του
Π.Μ.
05/08/2018
Ο
αέρας μπλέκει τα μαλλιά μου και τα οδηγεί
στα μάτια μου.
Το
στιβαρό ξύλινο τραπέζι άψογα στηρίζει
τα δύο υψωμένα πόδια μου.
Το
αχνό φως μιας μοναδικής λάμπας οριακά
επαρκεί για να διαβάζω.
Ο
ήχος του κύματος σαν άλλο εκκρεμές
συγχρονίζει την διάθεσή μου και το
σκοτάδι που ενώνει την θάλασσα με την
απέναντι στεριά συνθλίβει τις ελπίδες
μου.
Η
κενή καρέκλα δίπλα μου υπενθύμιση ενός
άλλου παρελθόντος, ίσως και μέλλοντος
που πνίγηκε στην ανήσυχη θάλασσα.
Προσωπεία
περίτεχνα δομημένα ώστε να κρύψουν τον
πόνο.
Αέρας
γεμάτος από δάκρυα που φοβόμαστε να
χύσουμε.
Το
κύμα καλύπτει τις κραυγές που φοβόμαστε
να αρθρώσουμε.
Το
μαύρο της θάλασσας κουκουλώνει τον
φωτεινό ορίζοντα που φοβόμαστε να
διακρίνουμε.
Η
ζωή χωρίς εσένα βυθισμένη στην ανείπωτη
ματαιότητα του κύματος· μας έλκει ο
βυθός μόνο για να αφεθούμε ορμητικότερα
στην επιφάνεια.
08/08/2018
Λόγια
του παρελθόντος και όμως αντηχούν στο
μέλλον.
Χτίζουν
ιστούς από ενδεχόμενα και καταλήξεις.
Προσπαθούμε
διαρκώς να εντοπίσουμε το τέλος του
ιστού.
Και
όσοι είναι στο τέλος μάταια γυρεύουν
το νήμα που βγάζει στην αρχή.
Για
τους απαισιόδοξους όμως είναι μονόδρομος.
Σε
αυτόν τον ιστό δομούμε μια ζωή.
Τοποθετώντας
λανθασμένα, συχνά, την αρχή· αναζητώντας
μανιωδώς το ένα
επιθυμητό τέλος.
Μα
σαν χαθούμε (αλίμονο σε όσους δεν
χάνονται) σαστίζουμε και ακροβατούμε.
Αναζητούμε
να πηδήσουμε σε νήματα αλλότρια,
φοβούμενοι να αντικρίσουμε την κατάληξή
μας.
Και
όσοι από φόβο διαρκώς μεταπηδούν, πέφτουν
στο κενό, γυρεύοντας μάταια ένα τέλος
σε μια διαδρομή χωρίς νήμα.
Και
όσων το νήμα είναι μικρότερο του
επιθυμητού (πόσο να ’ναι αυτό άραγε;) η
θύμηση μας φέρνει στεναγμούς.
Και
χάνουμε το δρόμο μας μάταια προσπαθώντας
να καταλάβουμε τον σύντομο δικό τους.
Φωτογραφία:
Αίγινα, 19 Αυγούστου 2018.
Comments
Post a Comment