του Π.Μ.
Βρέχει και κρατώ μια σκισμένη ομπρέλα
ανίκανη να συγκρατήσει το ερμητικό νερό
που με θράσος εισβάλλει στον νοητά ορισμένο μου χώρο
και χτυπάει το πρόσωπό μου ως μια διαρκής υπενθύμιση
του κατά τα άλλα αποκλεισμένου περιβάλλοντος.
Νερό ρέει άφθονο στην άκρη του δρόμου
εξαγνίζοντας την πόλη από τις σκέψεις της
καταλήγει στους υπονόμους
εκεί και όπου ανήκει.
Περπατώ κουτσαίνοντας με βάρος
η μνήμη της πτώσης νωπή και οι σταγόνες στο πρόσωπό μου ενδεικτικές
της τρομερής βροχής που με περιβάλλει και με αναγκάζει να κρατώ ομπρέλα
και ας είναι
σκισμένη
και ας βρέχομαι.
Το νερό δεν φεύγει από πάνω μου, παραμένει
μοιραία αγκιστρωμένο στην αύρα της σκέψης μου
εξαϋλώνεται δίχως να καταφέρει να καταλήξει κάπου
μολύνεται στην προσπάθεια να εξαγνίσει
και καταφέρνει μόνο να υπάρχει
μην εξυπηρετώντας άλλο σκοπό.
Πέφτει ευθέως στα μάτια μου
με την ίδια αγένεια των προβολέων ενός αμαξιού σε σκοτεινό δρόμο
τυφλώνει και συσσωρεύεται
δεν επιτρέπει να δω καθαρά
την βρωμιά της πόλης μου
του εαυτού μου.
Στάζει από τοίχους και γλείφει άτεχνες ζωγραφιές
μάταια προσπαθώντας να τις εξαφανίσει
όπως ένα ημιδιάφανο πέπλο επισκιάζει τον κόσμο μετά την απώλεια
και απαγορεύει σε όλα να το υπερβούν.
Η βροχή δεισδύει άκομψα παντού
μουλιάζει και μουχλιάζει
καθώς ταΐζει τα αναπτυσσόμενα τέρατα της σκέψης
τα ίδια που γεννιούνται στα μάτια
και πεθαίνουν στους υπονόμους.
Η αγαπημένη μου μέρα ήταν βροχερή.
Comments
Post a Comment