Δύο νύχτες είχαν μόλις αρκέσει για να ξεθυμάνει ο απόηχος της απεργίας των
οδοκαθαριστών και η οσφρητική εντύπωση που είχε κάνει αυτό στην πόλη, ή έστω,
στη γειτονιά τους. Δύο νύχτες που γεφύρωναν τα πυκνογραμμένα χειρόγραφα της
Πέτρας με την επαναλαμβανόμενη μουσική του Άρη. Μακάρι να ήταν μέσω κάποιας
συνεργασίας ή έστω λόγω δημιουργικότητας. Αυτό που τους συνέδεε όμως ήταν στην
ουσία η αδυναμία τους για τα παραπάνω και η αδιαπραγμάτευτη μοναχικότητά τους. Κι
έτσι δύο άνθρωποι παρέμεναν αβοήθητοι και ξένοι για δύο νύχτες, ακριβώς όμως όπως
και δύο γνωστοί μοιράζονται τον ίδιο καναπέ κρατώντας μέσα τους όσα αισθάνονται
και όσα τους βαραίνουν.
Το τέλος της δεύτερης νύχτας βρήκε και τους δυο τους αποκοιμισμένους κάπως
διαφορετικά και με σκέψεις που ξεπρόβαλαν σα τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας. Η
απάρνηση μίας γεννούσε περισσότερες και οι περισσότερες εντέλει έπνιγαν το
μυαλό. Στον ταραχώδη ύπνο τους είδαν το ίδιο όνειρο∙ προσπέκτους για παράσταση
χορού και χειρόγραφα προς έκδοση πεταμένα στα σκουπίδια. Βασανιστικότερη της εικόνας
ήταν η δυσωδία…Στριφογύρισαν επανειλημμένα έως ότου ξύπνησαν και βγήκαν στο
μπαλκόνι. Μάλλον ήταν το τσιγάρο του Άρη, που καθώς έπεσε από τα μισοκοιμισμένα
του χέρια προσγειώθηκε στο μπαλκόνι της Πέτρας, αυτό που έκανε τους δύο
γείτονες να μιλήσουν για πρώτη φορά.
«Δεν είναι… Μάλλον είναι όπως όταν θέλεις να θέλεις κάτι, αλλά στην
πραγματικότητα δεν είσαι εκεί ακόμα. Και ούτε ξέρεις αν θα φτάσεις. Είναι η
επιθυμία για επιθυμία» είχε πει αργότερα ο Άρης στην Πέτρα προσπαθώντας να
εξηγήσει το τέλμα που είχε φτάσει. Και η Πέτρα το κράτησε καλά στο νου της σα
μία φράση που η ίδια δε θα έφτιαχνε ποτέ, αλλά που θα ήθελε τόσο πολύ να
μπορούσε να τη φτιάξει.
Το τέλος της δεύτερης νύχτας τους έφερε το ξημέρωμα της τρίτης μέρας σα μία
διαδρομή που κανείς από τους δυο τους δεν είχε κάνει μέχρι τότε αλλά που, ναι,
θα ήθελαν να θέλουν να την κάνουν.
Comments
Post a Comment