Skip to main content

Έγκλημα στο Κάμπινγκ


Απρίλης 1988 – Σαμοθράκη

Η άνοιξη στο κάμπινγκ έβγαζε πρωτόγονα συναισθήματα στους λιγοστούς ενοίκους του. Τα ξεραμένα φύλλα που είχαν συσσωρευτεί έμοιαζαν με λόφους, που οι σκιές τους στο σκοτάδι της νύχτας τους έκαναν απειλητικότερους. Αυτοί οι μικροί και από τον αέρα φερόμενοι λοφίσκοι ξεραΐλας έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα πράσινα χορτάρια και τις μαργαρίτες που φύτρωναν άναρχα, σχεδόν οργασμικά, όπου έβρισκαν χώρο. Εάν άφηνες την φαντασία σου ελεύθερη, τότε εκείνη μπορούσε να σου παίξει τα πιο περίεργα παιχνίδια, ιδίως τις ώρες που γεφύρωναν τα μεσάνυχτα με το ξημέρωμα.


Με τον καιρό ακόμα νεφελώδη και ενίοτε βροχερό, το κάμπινγκ της Σαμοθράκης δεν προσφερόταν για κατασκηνωτές Απρίλη μήνα. Για όσους είχαν τροχόσπιτα στον χώρο, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Ωστόσο, λίγοι έμεναν για πάνω από μία εβδομάδα συνεχόμενα. Οι περισσότεροι προτιμούσαν να πηγαινοέρχονται Παρασκευοσαββατοκύριακα από την Αλεξανδρούπολη ή την Κομοτηνή ή και την Καβάλα.


Είχε μόλις περάσει το Πάσχα και καθώς οι περισσότεροι άφηναν πίσω τα τροχόσπιτα τους και το κάμπινγκ επέστρεψε σχεδόν στην εγκατάλειψη, το συνεργείο του Δήμου έπιασε τις πρώτες εργασίες καθαρισμού του χώρου, στην μεγάλη προετοιμασία για το καλοκαίρι. Ο περασμένος χειμώνας είχε πολλούς αέρηδες αλλά λίγες βροχές, με αποτέλεσμα οι όγκοι φύλλων που είχαν συσσωρευτεί να είναι δύσκολο να μαζευτούν με εργαλεία χειρός. Ο Δήμος επιστράτευσε μία μπουλντόζα, η οποία άρχισε να οργώνει το κάμπινγκ. Μέχρι το απόγευμα, οι λοφίσκοι των φύλλων είχαν ενωθεί σε έναν ογκώδη κώνο στη μέση του χώρου. Έμενε ακόμα μία σειρά από φύλλα σχεδόν 80 εκατοστά σε ύψος που διέτρεχε όλο ο ανατολικό τοιχίο του κάμπινγκ, από την άκρη του δρόμου έως χαμηλά στη θάλασσα.


Η μπουλντόζα κατευθύνθηκε προς τα εκεί και άρχισε να μαζεύει φύλλα κόντρα στο τοιχίο, με δύο εργάτες να καθαρίζουν όσα είχαν κολλήσει πάνω στο τσιμέντο. Η ώρα κόντευε πέντε και όλοι μπορούσαν να καταλάβουν πως αυτό το τελευταίο σημείο θα τους δυσκόλευε περισσότερο από…

Σταμάτα!! Κάνε πίσω, Λευτέρη! Τον κάδο, πίσω! Αν-, άνθρωπος…”

Ο χειριστής της μπουλντόζας σταμάτησε απότομα και με τον κάδο ακόμα σηκωμένο έκανε όπισθεν. Οι ρόδες του μηχανήματος παρέσυραν έναν όγκο φύλλων μαζί τους και τότε φάνηκε πεντακάθαρα. Ένας άντρας, άσπρος σαν το χαρτί, ξεπρόβαλε ανάμεσα στα ξερά φύλλα, ένα νεκρό σώμα στην αγκαλιά της νεκρής φύσης.


___ ___ ___


Τάκη, βρήκαν ένα πτώμα στο κάμπινγκ!”

Ο αστυνόμος Α’ Τάκης Μακρής έκλεισε απότομα τον φάκελο με την χαρτούρα που προσπαθούσε να ξεσκαρτάρει.

Ποιο κάμπινγκ;”

Αυτό με τα τροχόσπιτα, στους Βαράδες”, απάντησε ο αστυνόμος Β’ Αριστείδης Βάδος. “Ένας άντρας μεσήλικας. Αυτός που έρχεται μόνος του και πηγαίνει συνέχεια για ψάρεμα με μια βάρκα. Ο χήρος, θα τον είχες δει κάπου.”

Και;”

Τον βρήκε το συνεργείο που ξεκίνησε να καθαρίζει σήμερα, χωμένο σε μία ντάνα ξερά φύλλα, κάτωχρο. Παραλίγο να τον διαμελίσει η μπουλντόζα.”

Σου είπαν τίποτα άλλο;”

Τα έντομα… έχουν ήδη πιάσει δουλειά.”

Πάμε.”


___ ___ ___


Το τζιπ της αστυνομίας τραντάχτηκε από τον δυνατό άνεμο καθώς κατέβαινε από τη Χώρα Σαμοθράκης προς τον παραλιακό δρόμο. Ήταν περασμένες εφτά και ο δρόμος δεν είχε κίνηση. Οι περισσότεροι πασχαλινοί επισκέπτες είχαν ήδη φύγει από το νησί. Όσοι είχαν απομείνει, ή θα έπιναν τον καφέ τους σε κάποιο καφενεδάκι ή μπορεί και να ήταν ήδη στην αναζήτηση βραδινού.

Καθώς οδηγούσαν με αυξημένη ταχύτητα, ο αστυνόμος Βάδος στο τιμόνι και ο αστυνόμος Μακρής στη θέση του συνοδηγού, ήξεραν πως και οι δύο σκέφτονταν το ίδιο πράγμα: σε λιγότερο από μία ώρα το φως θα είχε πέσει, και αυτό μόνο προβλήματα θα τους δημιουργούσε.


Το συνεργείο του Δήμου τους περίμενε καθισμένο σε μία πεζούλα, κάποιοι από τους άντρες εμφανώς ανακατεμένοι από το θέαμα που είχαν αντικρίσει. Κάτω από τις τελευταίες αχτίδες του ηλίου, είδαν και εκείνοι την επίμαχη σκηνή. Ανάμεσα στα ξερά φύλλα, το σώμα ενός άντρα σε πρόωρη αποσύνθεση, με έντομα αλλά και ποντίκια να το λεηλατούν. Δεν μπορούσαν να διακρίνουν κάποιο τραύμα πάνω του. Μόλις ξεπέρασαν το οπτικό σοκ, αντιλήφθηκαν και τη δυσωδία.

Πρέπει να τον μετακινήσουμε”, είπε ο αστυνόμος Μακρής περισσότερο στον εαυτό του παρά στον συνεργάτη του.

Χωρίς ιατροδικαστή;”

Το επόμενο καράβι είναι μεθαύριο. Εάν περιμένουμε έως τότε, ο ιατροδικαστής θα βρει το μισό απ’ αυτό που βλέπουμε εμείς τώρα.”

Ο αστυνόμος Μακρής γύρισε στους άντρες του συνεργείου που στέκονταν σε απόσταση από την σκηνή, προφανώς για να αποφεύγουν και την οπτική και την οσφρητική επαφή. “Αν βάλουμε όλοι μαζί ένα χεράκι, θα καταφέρουμε να τον μετακινήσουμε πριν χαθεί εντελώς το φως.”


Ο αστυνόμος Βάδος έφερε πλαστικά γάντια και ένα χοντρό πλαστικό περιτύλιγμα από το αυτοκίνητο. Η Σαμοθράκη δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοια περιστατικά και όλοι οι παρευρισκόμενοι, συμπεριλαμβανομένων των δύο υπηρεσιακών, ένιωθαν άβολα κατά της διαδικασία. Κάποιοι έβαλαν διπλά γάντια. Στην αρχή καθάρισαν με τις τσουγκράνες τους παρασιτικούς οργανισμούς που επιτίθεντο ανελέητα στο σώμα καθώς και τα φύλλα περιμετρικά του, με τον αστυνόμο Μακρή να κοιτάζει σχολαστικά μήπως παρασύρουν και τίποτα άλλο, κάποιο στοιχείο. Το επόμενο βήμα ήταν τα σηκώσουν το σώμα του νεκρού άντρα και να το μετακινήσουν, όσο το δυνατόν πιο ομαλά, πάνω στο πλαστικό που είχε απλωθεί λίγα εκατοστά πιο δίπλα. Η τόσο άμεση επαφή με το νεκρό σώμα έκανε κάποιους να χλωμιάσουν. Ίσως να έφταιγε και η μυρωδιά. Αφού εναπόθεσαν το σώμα στο πλαστικό, ένας πήγε παραπέρα και έκανε εμετό.


___ ___ ___


Το φως είχε πια χαθεί, λίγο αφότου είχαν ανεβάσει το πτώμα του άτυχου άντρα στην καρότσα του αγροτικού αυτοκινήτου ενός από το συνεργείο. Έτσι θα μεταφερόταν ως την αστυνομία στη Χώρα αργότερα, κι από εκεί στο ψυγείο στο νοσοκομείο της Χώρας.

Τώρα κάθονταν γύρω από έναν κομμένο κορμό δέντρου που χρησίμευε ως αυτοσχέδιο τραπέζι, με λάμπες πετρελαίου να φωτίζουν μόνο τα πρόσωπά τους. Η εξάντληση του συνεργείου, σωματική και ψυχική, βόλευε τον αστυνόμο Μακρή. Απαντούσαν στις ερωτήσεις του χωρίς να έχουν την ηρεμία να φιλτράρουν πρώτα τα λεγόμενά τους. Κατά τη μεταφορά του νεκρού σώματος δεν είχαν εντοπίσει κάποιο τραύμα, και αυτό περιέπλεκε τα πράγματα. Είχαν μπροστά τους έναν φόνο, ή μία αυτοκτονία; Ή κάτι διαφορετικό;

Όταν πλησιάσατε το τοιχίο για να καθαρίσετε τα φύλλα, σας μύρισε κάτι περίεργα;”

Όχι, δε νομίζω…” απάντησε αυθόρμητα ένας από τους άντρες στην ερώτηση του αστυνόμου Μακρή.

Είχε παντού σκόνη από τα φύλλα που είχαμε σηκώσει, και γύρη από τα δέντρα… Δεν κατάλαβα κάτι άλλο”, συμπλήρωσε ο διπλανός του.

Όσο καθαρίζατε τον χώρο σήμερα, βρήκατε τίποτα περίεργο;”

Σκουπίδια κυρίως…”, είπε ο άντρας που είχε δώσει το αγροτικό του για την μεταφορά του πτώματος και γύρισε προς τον σκοτεινό όγκο των φύλλων που δέσποζε στη μέση του κάμπινγκ. Ο αέρας, αν και λιγότερος σε σχέση με την ορεινή Χώρα, είχε αρχίσει ήδη να παρασύρει κάποια. “Είναι όλα ακόμα εκεί”, συμπλήρωσε, “θα τα καίγαμε αύριο…”.

Ο αστυνόμος Μακρής αναρωτήθηκε τι νόημα θα είχε να σπαταλήσουν χρόνο και δυναμικό στο ξεσκαρτάρισμα αυτού του βουνού από φύλλα, και αν θα τους προσέφερε κάτι στην τελική.

Αλέξανδρε”, γύρισε στον μεγαλύτερο του συνεργείου, “πήγαινε στο χωριό στα Θέρμα και τηλεφώνησε στο τμήμα. Πες τους ότι θέλω να στείλουν αμέσως δύο υπαστυνόμους… για να φυλάνε τα φύλλα το βράδυ.”

Καθώς ο άντρας μπήκε στο αυτοκίνητό του να φύγει, ο αστυνόμος Μακρής έκανε την κρισιμότερη ερώτηση στους υπολοίπους, ξέροντας πως οι πιθανότητες να έχουν απάντηση ήταν λιγοστές.

Ποιοι έμειναν εδώ το Πάσχα, ξέρουμε;”

Κανείς δεν απάντησε. Ο χώρος πριν το καλοκαίρι δεν ελεγχόταν, και όσοι είχαν τροχόσπιτα συντηρούσαν μόνοι τους τον περίγυρό τους καθώς και τις κοινόχρηστες τουαλέτες.

Βρίσκεται κανένας ακόμα εδώ;”

Ένα, δύο τροχόσπιτα είναι ξεκλείδωτα, το ένα έχει δύο καρέκλες και ένα τραπέζι έξω. Αλλά από το πρωί δεν έχουμε δει κανέναν, ούτε αυτοκίνητο.”

Τι στον διάτανο…”’ μουρμούρισε μέσα από το δόντια του ο αστυνόμος Μακρής κοιτάζοντας τον συνεργάτη του.

Ποιος ή ποια ή ποιοι τελοσπάντων έμεναν ακόμα εκεί και είχαν να φανούν πάνω από 12 ώρες;

Η πανσέληνος αναδύθηκε αργά πάνω από το όρος Σάος, και τώρα οι λάμπες πετρελαίου έμοιαζαν με πυγολαμπίδες που πάνε να συναγωνιστούν το ίδιο το φως του φεγγαριού. Τις έσβησαν και ο αστυνόμος κοίταξε το ρολόι στον καρπό του. Ήταν περασμένες δέκα.


___ ___ ___


Ο ιατροδικαστής έφτασε μετά από δύο μέρες από “απέναντι”, από την Αλεξανδρούπολη δηλαδή, έχοντας μαζί την κόρη του που σπούδαζε γιατρός με σκοπό να συνεχίσει το επάγγελμα του πατέρα της. Ήταν η μόνη που δεν αναγούλιασε στην θέα του νεκρού σώματος. Ο αστυνόμος Μακρής σκέφτηκε πως η εκπαίδευση των νεώτερων πρέπει να είναι το δίχως άλλο καλύτερη αυτές τις μέρες. Αλλά και πάλι, πίστευε πως έτσι κι αλλιώς οι γυναίκες έχουν πιο γερό στομάχι. Η λιγοστή τους παρουσία στο αστυνομικό σώμα ήταν ζήτημα “κοινωνικό παρά βιολογικό”, όπως είχαν πρόσφατα συζητήσει σε μία γενικευμένη εκπαίδευση με συναδέλφους από την Αθήνα.


Είναι σε προχωρημένη σήψη λόγω της τοποθέτησης του σώματος στα φύλλα. Η υγρασία και η παρουσία παρασιτικών οργανισμών επιτάχυναν τις διαδικασίες. Αλλά είναι νεκρός μεταξύ 96 και 120 ωρών.”

Τέσσερις με πέντε μέρες”, μουρμούρισε ο αστυνόμος Βάδος και αφού τα υπολόγισε είπε, “άρα πέθανε ή την Κυριακή ή τη Δευτέρα του Πάσχα!”

Αιτία θανάτου;” πήγε το θέμα στο φλέγον ζήτημα ο αστυνόμος Μακρής.

Κανένα σχετικό τραύμα, καμία ένδειξη εισόδου ή εξόδου αντικειμένου. Κάποιοι μώλωπες που υπάρχουν στο σώμα είναι μεταθανάτιες. Από την θέση τους εικάζω πως προκλήθηκαν όταν τον μετακινήσατε. Θα του κάνουμε εξετάσεις αίματος, αν και αμφιβάλλω πως θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε κάτι αξιόλογο πλέον, και νεκροψία”, συνέχισε προλαβαίνοντας την επόμενη ερώτηση του αστυνόμου Μακρή. “Στείλτε τον απέναντι.”

Ωραία, πάμε τώρα να ψάξουμε και ψύλλους στ’ άχυρα”, είπε ο αστυνόμος Μακρής, με τον τόνο της φωνής του να παίζει μεταξύ ειρωνείας και απόγνωσης. Επί δύο μερόνυχτα η αστυνομία Σαμοθράκης φύλαγε τον χώρο του κάμπινγκ, και κυρίως τα φύλλα του κάμπινγκ. Οι δύο ένοικοι των τροχόσπιτων παρέμεναν άφαντοι.


___ ___ ___


Κατέβηκαν από τον δρόμο της Παλαιάπολης. Στο τιμόνι του τζιπ ο αστυνόμος Βάδος, στην θέση του συνοδηγού ο αστυνόμος Μακρής και στις πίσω θέσεις ο ιατροδικαστής και η κόρη του. Καθώς έστριψαν δεξιά στον παραλιακό δρόμο της Παλαιάπολης και διέσχιζαν κατά μήκος την πλαγιά του βουνού που έκρυβε πίσω της τον αρχαιολογικό χώρο, τους βρήκε αυτό που είχαν αποφύγει εδώ και δύο μέρες.

Τα κύματα της θάλασσας ενώθηκαν με τον αέρα και χτύπησαν το τζιπ μανιασμένα. Τι ήταν θαλασσινό και τι βρόχινο νερό δεν ήταν ξεκάθαρο. Ο αστυνόμος Βάδος έσφιξε τις παλάμες του πάνω στο τιμόνι και κοίταζε μπροστά του σαν γεράκι, αν και η ορατότητά του ήταν μηδαμινή. Το τζιπ, παρά τον όγκο του, αμφιταλαντεύτηκε κάμποσες φορές και μια-δυο από αυτές τις φορές φοβήθηκαν όλοι πως είχαν βγει από τον δρόμο.

Μόνο περνώντας τους Άνω Καρυώτες και πλησιάζοντας την στροφή των Θερμών, κατάφεραν να αφήσουν το μπουρίνι πίσω τους. Τα νερά στον δρόμο μαρτυρούσαν όμως πως είχε ήδη κάνει το πέρασμά του από την εκεί πλευρά του νησιού. Ο αστυνόμος Μακρής έμεινε σιωπηλός. Ένιωθε λες και κάποιος του είχε μόλις παίξει την πιο σκληρή φάρσα.


Η κατάσταση στην οποία βρήκαν το κάμπινγκ ήταν αναμενόμενη. Οι δύο υπαστυνόμοι που φυλούσαν τον χώρο είχαν τρέξει να προστατευθούν από το μπουρίνι κάτω από ένα υπόστεγο, τον οποίο όμως έσταζε. Τα φύλλα είχαν ξανασκορπίσει παντού, πλέον και εκτός το χώρου του κάμπινγκ. Κλαδιά από δέντρα είχαν σπάσει. Οι δύο καρέκλες και το τραπέζι που βρίσκονταν ακόμα αφημένα έξω από το ένα τροχόσπιτο που τους ενδιέφερε είχαν παρασυρθεί και κολλήσει στον φράχτη που χώριζε το κάμπινγκ από την ακροθαλασσιά. Η οποιαδήποτε πιθανότητα στοιχείου που θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξιχνίαση του αινίγματος του κάμπινγκ – έτσι είχε γίνει γνωστό το περιστατικό τις τελευταίες δύο μέρες στο νησί – είχε πλέον, στην κυριολεξία, ξεπλυθεί. Και το πλάνο επιτόπιας έρευνας του ιατροδικαστή στον χώρο είχε αναβληθεί επ’ αόριστον.


Μία ώρα αργότερα κάθονταν σε ένα απόμερο παραλιακό ταβερνάκι στους Καρυώτες.

Θέλω να ξέρω αν έχουμε να κάνουμε με ένα έγκλημα ή με μία αυτοκτονία. ‘Η με κάποιου είδους δυστύχημα”, είπε στον ιατροδικαστή ο αστυνόμος Μακρής.

Θα μπορούσε να έχει δηλητηριαστεί”, σκέφτηκε ο ιατροδικαστής. “Αλλά και πάλι, τίποτα δεν αποκλείει να πήρε το δηλητήριο οικειοθελώς, να πρόκειται δηλαδή για αυτοκτονία.”

Ξέρω ανθρώπους να αυτοκτονούν στα σπίτια τους, στα γραφεία τους, να πέφτουν πάνω σε αυτοκίνητα, από τον γκρεμό…”

Να πάρει κάποιος δηλητήριο και να πάει να πέσει δίπλα στον τοίχο ενός κάμπινγκ είναι πρωτάκουστο”, συνέχισε ο αστυνόμος Μακρής τον συλλογισμό που είχε ξεκινήσει ο αστυνόμος Βάδος. Ώρες ώρες, ήταν σα να διάβαζε ο ένας την σκέψη του άλλου.

Εκτός και αν… αν όντως αυτοκτόνησε στο τροχόσπιτό του ή κάπου αλλού πιο οικεία, και κάποιος ή κάποια τον βρήκε και πανικοβλήθηκε. Και έτσι τον μετακίνησαν.”

Οι τρεις άντρες κοίταξαν ταυτόχρονα την Αθηνά, την κόρη του ιατροδικαστή.

Εάν συνέβη σε μικρό χρονικό διάστημα αφότου προήλθε ο θάνατος, και εάν ήταν προσεκτικοί, δεν θα δημιουργούνταν μώλωπες στο σώμα. Μώλωπες μικρής εμβέλειας μπορεί βέβαια να έχουν αλλοιωθεί από την σήψη και κατά τη δική σας μεταφορά. Όταν τον βρήκαν οι εργάτες καθαρισμού, σε τι στάση βρισκόταν το σώμα;” συνέχισε η Αθηνά.

Τον αντιλήφθηκαν αφότου είχε έρθει σε επαφή μαζί του ο κάδος της μπουλντόζας, πράγμα το οποίο είχε ήδη αλλάξει το σώμα από την αρχική του θέση”, απάντησε ευθύς ο αστυνόμος Βάδος.

Ήταν όμως ολοκληρωτικά καλυμμένος από τα φύλλα, όπως μας είπαν οι εργάτες”, τον συμπλήρωσε ο αστυνόμος Μακρής.

Να ήταν άραγε πράξη της φύσης αυτό, ή κάποιο τελετουργικό;” αναρωτήθηκε η Αθηνά κοιτάζοντας ήρεμα προς την θάλασσα.

Τίποτα στην θέα που αντίκριζαν τώρα δεν μαρτυρούσε ότι λιγότερο από δύο ώρες πριν η θάλασσα είχε επιχειρήσει να τους καταπιεί.


___ ___ ___


Ο ιατροδικαστής και η κόρη του έφυγαν με το απογευματινό πλοίο, σκοπεύοντας να ξεκινήσουν την νεκροψία την επόμενη κιόλας μέρα. Αργότερα το βράδυ, οι δύο αστυνόμοι κάθονταν στο γραφείο του αστυνόμου Μακρή στο τμήμα στην Χώρα προσπαθώντας να ξεδιαλύνουν την κατάσταση.

Μέσα στον μπουρίνι τους είχε δημιουργηθεί μία μικρή ελπίδα ότι οι ένοικοι των δύο τροχόσπιτων θα γύριζαν στο κάμπινγκ, αν μη τι άλλο για να δουν σε τι κατάσταση ήταν οι περιουσίες τους. Στον χώρο είχαν παραμείνει δύο υπαστυνόμοι προκειμένου να ειδοποιήσουν, αλλά μέχρι στιγμής δεν είχαν κανένα νεώτερο.

Στο μεταξύ τα ονόματα των δύο ενοίκων τα είχαν μάθει. Επρόκειτο για δύο καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η γυναίκα δούλευε σε σχολείο της Θεσσαλονίκης και ο άντρας σε σχολείο της Κομοτηνής.

Σε ό,τι αφορά τα σχολεία τους, τους περιμένουν και τους δύο να επιστρέψουν στα διδακτικά τους καθήκοντα από Δευτέρα που ανοίγουν από τις διακοπές του Πάσχα”, είπε ο αστυνόμος Βάδος.

Απόψε ήταν Πέμπτη, και ο αστυνόμος Μακρής είχε σοβαρές αμφιβολίες για το αν αυτοί οι δύο άνθρωποι σε τέσσερις μέρες θα επέστρεψαν κανονικά στα πόστα τους. Δεν ήξερε όμως τι έψαχναν. Δύο δολοφόνους, δύο ενδεχομένως τρομαγμένους ανθρώπους ή… δύο ακόμα πτώματα;

Τα λόγια της Αθηνάς τους είχαν βάλει και τους δύο σε σκέψεις. Αλλά χωρίς στοιχεία, το μόνο στο οποίο μπορούσαν να ανατρέξουν ήταν οι σχέσεις που είχαν μεταξύ τους αυτοί οι ένοικοι, τουλάχιστον στον βαθμό που ήταν γνωστές.


Οι δύο καθηγητές είχαν συμπέσει αρκετά παλαιότερα στο σχολείο της Θεσσαλονίκης όπου δίδασκε ακόμα η γυναίκα. Τροχόσπιτα στο κάμπινγκ είχαν φέρει από το πρώτο κιόλας καλοκαίρι που είχε ανοίξει, το 1983. Ο χήρος, λογιστής στο επάγγελμα και κάτοικος Αλεξανδρούπολης, είχε φέρει ένα τροχόσπιτο αργότερα, το 1986. Ο τελευταίος ήταν αρκετά απόμακρος τόσο από την κοινότητα των τροχόσπιτων στο κάμπινγκ όσο και από τους ντόπιους στο νησί. Όλοι έλεγαν πως ήταν ένας άνθρωπος “μοναχικός”. Οι δύο καθηγητές, σε αντίθεση, είχαν αναπτύξει κοινωνικές σχέσεις με όλους τους ενοίκους του κάμπινγκ, καθώς και με αρκετούς ντόπιους. Έρχονταν επίσης στο νησί με το ίδιο αυτοκίνητο. Η καθηγήτρια ανέβαινε ως την Αλεξανδρούπολη με το ΚΤΕΛ, και από εκεί την παραλάμβανε ο παλιός της συνάδερφος που είχε κατέβει από την Κομοτηνή – όπου τα τελευταία χρόνια δίδασκε – με τον αυτοκίνητό του και συνέχιζαν μαζί προς το λιμάνι. Ήταν μεσήλικες, και οικογένεια ή παιδιά δεν είχε κανείς από τους δυο τους.


Επανέρχονταν στις πληροφορίες που τους ήταν διαθέσιμες, ξανά και ξανά. Το αυτοκίνητο που είχαν στη διάθεσή τους οι δύο ένοικοι είχε να φανεί από την Τρίτη του Πάσχα, όπως και οι ίδιοι. Ποινικό μητρώο δεν είχε κανείς τους. Ντόπιοι από το νησί που τους γνώριζαν μόνο καλά πράγματα είχαν να πουν. Στα σχολεία τους το ίδιο. Είχαν κάνει και μία ‘άτυπη’ έρευνα στα δύο τροχόσπιτα που παρέμεναν πάντα ξεκλείδωτα, χωρίς να έχουν βρει κάτι αξιόλογο. Οι αποσκευές και τα χαρτιά των δύο καθηγητών και, καθώς φαινόταν, φίλων τούς περίμεναν να επιστρέψουν.

Οι δύο αστυνόμοι είχαν εναποθέσει πλέον τις ελπίδες τους στην νεκροψία του νεκρού άνδρα. Στην τελική, δεν τους ήταν ξεκάθαρο εάν αυτοί οι δύο άνθρωποι είχαν την οποιαδήποτε σχέση με αυτό που είχε συμβεί στον άτυχο άνδρα, ούτε καν εάν γνώριζαν το συμβάν και το ότι η αστυνομία τους αναζητούσε.

Λες αυτοί, ρε Τάκη, να είναι ζευγάρι και να τα περνάνε ήσυχα κάπου απόμερα στο νησί, χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα;”

Η ώρα είχε φτάσει έντεκα το βράδυ. Και τότε έγινε.


___ ___ ___


Ένα και μόνο χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα του γραφείου του αστυνόμου Μακρή. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν με έκπληξη καθώς και ενθουσιασμό. Θα μπορούσε αυτό το χτύπημα να είναι η αρχή της λύσης του μυστηρίου;


Ο αστυνόμος Βάδος σηκώθηκε και πήγε ως την πόρτα. Καθώς την άνοιγε σηκώθηκε και από την θέση του ο αστυνόμος Μακρής. Πίσω από την πόρτα φάνηκαν η Άννα Σακελλάρη και ο Ρένος Αλεξάκης, οι δύο καθηγητές που επί δύο μερόνυχτα αναζητούσε η αστυνομία Σαμοθράκης.

Καλησπέρα”, είπε απλά ο Ρένος Αλεξάκης.

Ήρθαμε για να παραδοθούμε”, συνέχισε με σταθερή φωνή η Άννα Σακελλάρη.

Ο αστυνόμος Βάδος κοίταξε τον Μακρή, παραμέρισε και είπε, “παρακαλώ, περάστε”.

Οι δύο καθηγητές κάθισαν στις καρέκλες αντικριστά του γραφείου, ο αστυνόμος Μακρής παρέμεινε όρθιος δίπλα στο παράθυρο πίσω από το γραφείο του, και ο αστυνόμος Βάδος έκατσε στη μοναδική καρέκλα που βρισκόταν δίπλα στο στρογγυλό τραπεζάκι στην άλλη άκρη του χώρου – “tea table” το είχε πει μία παρέα από μεθυσμένους ξένους τουρίστες που είχε περάσει από το τμήμα πέρυσι το καλοκαίρι – έχοντας μία πανοραμική θέα όλων τους. Χωρίς να περιμένουν ερωτήσεις, οι δύο παλιοί συνάδελφοι ξεκίνησαν.


Τον Δημήτρη Σερέτη τον ξέραμε από παλιά”, είπε ο Ρένος Αλεξάκης.

Αυτός δεν μας είχε γνωρίσει τότε, αλλά εμείς με έναν τρόπο τον ξέραμε”, διευκρίνισε η Άννα Σακελλάρη. Μετά από μία παύση εξήγησε περαιτέρω, “μέσω της γυναίκας του, τη Μαίρης Σερέτη”.

Ναι, από το 1968 έως το 1970 υπηρετήσαμε στο ίδιο γυμνάσιο στην Θεσσαλονίκη.”

Ο Ρένος και εγώ κάναμε πάντα Μαθηματικά, όπως και τώρα. Η Μαίρη είχε έρθει για να καλύψει τα μαθήματα της Γλώσσας. Ήταν μία συνάδελφος πολύ ήσυχη, πολύ… αθόρυβη πάντα. Πήρε έναν χρόνο να τη γνωρίσουμε καλύτερα. Και να καταλάβουμε καλύτερα.”

Μετά από αυτά τα λόγια της Άννας Σακελλάρη υπήρξε μία παρατεταμένη παύση. Οι δύο καθηγητές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο αστυνόμος Μακρής που τους είχε αντίκρυ διέκρινε θλίψη στα βλέμματά τους. Δεν μίλησε, απλά περίμενε. Ο αστυνόμος Βάδος ακολούθησε την τακτική του συναδέλφου του.

Κάποια στιγμή ο Ρένος Αλεξάκης συνέχισε.

Η Μαίρη… δεν έχει σημασία πώς και πότε ανοίχτηκε σε εμάς φαντάζομαι, αλλά φαινόταν πως ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να μιλήσει, και έτσι κάποια στιγμή από συνάδελφοι γίναμε φίλοι, και μιλήσαμε πιο ανοιχτά.”

Ήδη πριν έρθει στο σχολείο μας είχε περάσει τρεις αποβολές”, συνέχισε η Άννα Σακελλάρη. “Η τρίτη ιδιαιτέρως επικίνδυνη για την ίδια. Ο γιατρός της είχε εξηγήσει πως υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τη μήτρα της, δεν μπορούσε να συγκρατήσει το έμβρυο. Μετά την τρίτη αποβολή συνέστησε στην ίδια και τον Δημήτρη, τον άντρα της, να αποφύγουν άλλη εγκυμοσύνη. Τους συνέστησε να εξετάσουν το ενδεχόμενο της υιοθεσίας εναλλακτικά, και τους είπε μάλιστα πως θα μπορούσε να τους βοηθήσει και ο ίδιος. Αυτά μας τα είχε πει η Μαίρη πάντα.

Ο Δημήτρης όμως… ήθελε το παιδί να είναι δικό του. Τι κολλήματα έχουμε ώρες ώρες οι άντρες, ε;” αναλογίστηκε με έναν μορφασμό γεμάτο πικρία ο Ρένος Αλεξάκης.

Τον δεύτερο χρόνο που ήταν στο σχολείο μας η Μαίρη έμεινε έγκυος για τέταρτη φορά. Δεν ήταν… δεν ήμασταν σίγουροι πως αυτό είχε γίνει με δική της συγκατάθεση. Το σίγουρο ήταν πως αυτή η εγκυμοσύνη την φόβιζε”, εξήγησε η Άννα Σακελλάρη. Από το βλέμμα της ο αστυνόμος Μακρής μπορούσε να καταλάβει πως πλέον δεν βρισκόταν μαζί τους σε αυτό το γραφείο, αλλά κάπου πολύ μακριά, και χρονικά και γεωγραφικά. Εκείνη συνέχισε.

Η Μαίρη από τον δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης και έπειτα έπαιρνε συχνά άδειες. Αρρώσταινε, το σώμα της δεν άντεχε. Όπως γνωρίζετε βέβαια τότε εναλλακτικές δεν υπήρχαν. Συνέχισε όμως να διδάσκει…”

Ναι, συνέχισε”, συνηγόρησε ο Ρένος Αλεξάκης. “Την αγαπούσε τη διδασκαλία. Όπως αγαπούσε και τις μαθήτριες πολύ. Το σχολείο μας τότε ήταν θηλέων.”

Αλήθεια, έτσι είναι. Μέσα στην αγωνία και το άγχος της για την εγκυμοσύνη, τους πόνους που της προκαλούσε, όταν ήταν καλύτερα μας έλεγε ότι ήλπιζε να έχει κοριτσάκι.”

Η παύση τώρα ήταν μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Οι δύο αστυνόμοι μπορούσαν ήδη να δουν την συνέχεια της ιστορίας να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Κάποια στιγμή, η Άννα Σακελλάρη επιβεβαίωσε αυτή τη συνέχεια.

Ήταν στο σχολείο όταν ξεκίνησε η αιμορραγία, μες στην τάξη. Μέχρι να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, η Μαίρη είχε πεθάνει. Το έμβρυο εξίσου προφανώς.”

Το σοκ ήταν για όλους μας μεγάλο. Είχαμε και μόνο κορίτσια στο σχολείο τότε, καταλαβαίνετε. Πώς να εξηγήσεις… Νομίζω πως οι περισσότεροι συνάδελφοι επέλεξαν να το διαγράψουν από τη μνήμη τους. Δεν είμαι σίγουρη πως αυτό ήταν εξίσου εφικτό για τις μαθήτριες.”

Οι δύο συνάδελφοι δάκρυσαν στην ανάμνηση του γεγονότος. Ο Μακρής και ο Βάδος παρέμειναν σιωπηλοί. Μπορούσαν να δουν σε αυτήν την τραγική ιστορία που τους εξιστορούσαν την όποια γυναίκα, μα κυρίως την γυναίκα που αγαπούσαν, την ίδια γυναίκα δηλαδή. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στιγμιαία και αυτομάτως τα τράβηξαν και οι δύο αλλού.

Το παρελθόν με το παρόν ανέλαβε να ενώσει ο Ρένος Αλεξάκης.

Τον Δημήτρη εμείς δεν τον γνωρίσαμε ποτέ. Δεν ήρθε ούτε μία φορά να πάρει τη γυναίκα του από το σχολείο, ακόμα και τις μέρες που έφευγε αδιάθετη από την εγκυμοσύνη μες στη μέση των μαθημάτων. Δεν την συνόδευσε ούτε σε μία κοινωνική συνάντηση καθηγητών. Βέβαια, ίσως να ήταν καλύτερα για την Μαίρη έτσι. Ξέφευγε από το σπίτι και απ’ αυτόν. Μια-δυο φορές είχαμε εντοπίσει και μελανιές στα μπράτσα της… Όχι πως είχε κατηγορήσει ποτέ τον Δημήτρη ανοιχτά για κάτι. Αλλά, από την άλλη… χρειαζόταν να τον κατηγορήσει, νομίζετε; Μάτια είχαμε και βλέπαμε. Ενήλικες άνθρωποι ήμαστε όλοι, μπορούσαμε να καταλάβουμε τι γίνεται στον κόσμο γύρω μας.

Μετά τον θάνατο της Μαίρης, ο Δημήτρης μάθαμε πως μετακόμισε στην γενέτειρά του, την Αλεξανδρούπολη. Εγώ αρκετά αργότερα πήρα μετάθεση για Κομοτηνή. Και κάπως έτσι, όταν ο Δημήτρης έφερε το τροχόσπιτό του στον κάμπινγκ δυο χρόνια πριν, ούτε μας ήξερε ούτε φυσικά μας αναγνώρισε. Έγινε ο τεθλιμμένος χήρος της παρέας μας! Για φαντάσου! Όχι ότι είχε ιδιαίτερες σχέσεις με κανένας μας, το ‘παρέας μας’ το λέω λόγου χάριν.”

Ούτε εμείς βέβαια του ανοίξαμε κάποια συζήτηση”, συνέχισε η Άννα Σακελλάρη. “Όχι, ποτέ. Σιχαινόμουν που περνούσαμε το καλοκαίρι μας στον ίδιο χώρο μαζί του! Σαν να σπιλώναμε την μνήμη της Μαίρης…”

Ναι, σκεφτήκαμε κάποια στιγμή να φύγουμε. Να πάρουμε τα τροχόσπιτα και να τα πάμε στην Θάσο. Αλλά πάλι, αυτός ο χώρος ήταν δικός μας από την πρώτη στιγμή. Τον αγαπάμε και τον φροντίζουμε τόσο χρόνια. Θα μας στερούσε κι άλλα αυτός ο άνθρωπος;”

Οι δύο καθηγητές κοιτάχτηκαν. Ήταν εμφανές πως είχαν φτάσει στο κομβικότερο σημείο της ιστορίας τους. Επιτέλους οι δύο αστυνόμοι θα μάθαιναν τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο αστυνόμος Μακρής αισθάνθηκε τις τρίχες στην πλάτη του να σηκώνονται και να τρυπούν το πουκάμισό του. Ο δε αστυνόμος Βάδος ένιωσε τα πόδια του να μυρμηγκιάζουν. Ήθελε να μετακινηθεί και να πάει να κοιτάξει αυτούς τους δύο ανθρώπους στα μάτια. Συγκρατήθηκε όμως, δεν ήθελε να επηρεάσει την εξιστόρησή τους. Και έτσι παρέμεινε να κοιτάζει τις πλάτες τους.


___ ___ ___


Την Κυριακή του Πάσχα, από το μεσημέρι, είχαμε βγει όλοι οι φίλοι του κάμπινγκ για φαγητό στα Θέρμα”, συνέχισε την ιστορία η Άννα Σακελλάρη. “Αυτός φυσικά δεν ακολούθησε, αν και κάποιοι της παρέας τον κάλεσαν. Όχι εμείς οι δύο φυσικά. Κατά τις πέντε το απόγευμα εγώ κουράστηκα και γυρίσαμε πίσω με τον Ρένο. Τον βρήκαμε στην ίδια θέση που τον είχαμε αφήσει, να κάθεται έξω από το τροχόσπιτό του και να αγναντεύει τη θάλασσα… ο τεθλιμμένος χήρος! Έπρεπε να έπινε τσίπουρα μόνος του από πριν φύγουμε, φαινόταν χαμένος.”

Υπήρξε ένας ανεπαίσθητος λυγμός στη φωνή της, και μετά η Άννα Σακελλάρη δήλωσε αποφασιστικά: “Και τότε θόλωσα και πήγα και τον αντιμετώπισα!”

Μαζί τον αντιμετωπίσαμε”, βιάστηκε να συμπληρώσει ο Ρένος Αλεξάκης.

Ναι, μαζί. Και καθώς τον κατηγορούσαμε για όσα γνωρίζαμε πως είχε κάνει στη γυναίκα του, μας άκουγε αμίλητος, ασάλευτος. Τον κατηγορήσαμε για τον ίδιο της τον θάνατο και αυτός έμεινε εκεί να κοιτάζει… Χωρίς ένα δάκρυ να τρέξει από τα μάτια του!!”

Εάν είσαι άντρας θα έπρεπε να είχες σταματήσει και τη δική σου ζωή μετά απ’ ό,τι έκανες, του φώναξα κάποια στιγμή”, συνέχισε ο Ρένος Αλεξάκης.

Και τότε, για πρώτη φορά, σα να ξυπνούσε από λήθαργο μίλησε και ξέρετε τι μας είπε;” απευθύνθηκε η Άννα Σακελλάρη στον αστυνόμο Μακρή. “Συγγνώμη. Έχετε δίκιο. Όμως δεν είχα ποτέ το θάρρος να πάρω την ίδια μου τη ζωή.

Και;; Και μετά; Ο αστυνόμος Μακρής καταλάβαινε τα μάτια του να έχουν γουρλώσει και προσπαθούσε να αντέξει ακόμα μία παύση στην εξιστόρηση των δύο καθηγητών. Ο Ρένος Αλεξάκης τον έβγαλε τελικά από τον μαρτύριό του.

Ξέρετε, το κάμπινγκ την άνοιξη έχει ποντίκια. Τι ποντίκια… αρουραίους κανονικούς. Και κανά φίδι άμα τύχει κάνει την εμφάνισή του. Η βλάστηση είναι ακόμα πυκνή, η ανθρώπινη παρουσία συγκριτικά αραιή. Και έτσι κανονίζουμε όσοι ερχόμαστε για Πάσχα και πάντα φέρνουμε ποντικοφάρμακο μαζί μας.”

Τα μάτια του αστυνόμου Μακρή άστραψαν. Ο αστυνόμος Βάδος απέναντι τον κοίταζε έντονα.

Στην Θεσσαλονίκη οι τιμές είναι φθηνότερες, και έτσι πάντα φέρνω και εγώ ένα μπουκάλι μαζί μου”, συνέχισε η Άννα Σακελλάρη. “Φέτος το πρόβλημα δεν ήταν τόσο εκτεταμένο, και έτσι δεν εξάντλησα το δικό μου απόθεμα. Όταν λοιπόν μας είπε… όταν μας είπε πως δεν είχε το θάρρος, το βρήκα εγώ γι’ αυτόν. Έφυγα στο δικό μου τροχόσπιτο και γύρισα με το μπουκάλι, μισογεμάτο. Έπινε τσίπουρο σε νεροπότηρο. Σήκωσα το ποτήρι από το τραπέζι που το είχε αφήσει, έχυσα το τσίπουρο στο χώμα και το γέμισα μέχρι πάνω με ποντικοφάρμακο.”

Έπειτα το πήρα από τα χέρια της Άννας και το έφερα απότομα στα χείλια του. Πιες το λοιπόν τώρα που έχεις κάποιον να στο δώσει, του είπα.”

Και εκείνος κοίταξε με τη σειρά τον Ρένο, εμένα, το μπουκάλι ακόμα στα χέρια μου, και μετά έβαλε το ποτήρι στα χείλη του και ήπιε όλο το περιεχόμενο με τη μία.”

Δεν πέθανε αμέσως. Αλλά πέθανε πριν επιστρέψει η παρέα μας. Και αφού τον είδαμε να πέφτει νεκρός στα πόδια μας, τότε συνειδητοποιήσαμε πως αν τον αφήναμε εκεί έξω σίγουρα θα τον εντόπιζαν”, εξήγησε απλά ο Ρένος Αλεξάκης.

Το ανατολικό τοιχίο του κάμπινγκ πάντα μαζεύει όγκο πεσμένων φύλλων, τα σπρώχνει προς τα εκεί ο αέρας και επειδή το τοιχίο είναι ψηλό δεν έχουν που να ξεφύγουν. Συσσωρεύονται και συνήθως κρύβουν μέσα τους φίδια ή τρωκτικά. Γι’ αυτό κανείς μας δεν πλησιάζει εκεί πριν καθαρίσει ο Δήμος τον χώρο για το καλοκαίρι. Δεν ήταν ιδιαίτερα βαρύς, και έτσι καταφέραμε και τον μεταφέραμε μέχρι εκεί. Τον… ‘εναποθέσαμε’ ας πούμε εκεί, και τον σκεπάσαμε με φύλλα. Έπειτα γυρίσαμε στο τροχόσπιτό του, πλύναμε το ποτήρι που έπινε, το ακουμπήσαμε να στραγγίξει και αφήσαμε όλα τα άλλα ως είχαν. Το μπουκάλι με το ποντικοφάρμακο είχε σχεδόν αδειάσει, αλλά σκεφτήκαμε και το βάλαμε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου.”

Η παρέα μας γύρισε από τα Θέρμα πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Μέχρι τότε είχαν όλα τελειώσει. Και την επόμενη μέρα ήταν όλοι ζαλισμένοι από το ποτό, και έπρεπε να πακετάρουν κιόλας για να φύγουν την Τρίτη το πρωί. Κανείς δεν παρατήρησε την απουσία του Δημήτρη.”

Την Τρίτη το πλοίο ήταν νωρίς, στις εφτά. Και έφυγαν όλοι εκτός από εμάς τους δύο, που οι δουλειές μας δεν ξεκινούσαν ακόμα. Δεν είχαμε σκεφτεί εάν έπρεπε να κάνουμε κάτι άλλο, να πάρουμε κάποια προφύλαξη. Κατά τις εννιά πήραμε το αυτοκίνητο και πήγαμε μέχρι τον φούρνο στα Θέρμα. Επιστρέφοντας είδαμε το συνεργείο του Δήμου…”, είπε με νόημα η Άννα Σακελλάρη.

Μέσα στην έντασή μας, είχαμε ξεχάσει πως ο Δήμος μετά το Πάσχα συνήθως ξεκινά τον καθαρισμό του χώρου. Τους είδαμε από τον δρόμο, εκείνοι όμως δεν πρέπει να μας κατάλαβαν. Δεν μπήκα στο κάμπινγκ, συνέχισα να οδηγώ προς την Άνω Μεριά και έφτασα αρκετά μέσα στο βουνό, εκεί που έχει τα ζώα του ο Μπάρμπ’ Αναστάσης. Γνωριζόμαστε καιρό τώρα, μας δίνει πάντα τυρί και κρέας το καλοκαίρι. Έχει ένα μικρό σπιτάκι εκεί και μένει κάποια βράδια με κακοκαιρία για να μην γυρίζει πίσω με τα πόδια. Τον ρώτησα αν μπορούσαμε να κάτσουμε εκεί μια-δυο μέρες. Για δικαιολογία του είπα ότι είχαμε πρόβλημα με τα ποντίκια στο κάμπινγκ. Και πως θέλαμε να περιμένουμε να κάνει απολύμανση το συνεργείο του Δήμου. Δεν ξέρω αν μας πίστεψε… το πιθανότερο είναι ο Μπάρμπ’ Αναστάσης να νόμιζε πως είμαστε ζευγάρι και κρυβόμαστε από τους υπόλοιπους!”

Υπήρξε μία τελευταία παύση στην εξιστόρηση, η μεγαλύτερη ως τώρα. Και μετά η Άννα Σακελλάρη ξεκαθάρισε μία σημαντική λεπτομέρεια.

Έπινε από το μεσημέρι, σας το είπαμε ήδη. Όταν τον αντιμετωπίσαμε και του δώσαμε το ποντικοφάρμακο, ήταν μεθυσμένος. Δεν πιστεύω πως θα το είχε πιει αλλιώς.”


___ ___ ___


Ο αστυνόμος Μακρής έκατσε για πρώτη φορά πίσω από το γραφείο του. Κοίταξε στιγμιαία τον αστυνόμο Βάδο και έπειτα απευθύνθηκε με τυπικό τόνο στους δύο ανθρώπους απέναντί του.

Λοιπόν, εμείς κάποιο σχετικό εύρημα δεν έχουμε. Η αραιή συγκοινωνία μέσω θαλάσσης και τα ακραία καιρικά φαινόμενα αποτέλεσαν τροχοπέδη για την έρευνα. Σας ευχαριστούμε πολύ για την συνεργασία σας. Μπορείτε να φύγετε τώρα.”



Η ατμόσφαιρα μετά το μεσημεριανό μπουρίνι είχε καθαρίσει. Το φεγγάρι ακόμα κρυβόταν πίσω από την κορυφή Φεγγάρι του Σάος και μία έναστρη κουβέρτα απλωνόταν πάνω από την Χώρα Σαμοθράκης. Μύριζε άνοιξη όπως ποτέ πριν.




(Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις της υπόθεσης αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι συμπτωματική.)


Comments

Popular posts from this blog

Έγκλημα στη Σαμοθράκη

Συγκλονιστικές είναι οι εξελίξεις σχετικά με το μέχρι στιγμής ανεξιχνίαστο έγκλημα στη Σαμοθράκη. Η σωρός του Μολδαβού επιχειρηματία βρέθηκε τελικά σε δύσβατο κομμάτι του βράχου Βρυχού, περιφερειακά του οικισμού της Χώρας. Η αστυνομία κάνει λόγο για δολοφονία, αλλά δεν έχει δώσει προς το παρόν λεπτομέρειες για τυχόν υπόπτους ή για τον τρόπο που αφαιρέθηκε η ζωή του θύματος! Ρίγος στην τοπική κοινωνία εν μέσω καλοκαιριού! Θα επιστρέψουμε κοντά σας μόλις έχουμε νεώτερα... Ο αστυνόμος Μακρής έκλεισε το ραδιόφωνο με αργές, σχεδόν θεατρικές κινήσεις. Όχι πως ήταν λάτρης του σανιδιού · μάλλον το αντίθετο. Τον επιβράδυνε περισσότερο η σκέψη της τελευταίας φράσης που άκουσε. Θα επιστρέψουμε κοντά σας μόλις έχουμε νεώτερα... Ήξερε τι σήμαινε αυτό. Το τηλέφωνο θα χτυπούσε σύντομα. Στην Αλεξανδρούπολη επικρατούσε πνιγηρή ζέστη. Ο απογευματινός παραλιακός περίπατος περισσότερο είχε αυξήσει παρά ανακουφίσει τη δυσφορία που ήδη ένιωθε. Βέβαια δεν ήταν μόνο ο καιρός. Στην πρα...

Mountain stars (a collection of irregular haikus)

I Your dreams are lately red. In the defiant light of the sun we appear less clean. What if I hide underneath the surface of the sea? Love was supposed to be effortless at start. Same songs same rain all the things you are doing with others. Storms unleashed threads pending cuts; your dreams are red. II Night butterflies fill the room night flowers drop tears reflections of us populate the walls underneath the sky I inhale the stars. The sea will expand to the world’s end (I know now) mountains will for once retract is it possible is it thinkable to stand here still? May 2024, Samothraki.

Μικρό καλοκαίρι

Ι Η υγρασία της θάλασσας σκεπάζει τη στεριά αντικριστά και μπαίνει μέσα μου. (Βρέχει ανεπαρκώς.) ΙΙ Τα δρομολόγια των πλοίων φεύγουν  κανονικά μα δεν επιστρέφουν πια. ΙΙΙ Ο βραδινός ουρανός διαστέλλεται  το ίδιο και η κόρη του ματιού · κάθε νύχτα ο ορίζοντας τρώει λίγο ακόμα από τη στεριά και κάθε ξημέρωμα η θάλασσα μας έχει κυκλώσει λίγο περισσότερο. IV Βουλιάζουμε. Σεπτέμβριος 2024, Σαμοθράκη.

Safe place

What it feels like to watch the ferry sail from ashore an island remote urged to absorb and write about all; the smallness of the houses the vastness of the stars the firmness of the mountain and the thriving sun the  stove  warmth the cricket songs the raven flights the goat bells from within the heights; what it is like looking for the winter in the uncanny light of the dusk and wanting to stop, eat up the day, and again start. Once, I walked at night in the dark crossing the ancient forest and ever since I walk, the forest every night. Samothraki, November 2024.

Bosphorus

In their cracky voices the seagulls talked – they truly did talk – about things that parted continents and seas. The crowd moved in a mass dance a choreography of nothing momentarily interrupted by streetcars. And the waters howled underneath they howled like a heartbeat soon (any moment now) to cease. Souls passed me by; some lost some wandering and some mine. Jan. 2024, Istanbul.

Composition

  I Irregular images go by quite naturally. II A pull deep inside the wave plunges before the shore. III A procession of doors shutting firmly behind me. IV A further pull the water mumbles far from the shore. V Gardens how in their beauty spread in front of me. VI Hooded crows paired in the skies time-travellers alike. VII Stairs beneath my feet rise in rambling buildings. VIII A single white feather by the wind carried across horizon deep. IX The train with all its nine coaches drags in tunnels stoically. X Sky creatures bizarrely by me undisturbed in the same sea. XI Words of use written or spoken lavishly, kindly. XII Thick shadows of the olive trees for a moment still unnaturally. XIII In a bookstore’s poetry section we speak for ten minutes then never again. XIV All the sounds finally surrender to the eyes’ silence. Summer 2024, London – Samothraki. Picture: Tavist...

Τι σχέση έχει ο Πάνακτος Βοιωτίας με τον Λουτρόπυργο Νέας Περάμου; Η κατάρρευση της οικειότητας

  Καμία. Τα χωρίζουν 32 χιλιόμετρα, ένα όρος, ένα τεράστιο δάσος και τα “σύνορα” νομών Βοιωτίας και Αττικής. Απ’ όσους οδηγούς έχουν σταματήσει ανά τα χρόνια έξω από το εξοχικό μας στον Κάτω Λουτρόπυργο για να ζητήσουν οδηγίες, κανείς ποτέ δεν κατευθύνθηκε προς τον Πάνακτο, ή προς τα Δερβενοχώρια. Κι εμείς ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι ο Πάνακτος ή τα Δερβενοχώρια είναι κοντά προκειμένου να πάρουμε το αυτοκίνητο και να πάμε βόλτα προς τα εκεί. Πώς γίνεται λοιπόν μία φωτιά που είχε ξεκινήσει στον Πάνακτο Βοιωτίας να βρίσκεται δύο μέρες μετά στον Άνω Λουτρόπυργο, και συγκεκριμένα δίπλα στην Ολυμπία Οδό; Και πως γίνεται άλλες δύο μέρες μετά από αυτό η φωτιά να έχει σχεδόν κάνει κύκλο περνώντας από τα Μέγαρα και να έχει επιστρέψει στην Οινόη; Βρισκόμαστε μπροστά στην κατάρρευση της οικειότητας, αντιμέτωποι με την αδυναμία πλέον να ορίσουμε τι μας είναι γνώριμο. Το γνώριμο γίνεται γρήγορα άγνωστο, ακόμα και άγονο. Οι αναμνήσεις δεν βρίσκουν τόπο να σταθούν · μετά από κάθε οριοθέτησή...

April’s fools

I All our traumas sat around the table to dine courteously and with crooked smiles (too civilised for their own good). They exchanged words superfluous and untherapeutic. They drank until it was late and memory appeared to dissolve into nothingness. II Sometimes even after all this time, when the restaurant is empty and the music has stopped, I hear them trying to re-emerge from the surfaces that surpassed them the flowers that outlived them the lights that fooled them – intoxicated and vindicated by no one – into the shadows. I ask myself, sometimes, what will happen if they ever escape the shadows only to find that the dining table has since been replaced and most of their torturous attachments have ceased to be? What hidden and unresolved traumas will we have then? April 2024, Athens. Photograph: March 2024, Loutropyrgos.

From Katrina to Samothraki: Another Deluge.

The Chóra of Samothraki two years ago, on Tuesday 20 October 2015. It was two years ago that I was arriving in Samothraki, no longer a tourist but in preparation for my PhD fieldwork application. It was the same days as this year’s floods that I, ambitious and with a questioning spirit, was stepping foot on the island, just two years ago. Two years following those first days everything is so different. Pictures depict a landscape all the sudden alienated, a stranger. Questions bear no longer their fruitful character, but instead awake nightmares. Words do not flow; and experience is a repetitious limbo stuck in mind. Walking amongst the debris and mud last week, in the aftermath of the pouring rain and squall, I could not raise my hands, hold the camera steadily and take pictures. Who would like to remember this anyway? Who would possibly like to store and return to such pictures in time? Four years ago, while taking a semester of my BA course in Social Anthropo...

Before

I shouldn't have said a word to begin with. Because words hit like waves against coastal cliffs; they make an impression and then retreat to the their chaotic origins – be it sea or sin. 26 Jul. 2020 Photograph: Thessaloniki, Oct. 2023