Τριανταφυλλάκια ξεραμένα στην έξαψή τους ·
ξυπνώ όπως πάντα, όπου πάντα
μα ξάφνου ξέρω να σου εξιστορήσω το πιο άπραγο ταξίδι ·
με πήγαιναν οι ρόδες , οι ράγες
με ανέπνεαν οι άνθρωποι
τους μιλούσα μα δεν έλεγα τίποτα.
Να μιλάς με ιστορίες και παραμύθια για την πραγματικότητα
·
δίνει άλλη διάσταση στον πόνο
κάνει τον άλλο παιδί να σε ακούει
πιστεύοντας σε ένα τέλος ανώδυνο.
Να μιλάς γλυκά σα να λες για τελευταία φορά σε κάποιον
την αγάπη σου ·
ομορφαίνει τις πιο άσχημες ώρες
και γαληνεύει τις πιο ταλανισμένες ψυχές
σηκώνει τα πιο κουρασμένα σώματα για μια βόλτα στον κήπο
ή έστω για μια ματιά μέχρι το παράθυρο.
Στην Χώρα του Ποτέ μαζεύτηκαν τα σύννεφα
κι έβρεξε για όσο οι άνθρωποι δάκρυσαν.
Κι ύστερα ο Ήλιος στάθηκε φύλακας του κόσμου
κι η Σελήνη έγινε η νέα του γη.
Κανείς όμως δε μπορούσε να συνηθίσει τη ζωή
μακριά από τη Χώρα που αναγκάστηκε ν’ αφήσει · το πιο
σκληρό ταξίδι.
Περνούσαν οι μέρες στο βασίλειο,
μα οι νεκροί δε ‘δίναν ίχνος ανάπαυσής τους.
Περνούσαν οι νύχτες,
μα στα όνειρα οι σύμβουλοι απουσίαζαν.
Περνούσαν τα χρόνια άξαφνα
κι εγώ μεγάλωνα.
Να μου μιλάς σα να ‘μαι ακόμα το παιδί που αποκοιμήθηκε
άρρωστο στον καναπέ σκεπασμένο με τη γούνα της γιαγιάς του…
16 Νοεμβρίου 2015,
Πειραιάς.
Comments
Post a Comment