Skip to main content

Ο κόκκινος φακός *

Ένας παλιός περίπατος σε μία παλιά Τρούμπα…


Οδός Νοταρά, Bar Europa. 

Εφαρμόζω πάνω από τον φακό το κόκκινο φίλτρο. Έτσι τώρα ο φακός μου είναι κόκκινος. «Η περιοχή της Τρούμπας οριζόταν από το τετράγωνο των οδών Ηρώων Πολυτεχνείου, Ακτής Μιαούλη, Φιλελλήνων και Χαριλάου Τρικούπη.» Θα εμπιστευτώ τον Παναγιώτη σε αυτό, χρόνια αστυνομικός της Νομαρχίας Πειραιά, ξέρει πολύ καλά τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί εκείνη την περίοδο. «Τα κακόφημα στέκια ήταν συγκεντρωμένα στις οδούς Φίλωνος, Κολοκοτρώνη και Νοταρά, οι οποίες βρίσκονταν μέσα στο τετράγωνο αυτό. Στην Αθήνα την εποχή εκείνη γνωστή για τους οίκους ανοχής ήταν η οδός Ακομινάτου και στον Κορυδαλλό το Γηροκομείο – το οποίο αργότερα γκρεμίστηκε και χτίστηκαν οι φυλακές – για τις συχνές επισκέψεις γυναικών από καμπαρέ και οίκους ανοχής.»
            Φτάνοντας στο τετράγωνο της Τρούμπας αναζητώ, σαν παιδί θα τολμούσα να πω, απομεινάρια του άλλοτε δακτυλοδεικτούμενου ‘τόπου ακολασίας’. Τα εγκαταλελειμμένα, παλιά κτήρια είναι ελάχιστα, χωρίς βέβαια γνωστοποίηση της όποιας πρώην λειτουργίας τους. Η πλειονότητα των υπολοίπων κτηρίων στεγάζουν ναυτιλιακές εταιρείες ή μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις. Κάποιες οικοδομές ανάμεσά τους, κάποια καφενεία, μερικά νυχτερινά μαγαζιά και το Προξενείο της Ουκρανίας στον τέταρτο όροφο ενός κτηρίου με επιχειρήσεις. Μπορώ μόνο να φανταστώ την τότε Τρούμπα, μία από τις παλαιότερες συνοικίες του Πειραιά…  

Οδός Φιλελλήνων, Μαγειρείον Γαλαξίας.

«Κακόφημα στέκια αποτελούσαν τα καμπαρέ και οι οίκοι ανοχής. Στα πρώτα οι πελάτες μπορούσαν μόνο να παρακολουθήσουν χορευτικά νούμερα κοριτσιών που εργάζονταν εκεί, ενώ στους δεύτερους άνθιζε ο αγοραίος έρωτας. Στην Τρούμπα πάντως σύχναζαν και ομοφυλόφιλοι, οι οποίοι βέβαια δεν εργάζονταν επίσημα σε κάποιο από τα εν λόγω μαγαζιά ή ‘σπίτια’, αλλά περιορίζονταν στο πεζοδρόμιο και ήταν συνήθως επιφανείς άνδρες της πειραϊκής κοινωνίας! Χωρίς να βρίσκονται στην ίδια πληθώρα, στην Τρούμπα και την ευρύτερη περιοχή του Πειραιά στεγάζονταν τα λεγόμενα ‘χαμαιτυπεία’, όπου σύχναζαν ‘οι μάγκες του Πειραιά’, άκουγαν ρεμπέτικη μουσική, κάπνιζαν ναργιλέδες και έκαναν χρήση χασίς, εξού και η ονομασία ‘χασικλήδες’. Τέτοια μαγαζιά υπήρχαν και στη Δραπετσώνα, την Κοκκινιά και το Πέραμα.»

Οδός Νοταρά, πρόσκληση...

Στα πεζοδρόμια πηγαινοέρχονται που και που βιαστικά άνθρωποι, οι οποίοι είτε μπαίνουν είτε βγαίνουν από εταιρείες. Θέλω να ρωτήσω κάποιον αν γνωρίζει τι ήταν παλιά το ερημωμένο νεοκλασικό σπίτι που φωτογραφίζω, αλλά σκέφτομαι πως κανείς δεν θα ξέρει να μου απαντήσει και γυρίζω στη δουλειά μου. Οι άλλοτε πασίγνωστοι ‘μαντάμ’ και ‘προστάτης,’ πλέον περνούν αδιάφοροι… «Η ‘μαντάμ’ ή διαφορετικά ‘τσατσά’ ήταν υπεύθυνη της όλης οργάνωσης και πελατείας του ‘σπιτιού’ και ο ‘προστάτης’ ή αλλιώς ‘αγαπητικός’ πατρόναρε τις κοπέλες. Σπάνια συνυπήρχαν σε έναν οίκο, συνήθως αρκούσε μόνο ένας από τους δύο ρόλους. Όταν όμως συνυπήρχαν και οι δύο, έκλειναν συμφωνίες μεταξύ τους για τα ποσοστά που θα λάμβανε ο καθένας από τα έσοδα. Όσο για τις κοπέλες που εργάζονταν, αμείβονταν πενιχρά, ο μισθός τους δεν αντιστοιχούσε ούτε στα μισά απ’ όσα έδινε ένας μόνο πελάτης! Η διατροφή τους ήταν υποχρέωση των υπευθύνων για αυτές, ενώ έμεναν σε δωμάτια που τους νοίκιαζαν οι ίδιοι. Λιγότερο συχνά έμεναν μέσα στους ίδιους τους οίκους ανοχής. Τα ίδια ίσχυαν περίπου και με την οργάνωση των καμπαρέ. Εκεί όμως συναντιόταν και το ζήτημα των ποτών, καθώς δεν ήταν ‘καθαρά’, αντίστοιχα με τις σημερινές ‘μπόμπες’, οι τιμές τους ήταν αδικαιολόγητα υψηλές, ενώ γινόταν και εκτεταμένη χρήση χασίς.»

Οδός Λεωσθένους, 28: νεοκλασικό.

Έχει πολύ όμορφη μέρα σήμερα, ηλιόλουστη. Αυτό κάνει την φωτογράφισή μου πιο ευχάριστη και αποδοτική. Μπορώ να χρησιμοποιήσω τον ήλιο ως ‘συνεργό’ στις φωτογραφίες και να αναδείξω όποιες περιοχές προτιμώ. Σαφώς, το φως του ήλιου τα κάνει όλα ευκολότερα. Η Τρούμπα όμως ήταν ‘συνοικία της νύχτας’.  

 Λεωσθένους 28: φωτογραφία μέσα από τη σπασμένη ξύλινη εξωτερική πόρτα. 

«Τα τμήματα Τάξεως, Ασφαλείας και Ηθών έκαναν συχνές περιπολίες στη συγκεκριμένη περιοχή. Γίνονταν δεκάδες προσαγωγές κάθε βράδυ και επενέβαιναν στις περιπτώσεις που οι ενέργειες των μαγαζιών ή των σπιτιών ξέφευγαν από τις άδειές τους ή προέκυπταν νομικές παραβάσεις, οποιασδήποτε μορφής. Το πρωί τα πράγματα ησύχαζαν, τα μαγαζιά και οι οίκοι ανοχής έκλειναν για να γίνει το ‘συμμάζεμα’ των προβλημάτων της προηγούμενης νύχτας.»
       Γιατί οι οίκοι ανοχής, τα καμπαρέ και τα υπόλοιπα μαγαζιά της Τρούμπας λειτουργούσαν νόμιμα, με άδειες.
            «Τα καμπαρέ τις παραβίαζαν με τη διακίνηση ναρκωτικών, τις ‘μπόμπες’, τις υπερβολικά υψηλές τιμές και την έλλειψη τήρησης του καθορισμένου ωραρίου τους – συνήθως τα βράδια έκλειναν ακόμα και ώρες αργότερα απ’ ό,τι ήταν υποχρεωμένα. Οι οίκοι ανοχής συνήθως έφερναν και κορίτσια ανήλικα, ακόμα και 14 ετών, να δουλέψουν, πράγμα φυσικά παράνομο. Όταν το ανακάλυπτε η αστυνομία, τα κορίτσια αυτά στέλνονταν σε αναμορφωτήρια και αυτοί που τα παραπλάνησαν – η ‘τσατσά’ ή ο ‘προστάτης’ – δικάζονταν ως ηθικοί αυτουργοί. Τότε στους οίκους ανοχής και στα καμπαρέ δούλευαν κυρίως Ελληνίδες κι ελάχιστες ξένες κοπέλες, ενώ ανά δεκαπενθήμερο ή κάθε μήνα περνούσαν από τους οίκους ανοχής υγειονομικοί ιατροί για να ελέγξουν τις κοπέλες για αφροδίσια νοσήματα και άλλες ασθένειες.»  

Έχοντας περπατήσει: στην αρχή του πεζόδρομου της Σωτήρος, κούκλα από κατάστημα ρούχων, ξεχαρβαλωμένη για πέταμα.

Βγαίνω στην Ακτή Μιαούλη, το λιμάνι του Πειραιά απλώνεται μπροστά μου. Ένα κρουαζιερόπλοιο έχει αγκυροβολήσει κοντά στην περιοχή και τουρίστες βολτάρουν στο λιμάνι χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Εξάλλου σε λίγες ώρες θα επιβιβαστούν πάλι και θα αναχωρήσουν.
            «Τα μεγαλύτερα επεισόδια δημιουργούνταν όταν έφταναν στο λιμάνι του Πειραιά πολεμικά καράβια από ξένες χώρες, κυρίως Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Αμερική. Οι προστάτες κατέβαιναν στο λιμάνι για να ‘παραλάβουν’ τους ναύτες και να τους οδηγήσουν στα μαγαζιά τους. Σχεδόν κάθε φορά προκαλούνταν καυγάδες με τραυματισμούς ή ακόμα και θανάτους από τον ανταγωνισμό των προστατών.
            »Πέραν αυτών, στην περιοχή της Τρούμπας καθημερινά λάμβαναν χώρα μαχαιρώματα και ξυλοδαρμοί, και οι δράστες ήταν κυρίως μεθυσμένοι ή υπό την επήρεια ουσιών. Βέβαια, πολλές φορές τα μαχαιρώματα ήταν αποτέλεσμα παρεξηγήσεων, σοβαρών και μη.
                »Προβλήματα προκαλούσαν και οι ναύτες. Τσακώνονταν, έσπαγαν πράγματα στα μαγαζιά – αν όχι τα ίδια τα μαγαζιά! Όταν οδηγούνταν στο αστυνομικό τμήμα, πολλές φορές η συμπεριφορά τους ήταν ακόμα κι εκεί ανάρμοστη. Η ελληνική αστυνομία τους κρατούσε μέσα και καλούσε την αστυνομία της αντίστοιχης χώρας, η οποία ερχόταν να αναλάβει δράση… Οι κυρώσεις τους ήταν μεγάλες. Θυμάμαι δύο Γερμανούς μια φορά, είχαν σπάσει ένα καμπαρέ, είχαν δείρει δύο αρχιφύλακες, ήταν μαστουρωμένοι από ναρκωτικά. Όταν ειδοποιήσαμε και ήρθε η δική τους αστυνομία από το καράβι, πέφτανε κάτω, τους προσκυνούσαν, σήκωναν τα χέρια και τους φυλούσαν τα πόδια. Και θυμάμαι μας είπε ο επικεφαλής της αστυνομίας τους: ‘Έχουν να πάθουν τώρα αυτοί της αλεπούς τον θάνατο! Τους έχουν δοθεί αυστηρές εντολές να μη δημιουργούν επεισόδια όταν βρίσκονται σε ξένα λιμάνια!’.

Λιμάνι Πειραιά, το κρουαζιερόπλοιο δίπλα στο τελωνείο του ΟΛΠ. 

»Όταν πάλι συλλαμβάνονταν προστάτες, αφού τους πήγαιναν στο τμήμα, τους ξύριζαν το μουστάκι και επειδή μέσα στο κρατητήριο φορούσαν το σακάκι τους μόνο με το ένα μανίκι, ‘μάγκικα’, τους έκοβαν το άλλο. Αυτά τα είχε καθιερώσει ο Μπαϊρακτάρης, διευθυντής Ασφαλείας Αθηνών, και τα ακολουθούσαν και τα υπόλοιπα τμήματα. Βέβαια όλα αυτά ήταν ατιμωτικά και ντροπή για αυτούς που συλλαμβάνονταν, γι’ αυτό προσπαθούσαν να μη συχνάζουν στην Τρούμπα ή να κρύβονται από την αστυνομία. Όταν πάντως συναντούσαν κάποιο αστυνομικό, έλεγαν ‘διευθυντά μου, τι κάνεις;’ ή ‘έλα να πιούμε κάτι μέσα να τα πούμε!’.
            »Μετά από επεισόδια, καμπαρέ ή άλλου τύπου μαγαζιά σφραγίζονταν από την αστυνομία και μπορούσαν να ξανανοίξουν μετά από ειδικές διαδικασίες και με διαφορετική λειτουργία, ως εστιατόρια ή καφενεία, γιατί απαιτούταν καθαρό ποινικό μητρώο προκειμένου κάποιος να είναι ιδιοκτήτης καμπαρέ ή οίκου ανοχής! Ωστόσο, τα καινούργια μαγαζιά διέθεταν μόνο στα χαρτιά διαφορετικές άδειες, η λειτουργία τους ήταν κατά κανόνα ίδια με πριν.»

Μαγαζιά στην οδό Αγ. Σπυρίδωνος, 3 τετράγωνα από την Τρούμπα.

Η ιστορία της Τρούμπας είναι η ιστορία του περιθωρίου, ιδιαίτερα όσον αφορά τις εργαζόμενες γυναίκες εκεί. Ακόμα και χωρίς συγκεκριμένες γνώσεις, μπορούσα εξ αρχής να φανταστώ τις αντιδράσεις του κοινωνικού συνόλου. Τα όσα μου είπε ο Παναγιώτης δε με διέψευσαν.
            «Στις παρυφές του μεγάλου τετραγώνου της Τρούμπας τύχαινε να κατοικούν οικογένειες, οι οποίες τα βράδια κρεμούσαν ταμπέλες έξω από τις πόρτες τους, στις οποίες αναγραφόταν η εξής φράση: εδώ μένουν οικογένειες! Ο λόγος; Αργά το βράδυ ή νωρίς τα ξημερώματα, αφού το γλέντι στην Τρούμπα τελείωνε, πολλοί μεθυσμένοι ή υπό την επήρεια χασίς χτυπούσαν κουδούνια και πόρτες, ακόμα και σε σπίτια που δε βρίσκονταν στο τετράγωνο της Τρούμπας. Για την ακρίβεια, είχαν δημιουργηθεί τόσα προβλήματα και οι οικογένειες φοβούνταν τόσο πολύ που πολλές είτε πούλησαν τα σπίτια τους εκεί – σε πολύ χαμηλές τιμές προφανώς – και μετακόμισαν είτε νοίκιασαν άλλα, έξω από την Τρούμπα.
     »Για τον υπόλοιπο κόσμο, όλοι όσοι εργάζονταν στην Τρούμπα ήταν δακτυλοδεικτούμενοι. Όσες γυναίκες είχαν παιδιά, τα μεγάλωναν συγγενείς. Μερικές φορές δε γνώριζαν καν τις φυσικές μητέρες τους, αλλά το σίγουρο είναι ότι σπανιότατα ενημερώνονταν για το επάγγελμά τους. Τις φορές που τύχαινε να μαθευτεί ότι ένα παιδί είχε μητέρα που δούλευε στην Τρούμπα, αμέσως δημιουργούταν μία πλήρης απαξίωση γι’ αυτό, άσχετα απ’ την ηλικία του.»  

Κουδούνια σε εγκαταλελειμμένο σπίτι της οδού Κολοκοτρώνη. 

Η Καίτη, σύζυγος του Παναγιώτη που είναι μαζί μας σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, συμπληρώνει: «Το πρωί τους έβλεπες να κοιμούνται στα πεζοδρόμια, μερικοί ακόμα και λιπόθυμοι. Μπορούσες όμως να δεις να κάνουν και έρωτα μες στο δρόμο, κι ας ήταν πρωί! Από το σχολείο μας είχαν πει απλά να μην περνάμε ποτέ από αυτά τα στενά, αλλά πάντα από τον κεντρικό δρόμο, χωρίς να κάνουν κανένα άλλο σχόλιο. Δεν συζητούσαμε γι’ αυτό. Τότε η Ράλλειος ήταν δίπλα στο Δημοτικό Θέατρο και απέναντί μας ήταν η Ιωνίδειος. Πολλές φορές περνούσαν από κάτω δύο αδελφές που τους ανήκαν οίκοι ανοχής στην Τρούμπα και βγαίναμε και από τα δύο σχολεία στα παράθυρα, κυρίως απ’ την Ιωνίδειο που ήταν τότε αρρένων, και φωνάζαμε ‘Μαντάμ! Μαντάμ!’.»
            Ο Παναγιώτης θυμάται ένα άλλο περιστατικό: «Δούλευα στο 5ο Νικαίας εκείνη την περίοδο. Και υπήρχε ένας με την καλύτερη φήμη στη Νίκαια. Όμως ήταν ομοφυλόφιλος και τα βράδια δούλευε στην Τρούμπα. Είχε έρθει και μου είχε πει μια φορά ‘Προς Θεού, μη μαθευτεί πουθενά ότι κάνω αυτή τη δουλειά!’. Οι πελάτες όμως είχαν μεγάλο στόμα και τα μυστικά διέρρεαν…»  

 Σκαραβαίος στην οδό Φιλελλήνων. 

Έχοντας περπατήσει λίγο στο λιμάνι, η φωτογράφιση μου φτάνει προς το τέλος της. Χάρη στην συνέντευξη, κατάφερα κυρίως να αναπαραστήσω στο μυαλό μου την Τρούμπα της τότε εποχής. Μου είναι εμφανές ότι πια δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα από αυτή την συνοικία που όλοι απέφευγαν.
            «Ο κόσμος μέρα με τη μέρα αγανακτούσε περισσότερο με την κατάσταση και τα επεισόδια στην Τρούμπα και επί Αριστείδη Σκυλίτση – την περίοδο της Χούντας – συντονίστηκαν όλοι οι αρμόδιοι φορείς, και μαγαζιά και ‘σπίτια’ αναγκάστηκαν να κλείσουν μετά από κυβερνητική απόφαση. Σε μία προσπάθειά τους να μείνουν τα μαγαζιά και τα ‘σπίτια’ ενωμένα, μαζί, στην ίδια περιοχή και να μην φύγουν από την Τρούμπα, οι γυναίκες πραγματοποίησαν διαμαρτυρίες και πορείες. Τελικά καθένας τράβηξε το δρόμο του μόνος και οι οίκοι ανοχής και τα καμπαρέ σκόρπισαν…» 

 Αναδιαμόρφωση του χώρου στην Τρούμπα.

Αυτή είναι η ιστορία του περιθωρίου, όχι τόσο λόγω των επαγγελμάτων καθαυτών όσο των περιστατικών και της κατάληξης – ή ακόμα και εκδίωξης – ανθρώπων και συνοικίας. Είναι και μία ιστορία της καθημερινότητας, μίας κάποιας καθημερινότητας · του χλευασμού, του εξαναγκασμού, της αδιαφορίας, της αγανάκτησης · αλλά σίγουρα και ευχάριστων στιγμών, γέλιων, ελπίδας, προσφοράς. Είναι μία ιστορία πολύπλοκη, που αλλάζει μορφές. Τέλος, είναι μία ιστορία ανθρώπινη, και ας επιμένουμε να την αγνοούμε.               Το κόκκινο φίλτρο θα κάνει τις φωτογραφίες μου πιο γλαφυρές μετά τη μετατροπή τους σε ασπρόμαυρες · μία άλλη οπτική. Και μία άλλη Τρούμπα, αυτή που γνώρισα εγώ, απ’ αυτή του Παναγιώτη, αφημένη να διαβρωθεί στη μνήμη… 

Λιμάνι Πειραιά, στον κόκκινο φακό...

Δύο χρόνια σχεδόν μετά την πρώτη δημοσίευση αυτού του αφιερώματος, εν έτει 2014 μαγαζιά ψυχαγωγίας και εποχιακές δράσεις άρχισαν να εμφανίζονται στο τετράγωνο αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Τρούμπας, αφορμώμενα από το παρ’ ολίγον ξεχασμένο παρελθόν της διαβόητης red-light district του Πειραιά. Μαζί με αυτά, βγήκαν στην επιφάνεια και εστιατόρια με έθνικ κουζίνα που βρίσκονταν ήδη καιρό εκεί. Μία ‘κακόφημη συνοικία’, ανοιχτή σε όλους πλέον, αναδομείται σταδιακά πλάι στο λιμάνι...!  


* Βασισμένο σε συνέντευξη την 1η Δεκεμβρίου 2009 και σε φωτογράφιση την 19η Οκτωβρίου 2011. Φωτογραφίες: Ελένη Κότσιρα και Χαράλαμπος Λεοντίδης. 
Πρώτη δημοσίευση στη λογοτεχνική εφημερίδα του Ζαννείου Πειραματικού Γυμνασίου Πειραιά, «Ζιζάννειο», τεύχος 14, Ιανουάριος 2012, σς. 17-21.   

Comments

Popular posts from this blog

Έγκλημα στη Σαμοθράκη

Συγκλονιστικές είναι οι εξελίξεις σχετικά με το μέχρι στιγμής ανεξιχνίαστο έγκλημα στη Σαμοθράκη. Η σωρός του Μολδαβού επιχειρηματία βρέθηκε τελικά σε δύσβατο κομμάτι του βράχου Βρυχού, περιφερειακά του οικισμού της Χώρας. Η αστυνομία κάνει λόγο για δολοφονία, αλλά δεν έχει δώσει προς το παρόν λεπτομέρειες για τυχόν υπόπτους ή για τον τρόπο που αφαιρέθηκε η ζωή του θύματος! Ρίγος στην τοπική κοινωνία εν μέσω καλοκαιριού! Θα επιστρέψουμε κοντά σας μόλις έχουμε νεώτερα... Ο αστυνόμος Μακρής έκλεισε το ραδιόφωνο με αργές, σχεδόν θεατρικές κινήσεις. Όχι πως ήταν λάτρης του σανιδιού · μάλλον το αντίθετο. Τον επιβράδυνε περισσότερο η σκέψη της τελευταίας φράσης που άκουσε. Θα επιστρέψουμε κοντά σας μόλις έχουμε νεώτερα... Ήξερε τι σήμαινε αυτό. Το τηλέφωνο θα χτυπούσε σύντομα. Στην Αλεξανδρούπολη επικρατούσε πνιγηρή ζέστη. Ο απογευματινός παραλιακός περίπατος περισσότερο είχε αυξήσει παρά ανακουφίσει τη δυσφορία που ήδη ένιωθε. Βέβαια δεν ήταν μόνο ο καιρός. Στην πρα...

Mountain stars (a collection of irregular haikus)

I Your dreams are lately red. In the defiant light of the sun we appear less clean. What if I hide underneath the surface of the sea? Love was supposed to be effortless at start. Same songs same rain all the things you are doing with others. Storms unleashed threads pending cuts; your dreams are red. II Night butterflies fill the room night flowers drop tears reflections of us populate the walls underneath the sky I inhale the stars. The sea will expand to the world’s end (I know now) mountains will for once retract is it possible is it thinkable to stand here still? May 2024, Samothraki.

Μικρό καλοκαίρι

Ι Η υγρασία της θάλασσας σκεπάζει τη στεριά αντικριστά και μπαίνει μέσα μου. (Βρέχει ανεπαρκώς.) ΙΙ Τα δρομολόγια των πλοίων φεύγουν  κανονικά μα δεν επιστρέφουν πια. ΙΙΙ Ο βραδινός ουρανός διαστέλλεται  το ίδιο και η κόρη του ματιού · κάθε νύχτα ο ορίζοντας τρώει λίγο ακόμα από τη στεριά και κάθε ξημέρωμα η θάλασσα μας έχει κυκλώσει λίγο περισσότερο. IV Βουλιάζουμε. Σεπτέμβριος 2024, Σαμοθράκη.

Safe place

What it feels like to watch the ferry sail from ashore an island remote urged to absorb and write about all; the smallness of the houses the vastness of the stars the firmness of the mountain and the thriving sun the  stove  warmth the cricket songs the raven flights the goat bells from within the heights; what it is like looking for the winter in the uncanny light of the dusk and wanting to stop, eat up the day, and again start. Once, I walked at night in the dark crossing the ancient forest and ever since I walk, the forest every night. Samothraki, November 2024.

Bosphorus

In their cracky voices the seagulls talked – they truly did talk – about things that parted continents and seas. The crowd moved in a mass dance a choreography of nothing momentarily interrupted by streetcars. And the waters howled underneath they howled like a heartbeat soon (any moment now) to cease. Souls passed me by; some lost some wandering and some mine. Jan. 2024, Istanbul.

Composition

  I Irregular images go by quite naturally. II A pull deep inside the wave plunges before the shore. III A procession of doors shutting firmly behind me. IV A further pull the water mumbles far from the shore. V Gardens how in their beauty spread in front of me. VI Hooded crows paired in the skies time-travellers alike. VII Stairs beneath my feet rise in rambling buildings. VIII A single white feather by the wind carried across horizon deep. IX The train with all its nine coaches drags in tunnels stoically. X Sky creatures bizarrely by me undisturbed in the same sea. XI Words of use written or spoken lavishly, kindly. XII Thick shadows of the olive trees for a moment still unnaturally. XIII In a bookstore’s poetry section we speak for ten minutes then never again. XIV All the sounds finally surrender to the eyes’ silence. Summer 2024, London – Samothraki. Picture: Tavist...

Τι σχέση έχει ο Πάνακτος Βοιωτίας με τον Λουτρόπυργο Νέας Περάμου; Η κατάρρευση της οικειότητας

  Καμία. Τα χωρίζουν 32 χιλιόμετρα, ένα όρος, ένα τεράστιο δάσος και τα “σύνορα” νομών Βοιωτίας και Αττικής. Απ’ όσους οδηγούς έχουν σταματήσει ανά τα χρόνια έξω από το εξοχικό μας στον Κάτω Λουτρόπυργο για να ζητήσουν οδηγίες, κανείς ποτέ δεν κατευθύνθηκε προς τον Πάνακτο, ή προς τα Δερβενοχώρια. Κι εμείς ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι ο Πάνακτος ή τα Δερβενοχώρια είναι κοντά προκειμένου να πάρουμε το αυτοκίνητο και να πάμε βόλτα προς τα εκεί. Πώς γίνεται λοιπόν μία φωτιά που είχε ξεκινήσει στον Πάνακτο Βοιωτίας να βρίσκεται δύο μέρες μετά στον Άνω Λουτρόπυργο, και συγκεκριμένα δίπλα στην Ολυμπία Οδό; Και πως γίνεται άλλες δύο μέρες μετά από αυτό η φωτιά να έχει σχεδόν κάνει κύκλο περνώντας από τα Μέγαρα και να έχει επιστρέψει στην Οινόη; Βρισκόμαστε μπροστά στην κατάρρευση της οικειότητας, αντιμέτωποι με την αδυναμία πλέον να ορίσουμε τι μας είναι γνώριμο. Το γνώριμο γίνεται γρήγορα άγνωστο, ακόμα και άγονο. Οι αναμνήσεις δεν βρίσκουν τόπο να σταθούν · μετά από κάθε οριοθέτησή...

April’s fools

I All our traumas sat around the table to dine courteously and with crooked smiles (too civilised for their own good). They exchanged words superfluous and untherapeutic. They drank until it was late and memory appeared to dissolve into nothingness. II Sometimes even after all this time, when the restaurant is empty and the music has stopped, I hear them trying to re-emerge from the surfaces that surpassed them the flowers that outlived them the lights that fooled them – intoxicated and vindicated by no one – into the shadows. I ask myself, sometimes, what will happen if they ever escape the shadows only to find that the dining table has since been replaced and most of their torturous attachments have ceased to be? What hidden and unresolved traumas will we have then? April 2024, Athens. Photograph: March 2024, Loutropyrgos.

From Katrina to Samothraki: Another Deluge.

The Chóra of Samothraki two years ago, on Tuesday 20 October 2015. It was two years ago that I was arriving in Samothraki, no longer a tourist but in preparation for my PhD fieldwork application. It was the same days as this year’s floods that I, ambitious and with a questioning spirit, was stepping foot on the island, just two years ago. Two years following those first days everything is so different. Pictures depict a landscape all the sudden alienated, a stranger. Questions bear no longer their fruitful character, but instead awake nightmares. Words do not flow; and experience is a repetitious limbo stuck in mind. Walking amongst the debris and mud last week, in the aftermath of the pouring rain and squall, I could not raise my hands, hold the camera steadily and take pictures. Who would like to remember this anyway? Who would possibly like to store and return to such pictures in time? Four years ago, while taking a semester of my BA course in Social Anthropo...

Before

I shouldn't have said a word to begin with. Because words hit like waves against coastal cliffs; they make an impression and then retreat to the their chaotic origins – be it sea or sin. 26 Jul. 2020 Photograph: Thessaloniki, Oct. 2023