Να σηκώνεις ένα δέντρο που ‘πεσε στον αέρα,
να μεγαλώνεις ενώ μικραίνει η μέρα,
ν’ αναγνωρίζεις στα πλάσματα του ουρανού όσους πέταξαν
μακριά,
ν’ αναπνέεις την πρώτη αχτίδα του ηλίου και να του
στέλνεις τα βάρη σου
να τα κάνει φως της γης,
να στέκεσαι με κατανόηση
απέναντι στις εποχές που αλλάζουν κατά βούληση
αλλά ποτέ δίπλα τους, σ’ απορροφούν σα φύλλο.
Και όταν το σκοτάδι παίρνει μορφή μπροστά σου
να το κοιτάς στα μάτια ήσυχα
ν’ αναρωτιέσαι πόσο το αντέχεις πόσο όχι,
πόσο μοιάζετε πόσο διαφέρετε,
πόσο είναι ο Διάολος ο ίδιος πόσο μία παραίσθηση.
Να ξυπνάς τα ξημερώματα και να ‘χεις ήδη αργήσει.
Ν’ αγγίζεις το σώμα σου και να ‘ναι διαπερατό.
Κι η καταστροφή να ‘ναι η Τέχνη σου.
23
Νοεμβρίου 2015,
Πειραιάς.
Comments
Post a Comment