Βαμβακοφυτείες χιονίζουν την εθνική οδό έξω από την Κομοτηνή
και ψήγματα βάμβακος ξεχωρίζουν στο δρόμο
σχεδόν λαμπερά
σχεδόν σαν άστρα στον αφώτιστο ουρανό
που τον σχίζουν μόνο απότομες βουνοκορφές
στη μέση του πελάγους.
Κοιτάζω τον φθινοπωρινό ήλιο μέσα από το τζάμι
που λίγο πριν τη δύση του
λαθεύει για φεγγάρι –
ή που έστω θα μπορούσε.
Κοιτάζω πρόσωπα τριγύρω μου
που κι αυτά μοιάζουν με άλλα·
τόσο μακρινά όσο κι απρόσιτα.
Νυχτώνει νωρίτερα
και όλα βυθίζονται σε ένα φιλικό σκοτάδι
χάνοντας τις ιδιαιτερότητες και τον σκοπό τους·
και καθώς νυχτώνει
δεν έχει πια σημασία ποιος θυμίζει ποιον
ή αν θα ξημερώσει ξανά.
Αλλά από εδώ τα αστέρια δεν ξεχωρίζουν
και ο ουρανός είναι θαμπός
σχεδόν ποτέ αφώτιστος
μοναχικός κι ανέγγιχτος απ’ τα άκρα της γης.
Ανέγγιχτες μνήμες ξεπηδούν κάποιες φορές από τον θόλο αυτό
και σαν πυροτεχνήματα
φωτίζουν μια πόλη αχόρταγη για φώτα.
Κρατώ μέσα μου
τον σκοτεινό ουρανό
τις νησίδες σωματιδίων που τον εποικούσαν
απειλούμενες παρά μόνο από συμπαγείς ορεινούς όγκους.
Μα μέσα μου η αρμονία ασταθεί·
ενίοτε την σχίζει κάποιος φωτισμός
που ξεφεύγει από τα όρια της πόλης
ή και από τις διαχωριστικές γραμμές της ζωής που τον άφησε πίσω.
Εισβάλλει και
σαν πυροτέχνημα
αναδεικνύει εκκωφαντικά
γωνιές αυτού του στερεώματος
που το σκοτάδι είχε τόσο ήρεμα καλύψει
τραντάζοντας τις αισθήσεις συθέμελα.
Οκτώβριος 2020,
Κομοτηνή – Λαμία – Αθήνα.
Φωτογραφία: Κήποι Σαμοθράκης, 24.09.20.
Comments
Post a Comment