I.
Ο Άρης είχε προτείνει ο ίδιος λίγες εβδομάδες πριν να χορογραφήσει και να
παρουσιάσει ένα σύντομο κομμάτι ως εισαγωγή στο φεστιβάλ νέων χορογράφων. Δεν
ήταν ακριβώς «νέος χορογράφος», αλλά ούτε κι από αυτούς που λάμβαναν
χρηματοδοτήσεις και παρουσίαζαν πρωτοποριακές δουλειές στους μεγάλους χώρους
πολιτισμού της Αθήνας. Η παρούσα και παρατεταμένη θέση του κάπου ανάμεσα στα
δύο του επέτρεπε να κάνει το «καλωσόρισμα» στους καινούργιους ως κάποιος που
δεν έχει κάποια άλλη υποχρέωση, ή και φιλοδοξία.
Τη μουσική των τριών λεπτών παρά ενός δευτερολέπτου την είχε ηχογραφήσει ο
ίδιος μήνες πριν, σκαλίζοντας τις γνώσεις του στο πιάνο. Δεν είχε καταφέρει
έκτοτε να τη χρησιμοποιήσει κάπου αλλά, σκέφτηκε, η περίσταση του φεστιβάλ ήταν
μία καλή ευκαιρία. Ίσως έβγαινε κάτι μεγαλύτερο που θα μπορούσε να το
παρουσιάσει ύστερα ανεξάρτητα… Αυτά τα παρολίγον τρία λεπτά του έπιναν τις τελευταίες
νύχτες το αίμα, τον αέρα και το οξυγόνο, καθώς ανακάλυπτε, ή επιβεβαίωνε, την πλέον
ανικανότητά του να συγκροτήσει κάτι, οτιδήποτε, χορευτικό.
Τα τελευταία πέντε χρόνια συμμετείχε σε δουλειές άλλων χορογράφων, απλά ως
χορευτής. Στο παρελθόν κάποιες λίγες δικές του δουλειές δεν είχαν βρει
ανταπόκριση πέραν του γνωστού, και περιορισμένου, χορευτικού κοινού. Είχε σταματήσει
να κυνηγά ευκαιρίες και να κατεβάζει ιδέες, κυρίως επαναλαμβάνοντας στον εαυτό
του ότι εντέλει τα πράγματα δεν οδηγούσαν πουθενά. Η παρούσα κατάσταση ήταν μία
εξαίρεση, ή ίσως μία ατυχής προσπάθεια δραπέτευσης προς τη δημιουργικότητα.
Τα σκουπίδια και οι κάδοι δε μύριζαν πλέον καθόλου. Η ζέστη συνεχιζόταν και
τα μπαλκόνια έμεναν σκοτεινά κι ορθάνοιχτα. Αποκοιμήθηκε κατάχαμα, η πλάτη να
στάζει στα πλακάκια αργά αργά. Ίσως θα μπορούσε να στάζει έτσι και η έμπνευσή
του, θα σκεφτόταν αν ήταν ξύπνιος…
ΙΙ.
Η Πέτρα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, έκλεισε με συγκρατημένη βία την οθόνη του
υπολογιστή, έβγαλε τα ρούχα της και έμεινε αρκετή ώρα στο ντους. Κοιτούσε τα
πόδια της όπως κυλούσε πάνω τους το νερό, ασύμμετρα και άκομψα από πάντα. Δυσανάλογα
με τον μικρό της κορμό και στήθος, ξεχώριζαν όποτε φορούσε κάτι ανάλαφρο. Παρ’ όλες
τις προσπάθειες γυμναστικής στο παρελθόν, το σώμα της δεν άλλαζε κι έτσι η ίδια,
άβολα νιώθοντας τον ίδιο της τον εαυτό, απέφευγε να το δείχνει. Αυτός ήταν και
ο βασικός λόγο που είχε αντιπαθήσει στιγμιαία τον χορευτή που είχε μετακομίσει πάνω από πέρυσι. Καλλίγραμμος και άνετος, περπατούσε ακόμα και όταν έμπαινε
στην πολυκατοικία δηλώνοντας περίσσεια ικανοποίηση για τον εαυτό του. Δε τον
θεωρούσε αλαζόνα ή εγωπαθή. Για την ακρίβεια δεν ήξερε τίποτα για αυτόν. Ίσως
μία κούραση στο βλέμμα του, όπως και στο δικό της, που έβγαινε νωρίς στα
τριάντα τους χρόνια να υπέθαλπε μία συμπάθεια για αυτόν. Ή καλύτερα, συνενοχή. Για
αυτό που ήταν και, περισσότερο, για όσα δεν ήταν κανείς από τους δυο τους.
Δροσισμένη και λίγο μουδιασμένη από την πίεση του νερού βγήκε στο σαλόνι
σκεπασμένη με την πετσέτα. Παραδόξως, έχτιζε πάντα όμορφους και καλλίγραμμους
ήρωες στα μυθιστορήματά της. Ίσως για αυτό είχαν και κάποια σχετική επιτυχία, η
οποία ήταν το βασικό στοιχείο που της επέτρεπε να βιοπορίζεται από αυτά και να
εμφανίζεται ανά εξάμηνο ή ενιάμηνο με ένα νέο χειρόγραφο στους εκδότες. Από την συνάντησή τους όμως πέντε μήνες πριν για την σελιδοποίηση του τελευταίου
βιβλίου, δεν είχε ξαναεπικοινωνήσει μαζί τους για κάτι νεότερο παρά μόνο για τα
διαδικαστικά της έκδοσης.
Ίσως την είχε κουράσει η αλλεπάλληλη δημιουργία «ωραίων» χαρακτήρων στις
ιστορίες της. Όμως ο κόσμος αυτό χρειαζόταν. Κανείς δεν ήταν σε διάθεση να
διαβάζει για άσχημα πράγματα ή για άσχημους ανθρώπους. Ξανάρθε στα ρουθούνια της
η μυρωδιά από τα σκουπίδια, αν και ο δρόμος ήταν σχετικά καθαρός. Έμεινε στάσιμη
λίγα λεπτά, ίσα να συγκρατήσει την αίσθηση και την πλάνη της δυσωδίας. Βγήκε στο
σκοτεινό μπαλκόνι, ακόμα τυλιγμένη στην πετσέτα της, και κοίταξε τον έρημο
δρόμο. Τέτοιες ώρες η γειτονιά ησύχαζε και άκουγες μόνο τις ομιλίες όσων
γυρνούσαν αργά πίσω ή όσων περιστασιακά βόλταραν τη νυχτερινή και ολόζεστη
Αθήνα. Στην πλάτη της είχε σχηματιστεί ένα λεπτό ρυάκι ιδρώτα, κατεβαίνοντας
κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης και μένοντας μετέωρο στον κόκκυγα. Ένας δυνάμει
καταρράχτης, σκέφτηκε, και άφησε την πετσέτα να πέσει στα πλακάκια του
μπαλκονιού. Αφήνοντάς την κατάχαμα, περπάτησε αργά γυμνή προς το εσωτερικό του σπιτιού.
Comments
Post a Comment