Καμία. Τα χωρίζουν 32 χιλιόμετρα, ένα όρος, ένα τεράστιο δάσος και τα “σύνορα” νομών Βοιωτίας και Αττικής. Απ’ όσους οδηγούς έχουν σταματήσει ανά τα χρόνια έξω από το εξοχικό μας στον Κάτω Λουτρόπυργο για να ζητήσουν οδηγίες, κανείς ποτέ δεν κατευθύνθηκε προς τον Πάνακτο, ή προς τα Δερβενοχώρια. Κι εμείς ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι ο Πάνακτος ή τα Δερβενοχώρια είναι κοντά προκειμένου να πάρουμε το αυτοκίνητο και να πάμε βόλτα προς τα εκεί.
Πώς γίνεται λοιπόν μία φωτιά που είχε ξεκινήσει στον Πάνακτο Βοιωτίας να βρίσκεται δύο μέρες μετά στον Άνω Λουτρόπυργο, και συγκεκριμένα δίπλα στην Ολυμπία Οδό; Και πως γίνεται άλλες δύο μέρες μετά από αυτό η φωτιά να έχει σχεδόν κάνει κύκλο περνώντας από τα Μέγαρα και να έχει επιστρέψει στην Οινόη;
Βρισκόμαστε μπροστά στην κατάρρευση της οικειότητας, αντιμέτωποι με την αδυναμία πλέον να ορίσουμε τι μας είναι γνώριμο. Το γνώριμο γίνεται γρήγορα άγνωστο, ακόμα και άγονο. Οι αναμνήσεις δεν βρίσκουν τόπο να σταθούν· μετά από κάθε οριοθέτησή τους – “εδώ παίζαμε ως μικρά παιδιά”, “εκεί με τσίμπησε πρώτη φορά τσούχτρα” – μία πυρκαγιά ή μία πλημμύρα καταστρέφει τα σημεία αναφοράς.
Κανείς δεν γελιέται πως η φωτιά δεν αφέθηκε να περάσει την Ολυμπία Οδό λόγω των Διυλιστηρίων του Ασπροπύργου που βρίσκονται από κάτω. Ναι, το ότι το εξοχικό μας σπίτι σώθηκε το οφείλουμε στην κύρια αιτία μόλυνσης της περιοχής, στον λόγο που έχουμε σταματήσει να κάνουμε μπάνιο κάτω από το εξοχικό μας εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον. Ο Άνω Λουτρόπυργος, όπως και άλλοι οικισμοί πάνω από την Ολυμπία Οδό, δεν στάθηκε τόσο τυχερός, ή τόσο σημαντικός. Φυσικά και κάηκε η Μάνδρα, η Μάνδρα με τους 24 νεκρούς της πλημμύρας του Νοέμβρη του 2017, η λασπωμένη Μάνδρα, η Μάνδρα που έχει παρατηθεί ή να πνίγεται ή και καίγεται.
Άκουσα έναν βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος να λέει σε συνέντευξη πριν λίγες μέρες και ενώ η φωτιά βρισκόταν εν εξελίξει ότι “τα φαινόμενα είναι απρόβλεπτα” συνδέοντας την επέκταση της φωτιάς με την κλιματική κρίση. Όχι, τα φαινόμενα δεν είναι απρόβλεπτα. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, είναι προγνώσιμα. Το ζήτημα είναι λοιπόν κατά πόσο επενδύει ένα κράτος στην πρόγνωση και στην πρόληψη. Το ζήτημα είναι οι πολιτικές επιλογές που έχουν προηγηθεί, όπως η κατάργηση της Ελληνικής Αγροφυλακής το 2011, και η μεταφορά της ευθύνης πρόσληψης – και επίβλεψης – έκτακτου προσωπικού πυρασφάλειας και πυροπροστασίας στους δήμους. Τα φαινόμενα είναι ακραία, αλλά με το ακραίο θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε και να το διαχειριζόμαστε.
Η κλιματική κρίση είναι το τώρα και το αύριο, όχι μία πρόσφορη δικαιολογία για την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού. Και κυρίως, η κλιματική κρίση είναι δικό μας – ανθρώπινο – δημιούργημα, όπως δικό μας δημιούργημα είναι τα διυλιστήρια και η προτεραιότητα προστασίας τους. Ένα κράτος – κάθε κράτος, το οποιοδήποτε κράτος – που κομπάζει πως δίνει “μάχη με τις φλόγες” ή “μάχη με την πύρινη λαίλαπα” αλλά στην πραγματικότητα αρκείται σε εκκενώσεις δεν έχει να προσφέρει τίποτα στους πολίτες του παρά καμένα σπίτια και καμένη γη.
Και πράγματι “το κράτος των Αθηνών” όλο και περισσότερο περικλείεται από καμένη γη, όλο και περισσότερο βράζει. Οι αναμνήσεις μας ήδη εξαϋλώνονται κάτω από τις υψηλές θερμοκρασίες· δεν έχουν απομείνει παρά οι ψυχές και τα σώματά μας, χωρίς αμφιβολία πως σύντομα θα μας πουν πως και αυτά πρέπει να δωθούν θυσία στη διαβόητη θεά της κλιματικής κρίσης…
Comments
Post a Comment