Ι.
Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα άκουγε κάποιον να σκαλίζει τον κάδο με τα
σκουπίδια κάτω από το σπίτι. Γνώριμος ήχος. Δεν βγήκε να δει περισσότερα. Συνέχιζε
να ακούει τη μελωδία που έπαιζε, χαμηλωμένη σα μουσικό χαλί της στιγμής και
επαναλαμβανόμενη. Ήταν μια στιγμιαία έμπνευση να την συνθέσει και ηχογραφήσει
τόσους μήνες πριν, η οποία έμενε χωρίς συνέχεια. Ο τόνος της, απαλός και με
μοτίβο, γέμιζε το στιφό καλοκαιρινό δωμάτιο σαν άλλη ησυχία. Αν και χώρος στο
δωμάτιο υπήρχε, κινήσεις το σώμα δεν έκανε. Η έμπνευση ήταν τώρα σα να κρεμόταν
από το ταβάνι του σπιτιού, μα να μην τον ακουμπούσε. Κάθε που το κομμάτι
ξανάρχιζε, έκλεινε τα μάτια, αλλά κι έτσι το ίδιο θέαμα αντίκρυζε∙ το γκρι
λερωμένο ταβάνι. Σα τον γκρι αντί σκούρου μπλε ουρανό από έξω, ή σα το χρώμα
των σκέψεών του. Αν είχαν, θα ήταν γκρι, να συμβολίζει τη στειρότητα. Χαμήλωσε
τελείως τον ήχο και αντ’ αυτού άνοιξε την τηλεόραση. Κοιτούσε όμως τα
ταλαιπωρημένα του γόνατα, τους αστραγάλους και τα κουντεπιέ…
Οι αδιάφοροι ήρωες ήταν ο φόβος και ο τρόμος της. Καλύτερα να γράψεις κάτι
κακό παρά κάτι αδιάφορο, έτσι έλεγε πάντα στον εαυτό της. Και οι ήρωές της
τελευταία δεν ήταν κακοί, δεν ήταν ατελείς, δεν ήταν καν αναποφάσιστοι. Ήταν
αδιάφοροι. Κοιτούσε με ρυθμό μία την οθόνη του υπολογιστή και μία τα χειρόγραφά
της. Τα κοιτούσε σα να ήλπιζε πως εντέλει θα ενέδιδαν και θα της μιλούσαν ή,
ακόμα πιο αποτελεσματικά, θα γράφονταν από μόνα τους. Άκουσε κάποιον να
σκαλίζει τα σκουπίδια στο κάδο από έξω. Άλλοτε θα έβγαινε να δει, να πάρει ένα
ερέθισμα από το περιβάλλον, ή θα έπιανε αυτόν τον ήχο ως αρχή μίας ανεξέλεγκτης
φαντασίας. Πλέον ήξερε πως τίποτα από τα δύο δεν θα συνέβαινε και ούτε
προσπάθησε. Άρπαξε μία από τις χειρόγραφες σελίδες, πυκνογραμμένη και δυσανάγνωστη,
τη δίπλωσε και άρχισε να κάνει στον εαυτό της αέρα. Η ζέστη δε βοηθούσε τη
βαλτώδη κατάσταση που ένιωθε να την πνίγει. Όταν ο ήχος από το κάδο έπαψε,
επανήλθε στα αυτιά της η μονότονη μελωδία από το πάνω διαμέρισμα. Κάτι
μουρμούρισε, έβγαλε τα γυαλιά της και πήγε στο άλλο δωμάτιο.
ΙΙ.
Αν ο ήχος των σκουπιδιών και όσων επιβίωναν από αυτά περνούσε πλέον
αδιάφορος για τον χορευτή και τη συγγραφέα, σίγουρα τις επόμενες μέρες τους αιχμαλώτισε
η μυρωδιά τους. Όπως και ολόκληρη την πόλη. Η παρατεταμένη απεργία των
οδοκαθαριστών και η ογκώδης συσσώρευση σκουπιδιών και ανακυκλώσιμων στις γωνίες
κάθε τετραγώνου έγινε για μέρες το πρώτο θέμα προς συζήτηση, και για τους εν
λόγω δύο η τέλεια αφορμή αποσυντονισμού. Ποιος μπορούσε να δουλέψει υπό τέτοιες
συνθήκες; Κανείς. Ήταν εμφανές ότι η ίδια η πόλη σαμποτάριζε το έργο του
καθενός με την έμπνευση τους να σαπίζει υπό τους 40 βαθμούς, όμοια με τα
σκουπίδια. Η μουσική έπαψε και τα χειρόγραφα έμειναν στοιβαγμένα στην άκρη. Άλλες
προτεραιότητες εμφανίστηκαν και σε όσους ενδιαφέρονταν και ρωτούσαν, η απάντηση
ήταν: Καλά, ας μαζέψουν τα σκουπίδια πρώτα και βλέπουμε!
Τα σκουπίδια μαζεύτηκαν μετά από κάμποσες μέρες, κοντά στο χάραμα. Το πρωί
όσοι βγήκαν έξω χαμογέλασαν ανακουφισμένοι και κίνησαν για τις δουλειές τους. Η
συγγραφές, το πρωί, και ο χορευτής, το μεσημέρι, ωστόσο κοντοστάθηκαν στην
είσοδο της πολυκατοικίας αβέβαιοι για τα επόμενά τους βήματα. Κοίταξαν, σε
διαφορετικό χρόνο αλλά με ασύγκριτη ομοιότητα τον πολυσύχναστο δρόμο που
ανοιγόταν μπροστά τους, έριξαν μία ματιά πίσω τους στις σκάλες που οδηγούσαν
ξανά στα διαμερίσματά τους και τελικά παρασύρθηκαν από την κίνηση και τις φωνές
του δρόμου.
Comments
Post a Comment