Ι.
Μικρά φωτάκια
σαν αγγεία
κυλούν μες στη νύχτα.
Ποιος ξέρει
τι νόημα
έχουν οι λέξεις.
Ανέμελος ήλιος
κοιμάται
χαμηλά κάπου στο κάστρο.
ΙΙ.
Φταίνε οι μπόρες
που γεμίζουν
τους ανθρώπους ανασφάλεια.
Στον κόσμο
στο τέλος του
Μνήμες γελούν μονάχες.
ΙΙΙ.
Τρεις Μοίρες
μαυροντυμένη όψη
κλωστές ανάποδα κόβουν.
Μου λες
στον καθρέφτη κοιτάζοντας
«Ακόμα ένα πλοίο που φεύγει».
IV.
Κλωτσάς ξημερώματα
το φως να μη βγει
να μην ξέρουμε κατά πού η ανατολή πέφτει.
Σπουργίτι καθρεφτίζεται
ακόμα κι ακόμα
σε φεγγαροντυμένο τζάμι.
Σιωπηλή κίνηση
το πέταγμά σου
από νερά.
Comments
Post a Comment