Ι.
Περιμένοντας στην παραλαβή αποσκευών του αεροδρομίου, παρατήρησε την αφίσα
για το φεστιβάλ νέων χορογράφων φτιαγμένη με μία φωτογραφία του Άρη από τις
πρόβες που είχαν ήδη προηγηθεί. Μηχανικά τράβηξε το κινητό της και έβγαλε την
αφίσα φωτογραφία. Οι αποσκευές άρχισαν να εμφανίζονται στον κυλιόμενο διάδρομο
και σύντομα εντόπισε τη δική της. Στην Αθήνα έκανε ακόμα ζέστη, αν και είχαν
φτάσει ήδη στα μέσα του Σεπτέμβρη. Μόλις το κινητό της έπιασε το δίκτυο
τηλεφωνίας, έκανε την κλήση.
«Έλα, Άρη, έφτασα.»
ΙΙ.
«Είναι που αυτά που σε βαραίνουν σε γειώνουν κιόλας και πατάς γερά τα πόδια
σου στη γη. Αυτό σε κάνει καλύτερο χορευτή και πιο εμπνευσμένο χορογράφο. Και στους
δύο σου ρόλους, ο στόχος γίνεται κοινός: να πετάξεις», είπε ο Άρης σε μία από
τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων που ακολούθησαν την παρουσίασή του, το πρώτο
βράδυ του φεστιβάλ.
«Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε σε αυτή την προσέγγιση;»
«Μία φίλη», απάντησε απλά Άρης.
«Και τι να περιμένουμε στην πρεμιέρα της ολοκληρωμένης σας δουλειάς το
χειμώνα;»
«Την ιστορία δύο νυχτών».
ΙΙΙ.
«Δύο ή χίλιες και δύο;», τον ρώτησε χαμογελώντας η Πέτρα μόλις έφτασε στο
καμαρίνι του, όπου τον περίμενε να τελειώσει από τις συνεντεύξεις.
«Δεν θα ήθελα να κλέψω τον τίτλο του νέου σου βιβλίου», είπε εκείνος κι
έκλεισε το μάτι.
Έβγαλε από την τσάντα της έναν ογκώδη πάκο τυπωμένα χαρτιά και του τον
έδωσε. Στην πρώτη σελίδα αναγραφόταν με μεγάλα πλαγιαστά γράμματα ο τίτλος ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΥΟ ΝΥΧΤΕΣ.
«Το τελικό χειρόγραφο. Το παρέλαβε πριν λίγο και ο εκδότης. Συναγωνιστείτε ποιος θα το τελειώσει πρώτος!»
«Εννοείται εγώ! Πώς θα ολοκληρώσω τη χορογραφία;»
«Τελικά πόσο σου βγαίνει σε χρόνο;»
«Σαράντα λεπτά, ίσως πάει σαράντα πέντε.»
«Η μουσική εντάξει;»
«Θα στην βάλω να την ακούσεις τις επόμενες μέρες. Πώς σου φαίνεται η Αθήνα;»
«Ζεστή! Κι οι πρόβες που μου έλεγες θα πρέπει να ήταν εξουθενωτικές με
τέτοιες θερμοκρασίες.»
«Δεν εννοούσα αυτό…», επέμεινε ο Άρης και την κοίταξε με νόημα.
«Γνωστή», είπε και απλά χαμογέλασε. «Πλέον. Από το βράδυ που ανταλλάξαμε ρόλους συνειδητοποίησα πως
δε μπορώ να γράφω πλέον για γνωστά μου πράγματα.»
«Πάλι καλά που δεν συνειδητοποίησες πως δεν μπορείς πλέον να γράφεις
γενικώς!», είπε ο Άρης και γέλασε τόσο δυνατά που το κεφάλι του έκανε μία
ελαφριά κλήση προς τα πίσω.
«Κι εσύ πως δεν μπορείς να χορεύεις!»
ΙV.
Ο Άρης τοποθέτησε το χειρόγραφο στον σάκο όπου βρίσκονταν και οι σημειώσεις
που του είχε κάνει δύο μήνες πριν η Πέτρα ακούγοντας τη μουσική του. Κυρίως
κόλλες με λέξεις δηλαδή∙ συναισθήματα, εικόνες, καταστάσεις. Από αυτά ο Άρης
είχε ξεκινήσει να χτίζει τον συνδυασμό του για τη εισαγωγή του φεστιβάλ. Και
εντέλει, ως ευχής έργο, είχε βγει κάτι πολύ παραπάνω. Οπότε η σύντομη μουσική,
αν και παρέμεινε ίδια για το σύντομο κομμάτι του φεστιβάλ, δόθηκε σε έναν
συνθέτη γνωστό της Πέτρας, ο οποίος και βάσισε πάνω της μία ενορχήστρωση κατά
πολύ διαρκέστερη. Σαράντα με σαράντα πέντε λεπτά, όπως είχε πει ο Άρης. Εντέλει
θα κοβόταν και θα ραβόταν ανάλογα με τις τελευταίες χορογραφικές λεπτομέρειες
που έμενε στον Άρη να προσθέσει, ή και να αφαιρέσει. Δεν υπήρχε ζήτημα χρόνου,
καθώς είχε επιλέξει να κρατήσει αυτή την παράσταση σόλο, και από την επόμενη
δουλειά να αρχίσει να βάζει παραπάνω χορευτές μέσα. Το μόνο που έπρεπε να γίνει
σχετικά σύντομα, αλλά αφού είχε ήδη ολοκληρωθεί όλη η σύνθεση, ήταν να
παρακολουθήσει μία-δύο πρόβες ο φωτογράφος προκειμένου να φτιάξει την
προωθητική αφίσα και ένα σύντομο trailer της
παράστασης.
Όσο για την Πέτρα, έκανε ένα μία αρκετά διαφορετική διαδρομή. Έχοντας
ακούσει τη μουσική του Άρη και έχοντας δει κομμάτια από τα χειρόγραφά της να
προσαρτώνται σιγά σιγά σε μία χορογραφία που όλο και μεγάλωνε πέρα από τις
προσδοκίες του δημιουργού της, αποφάσισε να σταματήσει τις προσπάθειές της να
γράψει. Τουλάχιστον όπως έγγραφε πριν. Έκανε ένα αρκετά μεγάλο ταξίδι ενός
μηνός, ξεκινώντας από την Τουρκία και φτάνοντας στο Γιοχάνεσμπουργκ, το οποίο
και κατέγραψε. Το Χίλιες και Δύο Νύχτες ήταν
το ταξιδιωτικό της αυτό ημερολόγιο, γεμάτο εντυπώσεις, σκέψεις φόβους κι
ανασφάλειες. Αλλά και εμπνεύσεις και στοχασμούς, ανασκόπηση του παρελθόντος.
Όπως είχε σχολιάσει ο εκδότης της διαβάζοντας το προσχέδιο , ήταν «η έξοδος μίας
Πέτρας και το προοίμιο μίας άλλης». Ή, όπως σχολίασε κάποιες μέρες μετά ο Άρης
για το τελικό κείμενο «αυλαία και νέο έργο στον θίασο»!
Στον πρόλογό της ανάφερε το εξής:
«Τι μπορεί να προσφέρει μία καλοκαιρινή Αθήνα γεμάτη σκουπίδια και δυσωδίες
σε έναν καλλιτέχνη, ή και περισσότερους; Σίγουρα ξεβόλεμα. Απώλεια
συγκέντρωσης. Έλλειψη έμπνευσης. Κι αν αυτά τα έχεις από πριν… τότε ένα τέλμα.
Και αλλαγές. Πολλές αλλαγές. Κανείς δεν θα γράψει μία ιστορία εμπνευσμένος από
τα σκουπίδια. Αλλά αυτή είναι μία ιστορία επιβεβλημένη από τα σκουπίδια και
αφιερωμένη – ας μου επιτραπεί – σε αυτά. Γιατί σκουπίδια είναι τελικά και οι
σκέψεις που δεν επεξεργαζόμαστε, οι γνωριμίες που δεν κάνουμε και τα όνειρα που
δεν πιστεύουμε, μέχρι κάτι να μας αλλάξει τα μυαλά ή και να μας αναγκάσει. Το
πρώτο μου μάθημα ήταν να αρχίσω να χορεύω. Το δεύτερο, να αγαπήσω και πάλι – ή ίσως
για πρώτη φορά – το σώμα μου. Το τρίτο, να μοιραστώ αυτή την αγάπη. Τα υπόλοιπα
(τα ταξίδια, οι παραστάσεις, τα ρίσκα, η δημιουργία και κυρίως η φιλία) ήρθαν
μόνα τους. Αλλά τα άφησα να έρθουν. Όπως κάποιους μήνες πριν, άφησα την
καλοκαιρινή δυσωδία να πλημμυρίσει την σκέψη μου και σήκωσα ένα αποτσίγαρο που
είχε πέσει από το μπαλκόνι του πάνω ορόφου.»
Comments
Post a Comment