φύγει,
αλλά και πάλι θυμήθηκε την συμβουλή της μάντισσας, αυτή την φορά για την
Σκουληκιάρα Βρύση. Ήπιε λοιπόν μπόλικο νερό με τις χούφτες του και στο τέλος
φώναξε:
«Μα, αυτό είναι το πιο δροσερό νερό του κόσμου!»
Συνέχισε τη διαδρομή κι έφτασε σε ένα χωράφι γεμάτο αγκάθια.
Σκέφτηκε να το διαβεί πάνω στο άλογό του, όμως έτσι ταλαιπωρημένο που ήταν το
λυπήθηκε. Του ήρθε στο μυαλό τότε η τρίτη συμβουλή τα μάντισσας. Άφησε το άλογο
δεμένο να ξεκουραστεί, έβγαλε τα παπούτσια του και πάτησε πάνω στα αγκάθια.
Διέσχισε όλο το χωράφι και παρά τα ματωμένα πόδια του, κάθε τόσο έλεγε δυνατά:
«Μα, τι ωραία που ξεκουράζονται τα πόδια μου! Απαλά σα χαλί είναι τα
αγκάθια!»
Περνώντας απέναντι, ξάπλωσε στην σκιά ενός γέρικου
δέντρου κι αμέσως αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε το επόμενο πρωί. Από πάνω του δέσποζαν τα περίπλοκα κλαδιά και η
πυκνή φυλλωσιά ενός μεγαλοπρεπούς δέντρου. Παρατήρησε εδώ κι εκεί καρπούς να
κρέμονται από τα κλαδιά. Νυσταγμένος ακόμα, θυμήθηκε τα λόγια της μάντισσας.
Αναπήδησε και έψαξε για τον κοντινότερο καρπό. Βρισκόταν λίγο πιο δίπλα του, σε
ένα χαμηλό κλαδί. Τον άνοιξε αμέσως, αλλά με μεγάλη προσοχή, όπως του είχε
υποδείξει η μάντισσα. Και τότε μία κοπέλα ξεπήδησε από μέσα, μία πανέμορφη
κοπέλα, η οποία ξεφώνησε:
«Νερό, νερό! Χρειάζομαι νερό, αλλιώς θα πεθάνω!»
Ο νεαρός συνειδητοποίησε σαστισμένος ότι δεν είχε εύκαιρο
νερό μαζί του, κι ούτε είχε ιδέα που να βρει. Της είπε πως θα επέστρεφε το
συντομότερο με νερό κι έτρεξε στο δάσος που απλωνόταν πίσω από το δέντρο.
Περιπλανήθηκε αρκετά, χάθηκε και μετά από ώρα βρέθηκε μπροστά σε ένα πηγάδι.
Γέμισε τον κουβά του πηγαδιού με νερό κι έτρεξε πίσω.
Μα η κοπέλα δεν ήταν εκεί. Ήταν μόνο του δέντρο, μόνο
του. Κατάλαβε πως είχε αργήσει… Έκατσε απογοητευμένος στην σκιά του δέντρου,
δίχως να ξέρει τι να κάνει.
Κάποια στιγμή, σκέφτηκε να κόψει έναν άλλο καρπό.
Δίστασε, μα το βλέμμα του τον είχε ήδη εντοπίσει. Έπρεπε να σκαρφαλώσει λίγο
στο δέντρο για να τον πιάσει, αλλά τα κατάφερε. Κατέβηκε και τον άνοιξε
προσεχτικά. Μία κοπέλα, διαφορετική από την προηγούμενη, αλλά το ίδιο όμορφη,
ξεπήδησε από μέσα κι αναφώνησε:
«Νερό, νερό! Χρειάζομαι νερό, αλλιώς θα πεθάνω!»
Γύρισε προς τον κουβά για να της τον δώσει, και τον βρήκε
αδειασμένο στο χώμα. Είχε ξεχάσει πως πάνω στην απογοήτευσή του, τον είχε
κλωτσήσει και το νερό είχε χυθεί. Της είπε να τον περιμένει κάτω από το δέντρο κι
έφυγε με τον κουβά προς το πηγάδι. Αυτή την φορά, η διαδρομή του ήταν γνωστή
και δεν καθυστέρησε. Βρήκε όμως και πάλι το δέντρο μόνο του.
Άφησε τον κουβά κάτω και δίπλα του έκατσε κι αυτός. Είχε
χάσει δύο κοπέλες. Δεν μπορούσε να είναι πιο προνοητικός; Αυτό σήμαινε πως δεν
ήταν και άξιος διάδοχος του θρόνου; Λοιπόν, τώρα είχε μπόλικο νερό, οπότε θα
μπορούσε να κόψει ακόμα έναν καρπό κι αυτή την φορά να μην χάσει την κοπέλα.
Έτσι σκέφτηκε. Κι έτσι έπραξε. Βρήκε έναν αρκετά γινωμένο καρπό, έτοιμο σχεδόν
να πέσει, από την άλλη πλευρά του δέντρου, πάνω σε ένα μεγάλο κλαδί που από το
βάρος πλησίαζε το έδαφος.
«Νερό, νερό! Χρειάζομαι νερό, αλλιώς θα πεθάνω!»
Τα λόγια γνωστά. Της έδωσε να πιει από τον κουβά και η
κοπέλα τον άδειασε όλο! Όταν παρατήρησε πως δεν ήταν πια χλωμή, έκανε βαθιά
υπόκλιση και της είπε:
«Δέξου να έρθεις μαζί μου στο παλάτι μου και να μου κάνεις την τιμή να
γίνεις η σύντροφός μου. Ταξίδεψα καιρό πολύ για να σε βρω και τώρα θα σε
παρακαλούσα να μη με αφήσεις να γυρίσω πίσω μόνος.»
Η κοπέλα του χαμογέλασε και είπε:
«Κανείς δεν φτάνει εδώ τυχαία. Θα πρέπει να πέρασες πολλές δοκιμασίες και
να αποδείχτηκες συνετός για να με βρήκες. Πώς να έρθω όμως μαζί σου; Μήπως δεν
παρατήρησες πως δεν έχω ρούχα; Πώς θα εμφανιστώ έτσι;»
«Μπορείς να με περιμένεις; Θα τρέξω στο παλάτι μου και θα σου φέρω επίσημη
φορεσιά. Έτσι, θα εμφανιστείς όπως σου αξίζει.»
«Θα περιμένω. Μην αργήσεις όμως πολύ.»
«Στο υπόσχομαι πως όχι.»
Ο νεαρός είπε στην κοπέλα να κρυφτεί πάνω στο δέντρο
ώσπου να επιστρέψει, για να είναι ασφαλής. Ξαναγέμισε τον κουβά με νερό και της
τον έδωσε για να μην διψάσει. Έφυγε υποσχόμενος να γυρίσει πριν το επόμενο
φεγγάρι.
Και η κοπέλα περίμενε. Μέχρι που μία μέρα άκουσε αυτή την φωνή:
«Κοπέλα μου, τι κάθεσαι μόνη σου εκεί πάνω;»
Κοίταξε και είδε μία άσχημη γυναίκα να είναι στραμμένη προς το μέρος της.
«Περιμένω να έρθει ο πρίγκιπάς μου να με πάρει μαζί του στο παλάτι»,
απάντησε.
«Ο πρίγκιπάς σου..; Και πόσο καιρό τον περιμένεις; Ένα, δύο φεγγάρια;»
«Περισσότερα..»
Η γυναίκα γέλασε. Είχε άσχημο γέλιο.
«Μα, κοπέλα μου, δεν το κατάλαβες ακόμα; Δεν πρόκειται να έρθει, όσο και να
περιμένεις.»
«Μου το υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει.»
«Αν ήταν, θα είχε ήδη επιστρέψει. Κατέβα κάτω, όμως, για να μην φωνάζω. Να
σου δώσω και κάτι να φορέσεις.»
Η κοπέλα τελικά κατέβηκε. Η γυναίκα της έδωσε ένα ρούχο
να φορέσει και της είπε:
«Έχει μία λίμνη λίγο πιο πέρα. Έλα να πλυθείς.»
Απογοητευμένη, η κοπέλα προχώρησε. Φτάνοντας στη λίμνη, έκατσε στις όχθες της
να πλυθεί και η γυναίκα της είπε:
«Μην στεναχωριέσαι! Κοίταξε πόσο όμορφη καθρεφτίζεσαι στο νερό! Μακάρι να
είχα την ομορφιά σου!»
Η κοπέλα έσκυψε κι άλλο πάνω από το νερό και τότε η γυναίκα την έσπρωξε
μέσα και τη μεταμόρφωσε σε ψάρι. Έφυγε γελώντας άσχημα.
Ανέβηκε στο δέντρο με τα κίτρα κι έμεινε να περιμένει εκείνη τον πρίγκιπα,
ο οποίος μετά από λίγες μέρες εμφανίστηκε.
«Μα, τι σου συνέβη;» ρώτησε μόλις αντίκρισε τη γυναίκα. «Εσύ είχες λαμπερά,
μακριά μαλλιά, γλυκά μάτια, ροδαλό δέρμα…»
«Πρίγκιπά μου, άργησες πολύ να έρθεις. Κουράστηκα τόσον καιρό εκεί πάνω.
Ταλαιπωρήθηκα. Άσπρισαν λίγο τα μαλλιά μου και ξεθώριασε κάπως το χρώμα των
ματιών μου. Το δέρμα μου το έκαψε ο ήλιος.»
«Και τα ρούχα; Πού τα βρήκες αυτά τα κουρέλια;»
«Μία καλή γυναίκα που περνούσε με είδε να περιμένω ταλαιπωρημένη εκεί πάνω
και προσφέρθηκε να μου δώσει μία από τις φορεσιές της. Ας είναι καλά!»
«Συγχώρεσέ με που καθυστέρησα. Ορίστε ρούχα να αλλάξεις. Εγώ στο μεταξύ θα πάω
μία βόλτα.»
Ο νεαρός έφυγε προβληματισμένος. Η γυναίκα που έβλεπε δεν
είχε καμία σχέση με την κοπέλα που είχε αφήσει. Είχε λείψει όμως όντως πολύ
καιρό, το παλάτι ήταν πιο μακριά από όσο θυμόταν φεύγοντας…
Έφτασε σε μία λίμνη και είδε μέσα ένα πανέμορφο ψάρι.
Σκέφτηκε να το πάρει μαζί του. Έσκυψε και το έπιασε με προσοχή. Εκείνο δεν
αντιστάθηκε στο άγγιγμά του. Το έβαλε μέσα στο δοχείο που είχε για νερό που το
άφησε ανοιχτό για να παίρνει αέρα.
Όταν έδειξε στη γυναίκα που είχε πάρει την θέση της
κοπέλας το ψάρι που είχε πάρει από τη λίμνη, εκείνη δυσανασχέτησε. Βλέποντας
όμως την επιμονή του και φοβούμενη μην κινήσει υποψίες, σώπασε.
Κι έτσι ξεκίνησαν οι δυο τους με το ψάρι για το παλάτι.
Η «κοπέλα» αποδείχτηκε αγενής και κακότροπη. Οι γάμοι όμως έγιναν με όλες
τις τιμές και κανείς δεν παραπονέθηκε στον πρίγκιπα. Ούτε η μάντισσα σχολίασε
την συμπεριφορά της γυναίκας ή οτιδήποτε άλλο σχετικά με αυτή. Μόνο θαύμασε το
ψάρι που είχε βρει ο νεαρός και του είπε να το φροντίζει.
Κάθε φορά που ο πρίγκιπας περνούσε μπροστά από τη γυάλα,
το ψάρι χαιρόταν κι έπαιζε μαζί του. Κάθε φορά που περνούσε η γυναίκα του
πρίγκιπα, το ψάρι στρεφόταν αλλού.
Μια μέρα, η γυναίκα είπε:
«Πρίγκιπά μου, σήμερα για δείπνο θέλω αυτό το ψάρι!»
Εκείνος προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη, μα έχοντας πάντα στο μυαλό του την
εικόνα της κοπέλας όταν είχε πρωτοανοίξει το τρίτο κίτρο, αν και λυπημένος της
έκανε τη χάρη. Ζήτησε μόνο από τον μάγειρα να θάψει τα κόκαλα του ψαριού στον
κήπο.
Μετά από λίγο καιρό, εκεί όπου είχαν θαφτεί τα κόκαλα φύτρωσε ένα δέντρο.
Σύντομα μεγάλωσε και ψήλωσε. Κάθε φορά που περνούσε ο πρίγκιπας, του θύμιζε το
δέντρο με τα κίτρα και τα κλαδιά του τον χάιδευαν. Κάθε φορά που περνούσε η
γυναίκα του πρίγκιπα, τα κλαδιά του την έγδερναν.
Μια μέρα, η γυναίκα ζήτησε από τον κηπουρό του παλατιού
να κόψει το δέντρο, γιατί εξαιτίας του δεν είχε καλή θέα από το δωμάτιό της.
Όταν το έμαθε ο πρίγκιπας, λυπήθηκε, μα τελικά συμφώνησε.
Την ώρα που ο κηπουρός ήταν έτοιμος να αρχίσει να χτυπά
το δέντρο με το τσεκούρι του, μία φωνή ακούστηκε:
«Αλάργα αλάργα γέρο βάρα,
γιατί είναι κόρη που πονεί
κι έχει αγγελικό κορμί.»
Ο κηπουρός έκπληκτος έτρεξε να ειδοποιήσει τον πρίγκιπα και να τον ρωτήσει
τι να κάνει. Ο πρίγκιπας απορημένος τον ακολούθησε στον κήπο και του ζήτησε να
τσεκουρώσει περιμετρικά και με προσοχή το δέντρο για να δουν τι υπάρχει μέσα.
Μετά από λίγο, ξεπρόβαλε μέσα από το μισοκομμένο δέντρο η
ίδια κοπέλα που είχε πολύ καιρό πριν ξεπροβάλει μέσα από τον καρπό του κίτρου.
Αγκάλιασε τον νεαρό και του εξήγησε τι είχε συμβεί όσο τον περίμενε στο δάσος
να επιστρέψει.
Ο πρίγκιπας αμέσως έδιωξε από το παλάτι τη γυναίκα που με
δόλο είχε πάρει την θέση της κοπέλας και γνώρισε σε όλους αυτή για την οποία
είχε πραγματικά ταξιδέψει στο τέλος της γης, την αληθινή του γυναίκα.
Κανείς δε ξέρει τι απέγινε η γυναίκα με το άσχημο γέλιο. Το δέντρο από όπου
είχε βγει η κοπέλα, εντέλει ξεράθηκε και δεν ξαναφύτρωσαν τίποτα στην θέση του
στον κήπο.
* Τα τρία κίτρα είναι ένα λαϊκό παραμύθι που απαντάται με πολλαπλές παραλλαγές κι ονομασίες στην ελληνική ύπαιθρο, αλλά και στα Βαλκάνια. Η παραπάνω αποτελεί μία διασκευή
του παραμυθιού της από μνήμης διήγησης της γιαγιάς μου, η οποία μου το έλεγε –
ενδεχομένως με πολλές δικές της παραλλαγές – τακτικά όταν ήμουν μικρή. Πρώτη δημοσίευση από μέρους μου στο Λογοτεχνικό Περιοδικό Ζιζάννειο του Ζαννείου Πειραματικού Γυμνασίου Πειραιά, τεύχος 16, Ιανουάριος 2013, σς. 40-43.
Η παρούσα
έκδοση περιέχει μικρές διορθώσεις.
** Φωτογραφία:
Βάθρες Γριάς, Σαμοθράκη, 9 Αυγούστου 2017.
Comments
Post a Comment