(μία πρόωρη διαύγεια στο χαρτί)
Ο δρόμος· σα να με καλούσε να
γράψω γι’ αυτόν. Σα να με καλούσε να του δώσω λίγες τελευταίες λέξεις μου. Πριν
το επιχειρήσω εγώ, με αποχαιρετούσε ήδη αυτός, γνώστης των σκέψεων και των
πόθων μου.
Φύσηξε ένας βιαστικός αέρας
φθινοπώρου, προάγγελος και φάντασμα των τελευταίων μερών του Αυγούστου. Στα
βήματα πηγαινοερχόταν και θα ένιωθε ο οποιοσδήποτε στιγμιαία πως πετούσε·
πετούσε κι έφευγε ήδη. Σα να τον έδιωχνε η πόλη ή σα να ανταποκρινόταν σε ένα
κάλεσμα από αλλού. Δεν ήταν μόνο σκέψη μου πλέον· κυκλοφορούσε στον αέρα σαν
υπόσχεση και για λίγο είχα την εντύπωση πως άκουγαν τον ψίθυρό της όλοι.
Προχώρησα ανηφορικά στην παλιά
αγορά, ερημωμένη καθώς η νύχτα πλησίαζε, προς το κέντρο της πόλης. Ακόμα και τα
αυτοκίνητα θύμιζαν φαντάσματα, έτσι όπως περνούσαν χωρίς στίγμα, αδιάφορα στο
δρόμο. Λεπτές ψιχάλες ενέτειναν την αύρα ενός φθινοπώρου που βιαζόταν να
φτάσει. Ερχόταν τρέχοντας για την ακρίβεια, ενώ εγώ είχα σχεδόν γυρίσει την
πλάτη μου. Οι ψιχάλες χάθηκαν στον αέρα,
αδύναμες ακόμα.
Μια γαλήνη, τόσο παρούσα όσο
και σύντομα απούσα, απλώθηκε στους ήσυχους δρόμους. Τίποτα δεν θύμιζε τα πρωινά
της αγοράς, τον κόσμο που κινείται άλλοτε αρμονικά κι άλλοτε άγαρμπα στους
δικούς του ρυθμούς και χρόνους. Τίποτα. Κι εγώ που τόσα χρόνια αυτόν τον κόσμο
τον αντικρίζω και απορώ μαζί του, εγώ που φορές χανόμουν μέσα του, τώρα τον
ένιωθα στην απουσία του, στην ερημιά.
Την ίδια ερημιά που σε
συντροφεύει όταν γυρίζεις σπίτι αργά, μαζί με τις σκιές από τις κοιμισμένες μονοκατοικίες
και πολυκατοικίες, μαζί με τις γάτες που τριγυρνούν σα βραδινή περιπολία, μαζί
με σκέψεις μάλλον μπερδεμένες και, ίσως, μαζί με κάποια σκοτεινή φιγούρα να
αναζητά στους κάδους της γωνίας κάτι. Κι όταν δεν έχεις να γυρίσεις από κάπου, παρά
μόνο από το μπαλκόνι στο δωμάτιο, να μένεις εκεί και να βλέπεις αυτούς που
επιστρέφουν, πάντα ήσυχα, πάντα σιγανά - λες και με το παραμικρό πάτημα που θα
ακουστεί παραπάνω η γειτονιά θα σηκωθεί στο πόδι - έτσι ώστε το επόμενο πρωί
και να τους δεις στο δρόμο, να μη μπορείς να θυμηθείς αν ήταν αυτοί χθες το
βράδυ ή κάποιος άλλος…
Μα να που τώρα άρχισε να βρέχει
δυνατότερα. Τη θέση μας σε λίγο θα πάρουν τα σαλιγκάρια.
Πρόωρο το αντίο, βιαστικό· σα
μια ιστορία αγάπης που τελείωσε πριν καν αρχίσει, που έβρεξε πριν το πρώτο
ραντεβού και νύχτωσε πριν το πρώτο βράδυ.
Βρέχει. Ο δρόμος, σπίτι δίχως
ενοίκους· αδειάζει.
Σεπτέμβριος
2015,
παλιά
αγορά, Πειραιάς.
Comments
Post a Comment