Skip to main content

Ανεμώνες

Κάποιος είχε φέρει ανεμώνες στο σπίτι. Τις έβλεπα πρώτη φορά. Θυμάμαι μου είχε πει πως τις ανεμώνες πρέπει να τις μαζέψεις αμέσως μόλις βγουν, γιατί δεν κρατάνε πολύ. Ήταν τύχη που τις είχε βρει στο ανθοπωλείο – από ανθοπωλείο πρέπει να τις είχε πάρει, ναι. Ήταν και η εποχή τους. Κόκκινες, κίτρινες, μπλε, φούξια, μωβ – οι μωβ ήταν οι αγαπημένες μου – με τη μαύρη της κηλίδα η καθεμία στη μέση. Ένα ετερόκλητο πλήθος λουλουδιών, κι ας ήταν τα ίδια. Ακολουθώντας τα προφητικά λόγια του φορέα τους, μετά από λίγες μέρες μαράθηκαν. Απογοητεύτηκα τόσο πολύ. Κοντά στο σπίτι είχε πολλά πράγματα. Τα λιβάδια που τα χτυπά ο βοριάς δεν ήταν απ’ αυτά.   
            Λίγο καιρό μετά διάβασα μία ιστορία για τις ανεμώνες, για το πώς τις άνθιζε ο Αίολος φυσώντας για μία νύμφη που αγαπούσε. Ήταν σε αυτά τα παιδικά βιβλία με τις εικονογραφήσεις. Τότε που τα παιδικά βιβλία έμοιαζαν με κόσμους μεγαλύτερους από το δικό σου. Αλλά σπάνια τις ξαναβρήκα έκτοτε μέχρι σήμερα.
            Σήμερα μπήκα στο ανθοπωλείο και ήξερα πως έψαχνα για τουλίπες – τις είχε. Θα ήταν αδύνατο να βρω ανεμώνες αν και χειμώνας, υπεράνω προσδοκιών, προσευχών και λοιπών δοξασιών. Οι τουλίπες έχουν μία διαφορετική ομορφιά, σχεδόν μαγική, που σε καλεί να δεις μέσα τους. Οι τουλίπες είναι για να πεις μια ιστορία· οι ανεμώνες για να την ξεχάσεις.   
            Έκαιγε ο ήλιος για Γενάρη μήνα. Σα να προσπαθούσε να δηλώσει μία παρουσία και να μην αφήσει κανέναν να αμφιβάλει γι’ αυτή. Αν και σε βουνό, ο αέρας ήταν λιγοστός. Μετά από λίγο εγκαταλείψαμε και φύγαμε.  
            Έτσι εγκαταλείπω κι εγώ κάθε προσπάθεια να πω την ιστορία· έχω μπροστά μου τουλίπες μα συνεχίζω να σκέφτομαι τις ανεμώνες. Όσο φευγαλέες κι ατίθασες είναι άλλο τόσο η μνήμη τις μιμείται. Περνά φευγαλέα από διαφορετικά απογεύματα και τα ενώνει σε ένα, σε μία ανάμνηση. Και πώς να περιγράψεις μετά ποιος έφερε τα λουλούδια, ποιος το γλυκό, πότε, ποια μουσική έπαιζε, αν ήταν δώρο κάποιου ή δική μας η κασέτα… Και πώς να περιγράψεις δυο χέρια που κρατήθηκαν; Εγώ τα βλέπω να κρατιούνται ακόμα.
            Αλλά ναι, ήταν εκείνο το απόγευμα – ένα άλλο δηλαδή – που διάβαζα τρομαχτικές ιστορίες – τότε έτσι μου φαίνονταν – μπροστά στο τζάκι κι όλο και κάποιον θα διέκοπτα για να ρωτήσω, να σχολιάσω. Οι «μεγάλοι» πάντα μιλούσαν για πράγματα που δεν καταλάβαινα, αλλά είχε μία τέτοια αίσθηση οικειότητας αυτό που η ασάφεια μεταμορφωνόταν σε ασφάλεια. Κάτι έφαγα, νύσταξα… ίσως κοιμήθηκα μαζί με το βιβλίο.
            Κι ένα άλλο απόγευμα, προς βράδυ, που είχαμε επισκέψεις και συζητούσαν στην τραπεζαρία, εγώ έπαιζα με το κουκλόσπιτο στον άλλο όροφο – πόσο είχα βαρεθεί. Και πόσο είχα ενοχληθεί που δεν είχα την ασφάλεια της ασάφειας εκείνο το βράδυ. Ίσως όμως αν τους άκουγα το συγκεκριμένο βράδυ, όσο άγνωστες κι αν ήταν οι λέξεις, τα νοήματά τους να ήταν σαφέστατα. Πώς να περιγράψεις μία συζήτηση που δεν άκουσες, αλλά τη θυμάσαι;   
            Σκόρπιες μνήμες στο μυαλό, ανεμώνες που τις ξερίζωσε ο άνεμος και χορεύουν άσκοπα. Ο πρώτος – και τελευταίος – ντοματοχυμός, μεγάλα κτήρια, ενθουσιώδεις συναντήσεις, σακούλες βαριές με πράγματα, καφέδες με σαντιγί, άνθρωποι να κάνουν jogging στη μέση του δρόμου, κίνηση… τα μάτια μου έκλειναν μέχρι να τελειώσει ο δρόμος.
«Εγώ δεν θέλω να φύγεις!» - «Θα γυρίσω γρήγορα.» Τις Πέμπτες δε κοιμόμουν ως τα ξημερώματα, ν’ ακούσω το γκαράζ, τα κλειδιά στην πόρτα, τον ήχο των παπουτσιών, χαρούμενες φωνές. Ή να ξυπνήσω στιγμιαία. Από την πρώτη φορά που πήγα θέατρο μέχρι να μάθω να ξεχωρίζω τους ανθρώπους από το περπάτημά τους…
Ένα μεσημέρι φέραμε το μικροσκόπιο στο σπίτι και μου έδειξαν πώς να το χρησιμοποιώ. Ήταν από αυτά τα παλιά και πολύ βαριά μικροσκόπια, που ρυθμίζεις τα πάντα με το χέρι και δεν έχουν λαμπάκι αλλά γυαλί για να αντικατοπτρίζεται το φως. Ποτέ δεν σκέφτηκα να γίνω γιατρός – απορίας άξιο – αλλά το μικροσκόπιο δεν ξέχασα ποτέ να το χρησιμοποιώ, αν και στέκεται ανέγγιχτο πια και σκονισμένο, σα μουσειακό έκθεμα, δίπλα στην τραπεζαρία. Κι αν θυμάμαι κάτι, είναι πώς είχα πάρει φύλλα από κάθε φυτό που είχαμε στο σπίτι, τρίχες και χνούδια απ’ τα πατώματα, και τα είχα τοποθετήσει ανάμεσα σε μακρόστενα τζαμάκια, τα είχα δέσει με ταινία και τα είχα βάλει κάτω από το πλαστικό, παιδικό μικροσκόπιο που τώρα σκονίζεται σε κάποιο άλλο δωμάτιο.  
Η μνήμη μου πάντα διαρκούσε περισσότερο από εμένα. Και πάντα μ’ έφτανε εκεί που δεν μπορούσα. Όπως σήμερα.  
Οι τουλίπες, που άνοιξαν σαν αγκαλιά στο φως του ήλιου, θα έχουν αρχίσει να μαραίνονται τώρα. Και καθώς θα αφήνουν τις τελευταίες τους αναπνοές στον αέρα που ξαναφύσηξε, σκόρπια στο βουνό ίσως αρχίσουν να φυτρώνουν ανεμώνες…  

Comments

Popular posts from this blog

Έγκλημα στη Σαμοθράκη

Συγκλονιστικές είναι οι εξελίξεις σχετικά με το μέχρι στιγμής ανεξιχνίαστο έγκλημα στη Σαμοθράκη. Η σωρός του Μολδαβού επιχειρηματία βρέθηκε τελικά σε δύσβατο κομμάτι του βράχου Βρυχού, περιφερειακά του οικισμού της Χώρας. Η αστυνομία κάνει λόγο για δολοφονία, αλλά δεν έχει δώσει προς το παρόν λεπτομέρειες για τυχόν υπόπτους ή για τον τρόπο που αφαιρέθηκε η ζωή του θύματος! Ρίγος στην τοπική κοινωνία εν μέσω καλοκαιριού! Θα επιστρέψουμε κοντά σας μόλις έχουμε νεώτερα... Ο αστυνόμος Μακρής έκλεισε το ραδιόφωνο με αργές, σχεδόν θεατρικές κινήσεις. Όχι πως ήταν λάτρης του σανιδιού · μάλλον το αντίθετο. Τον επιβράδυνε περισσότερο η σκέψη της τελευταίας φράσης που άκουσε. Θα επιστρέψουμε κοντά σας μόλις έχουμε νεώτερα... Ήξερε τι σήμαινε αυτό. Το τηλέφωνο θα χτυπούσε σύντομα. Στην Αλεξανδρούπολη επικρατούσε πνιγηρή ζέστη. Ο απογευματινός παραλιακός περίπατος περισσότερο είχε αυξήσει παρά ανακουφίσει τη δυσφορία που ήδη ένιωθε. Βέβαια δεν ήταν μόνο ο καιρός. Στην πρα...

Mountain stars (a collection of irregular haikus)

I Your dreams are lately red. In the defiant light of the sun we appear less clean. What if I hide underneath the surface of the sea? Love was supposed to be effortless at start. Same songs same rain all the things you are doing with others. Storms unleashed threads pending cuts; your dreams are red. II Night butterflies fill the room night flowers drop tears reflections of us populate the walls underneath the sky I inhale the stars. The sea will expand to the world’s end (I know now) mountains will for once retract is it possible is it thinkable to stand here still? May 2024, Samothraki.

Safe place

What it feels like to watch the ferry sail from ashore an island remote urged to absorb and write about all; the smallness of the houses the vastness of the stars the firmness of the mountain and the thriving sun the  stove  warmth the cricket songs the raven flights the goat bells from within the heights; what it is like looking for the winter in the uncanny light of the dusk and wanting to stop, eat up the day, and again start. Once, I walked at night in the dark crossing the ancient forest and ever since I walk, the forest every night. Samothraki, November 2024.

Μικρό καλοκαίρι

Ι Η υγρασία της θάλασσας σκεπάζει τη στεριά αντικριστά και μπαίνει μέσα μου. (Βρέχει ανεπαρκώς.) ΙΙ Τα δρομολόγια των πλοίων φεύγουν  κανονικά μα δεν επιστρέφουν πια. ΙΙΙ Ο βραδινός ουρανός διαστέλλεται  το ίδιο και η κόρη του ματιού · κάθε νύχτα ο ορίζοντας τρώει λίγο ακόμα από τη στεριά και κάθε ξημέρωμα η θάλασσα μας έχει κυκλώσει λίγο περισσότερο. IV Βουλιάζουμε. Σεπτέμβριος 2024, Σαμοθράκη.

Composition

  I Irregular images go by quite naturally. II A pull deep inside the wave plunges before the shore. III A procession of doors shutting firmly behind me. IV A further pull the water mumbles far from the shore. V Gardens how in their beauty spread in front of me. VI Hooded crows paired in the skies time-travellers alike. VII Stairs beneath my feet rise in rambling buildings. VIII A single white feather by the wind carried across horizon deep. IX The train with all its nine coaches drags in tunnels stoically. X Sky creatures bizarrely by me undisturbed in the same sea. XI Words of use written or spoken lavishly, kindly. XII Thick shadows of the olive trees for a moment still unnaturally. XIII In a bookstore’s poetry section we speak for ten minutes then never again. XIV All the sounds finally surrender to the eyes’ silence. Summer 2024, London – Samothraki. Picture: Tavist...

April’s fools

I All our traumas sat around the table to dine courteously and with crooked smiles (too civilised for their own good). They exchanged words superfluous and untherapeutic. They drank until it was late and memory appeared to dissolve into nothingness. II Sometimes even after all this time, when the restaurant is empty and the music has stopped, I hear them trying to re-emerge from the surfaces that surpassed them the flowers that outlived them the lights that fooled them – intoxicated and vindicated by no one – into the shadows. I ask myself, sometimes, what will happen if they ever escape the shadows only to find that the dining table has since been replaced and most of their torturous attachments have ceased to be? What hidden and unresolved traumas will we have then? April 2024, Athens. Photograph: March 2024, Loutropyrgos.

From Katrina to Samothraki: Another Deluge.

The Chóra of Samothraki two years ago, on Tuesday 20 October 2015. It was two years ago that I was arriving in Samothraki, no longer a tourist but in preparation for my PhD fieldwork application. It was the same days as this year’s floods that I, ambitious and with a questioning spirit, was stepping foot on the island, just two years ago. Two years following those first days everything is so different. Pictures depict a landscape all the sudden alienated, a stranger. Questions bear no longer their fruitful character, but instead awake nightmares. Words do not flow; and experience is a repetitious limbo stuck in mind. Walking amongst the debris and mud last week, in the aftermath of the pouring rain and squall, I could not raise my hands, hold the camera steadily and take pictures. Who would like to remember this anyway? Who would possibly like to store and return to such pictures in time? Four years ago, while taking a semester of my BA course in Social Anthropo...

Στοές

Μια σπάνια παχύρρευστη ησυχία κουτρουβαλά τα σκαλιά της παλιάς πόλης · σα μουσική που δεν ακούστηκε ποτέ. Μόλις τελειώσουν οι γιορτές και πήξει το σκοτάδι θα πέσουμε στη χειμερία μας νάρκη. Και θα βλέπω πάλι σκιές γνώριμες να ξεπροβάλλουν από υπόγειες διαδρομές, και να χάνονται πάλι μέσα τους. “ Δε φταίει ο χειμώνας. Φταίει ότι στο τέλος του έχουμε ήδη μεγαλώσει.”* Κέρκυρα, Γενάρης 2025. * Ευριπίδης Κλεόπας, Ατέρμονη θάλασσα (2020), εκδ. Μελάνι.

Τι σχέση έχει ο Πάνακτος Βοιωτίας με τον Λουτρόπυργο Νέας Περάμου; Η κατάρρευση της οικειότητας

  Καμία. Τα χωρίζουν 32 χιλιόμετρα, ένα όρος, ένα τεράστιο δάσος και τα “σύνορα” νομών Βοιωτίας και Αττικής. Απ’ όσους οδηγούς έχουν σταματήσει ανά τα χρόνια έξω από το εξοχικό μας στον Κάτω Λουτρόπυργο για να ζητήσουν οδηγίες, κανείς ποτέ δεν κατευθύνθηκε προς τον Πάνακτο, ή προς τα Δερβενοχώρια. Κι εμείς ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι ο Πάνακτος ή τα Δερβενοχώρια είναι κοντά προκειμένου να πάρουμε το αυτοκίνητο και να πάμε βόλτα προς τα εκεί. Πώς γίνεται λοιπόν μία φωτιά που είχε ξεκινήσει στον Πάνακτο Βοιωτίας να βρίσκεται δύο μέρες μετά στον Άνω Λουτρόπυργο, και συγκεκριμένα δίπλα στην Ολυμπία Οδό; Και πως γίνεται άλλες δύο μέρες μετά από αυτό η φωτιά να έχει σχεδόν κάνει κύκλο περνώντας από τα Μέγαρα και να έχει επιστρέψει στην Οινόη; Βρισκόμαστε μπροστά στην κατάρρευση της οικειότητας, αντιμέτωποι με την αδυναμία πλέον να ορίσουμε τι μας είναι γνώριμο. Το γνώριμο γίνεται γρήγορα άγνωστο, ακόμα και άγονο. Οι αναμνήσεις δεν βρίσκουν τόπο να σταθούν · μετά από κάθε οριοθέτησή...

Before

I shouldn't have said a word to begin with. Because words hit like waves against coastal cliffs; they make an impression and then retreat to the their chaotic origins – be it sea or sin. 26 Jul. 2020 Photograph: Thessaloniki, Oct. 2023