«… τ΄ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;»
Γ. Σεφέρης, ΕΛΕΝΗ, στ. 52.
Α’
Στο βουνό υπάρχει μία πόλη
μία χώρα άφταστη
σα το ύψος της θάλασσας
όπως την αντικρύζεις βουλιάζοντας∙
έτσι είναι το βουνό
κι η χώρα του.
Εκεί έζησα
χωρίς εσένα
σε κάστρα με ιππότες και στρατιώτες ακούνητους
απ’ τη ζωή
απ’ τον θάνατο
από δυο όνειρα μικρά.
Στο βουνό υπάρχει μία πόλη
όπου οι άθεοι γιορτάζουν τους θεούς τους
και θυσίασαν σ’ αυτούς τα όνειρα μιας νύχτας
εμένα και εσένα
πριν προλάβεις να μου μιλήσεις
για όλα όσα κάποτε θέλησες.
Στο βουνό υπάρχει μία πόλη
και κάπου στην κοιλιά της μία κούνια
που όταν θέλει κάποιος να ονειρευτεί
μαζί της ξαπλώνει και αφήνεται
σα μικρό παιδί
στο λίκνισμά της∙
μέχρι το πρώτο κλάμα να σημάνει την αλλαγή της μέρας
και το φαγητό της νύχτας
να ξυπνήσει στο στόμα στυφό.
Β’
Ψηλά στη χώρα
στην πρώτη όψη της σελήνης
χορεύανε οι δαίμονες βήματα απάτητα και απατηλά
και κοιτούσαμε τα πόδια τους
να καταλάβουμε το πώς και το γιατί
ποιοι ήταν και τι ήθελαν∙
εμάς.
Ψηλά στη χώρα εκείνη
σ’ έψαχνα μιλώντας γλώσσες ξένες
στα φίδια και στους κριούς
εξηγούσα το ταξίδι
από πού βρεθήκαμε και ως πού θα φτάσουμε∙
κι αυτοί δε με κατανοούσαν
ούτε την πρώτη φορά
ούτε την ένατη.
Και με κάθε μου επανάληψη σε έχανα.
Στη χώρα ψηλά
στ’ αφιλόξενα εκείνα της βράχια
έμαθα να ονοματίζω τ΄ άστρα
να επισκέπτομαι τους ουράνιους οικισμούς
και ποιήματα να γράφω απάνω στον Γαλαξία.
Και στα βέλη του Ωρίωνα
μια μικρή στάλα αίματος
στο σώμα μου έμεινε ζωγραφισμένη
σα να λάβωσε εμένα ο κυνηγός
μα ήσουνα εσύ που χάθηκες.
Τόσα κείμενα γραμμένα στο κόκκινο του αίματος
τόσα βήματα σβησμένα σα πατημασιές στην άμμο
στην έρημο που δεν υπήρξε πουθενά.
Σφαδάζει ο Ταύρος
στα χέρια του Ωρίωνα
καθώς τα βέλη του ένα ένα αφαιρεί
από το μέσα του∙
τελειώνει η ιστορία με το αίμα του αυτό
να ξεχύνεται στους ουρανούς
να βάφει τον Γαλαξία
της Ήρας κάθε σταγόνα γάλατος
βυσσινί.
Και τόσοι οικισμοί
για μιας θυσίας τα πρακτικά
να πάνε χαμένοι,
σα να μη ‘φταναν η Ατλαντίδα και η Κνωσός
η Γη ολάκερη.
Από την χώρα ψηλά
το στερέωμα ανοίγεται
ένα πονεμένο ζώο
ένας άνθρωπος που τόλμησε τη μοίρα του ν’ αλλάξει
μα
το ριζικό του
«ενός ανθρώπου που ξαστόχησε»*.
Ιούλιος 2017,
Σχιστό, Πειραιάς.
Comments
Post a Comment