Κάτω
απ’ τα κλειστά βλέφαρα
μέσα
απ’ τα όνειρα
βλέπεις
ξεκάθαρα
όσα
κινούνται
ένα
προς ένα
μαζί
το ένα με το άλλο
ενάντια
το ένα προς το άλλο
όσα
στέκουν στον αγώνα τους
σε
πείσμα όσων σου είπαν
κι
όσων νομίζεις.
Γυρίζεις
πλευρά και η μία λεκάνη
ακουμπά
στην άλλη
η
ομορφιά της απλότητας·
η
γαλήνη του τυχαίου αγγίγματος·
συνεχίζεις
να κοιμάσαι.
Πάλλονται
οι φλέβες
πετούν
την ανάσα στον κόσμο
άλλοτε
ρυθμικά
κι
άλλοτε πιο βίαια·
σφίγγουν
οι μύες
μόνο
για να αφεθούν πιο έντονα μετά
για
να σε ρίξουν πιο σίγουρα
πιο
σταθερά στο έδαφος·
πλέκονται
τα έντερα
πλοκάμια
κανονικά
προς
κάθε σου κυκλική κατεύθυνση
προς
τη σιγουριά της λεκάνης·
ξανακινήσε
εμβρυακή
στάση
η
ασφάλεια της κοιλότητας
τα
κόκαλα που την σφαλίζουν
στο
κελί τους
ρέ(π)εις
και
παραμιλάς·
ο
κάθε μικρός τραυματισμός
το
κάθε σοβαρό ατύχημα
σε
κρατούν και σε χτίζουν
σε
πάνε
σε
φέρουν
δυνατότερο
ωριμότερο
πληρέστερο
στην
κάθε
απουσία·
σε
κρατώ στα δυο μου χέρια
κανείς
δεν σε ξέρει όπως εγώ·
πώς
δυσπνοάς στους φόβους
πώς
σκληραίνεις στους κινδύνους
πώς
ανοίγεσαι
στις χαρές
πώς
μεταφέρεσαι
άυλο
κράμα
μα
πάντα συνεχές
απ’
την σκέψη στην αφή.
Μόλις
ξυπνήσεις
θα
κοιταχτείς
μέσα
απ’ την
αύρα
του κόσμου
κι
απ’ αυτήν
μέσα
απ’ τον
καθρέφτη
κι
απ’ τον καθρέφτη μέσα απ’
τα
μάτια σου
και
θα δεις
τι
άλλο
πέρα
απ’ όσα θέλησες
χωρίς
τους λόγους για τους οποίους
τα
θέλησες
με
μια συνείδηση διαπερατή
σχεδόν
διάφανη
και
μια μνήμη συλλογική
σχεδόν
αέναη.
Πόσα
δεν βλέπεις στον καθρέφτη
που
βλέπεις όταν κοιμάσαι
–
σώμα
–
πόσα
νιώθεις
συναισθάνεσαι
και
ξεχνάς.
Σε
κάνουν να τα ξεχνάς·
ή
σε κάνουν να φοβάσαι
να
απορρίπτεις
και
να προσλαμβάνεις
αστόχαστα.
Μα
πόσο δυνατό
είσαι
εκείνα
τα μεσημέρια
που
η σάρκα εντέλει
καταρρέει
κομμάτι
κομμάτι
στα
βαρίδια των άλλων
που
ονομάστηκαν
κοινωνία
κι
εσύ στέκεσαι
γυμνό
άψυχο
κολοσσιαίο
έτοιμο
να
κατακτήσεις
και
να ηττηθείς
ξανά·
πώς
μαθαίνεις
να
πονάς
και
να γεννάς την ψυχή
απ’
την αρχή
φτιαγμένη
απ’
το χάος
και
προοριζόμενη
για
το τίποτα.
Σαμοθράκη,
Comments
Post a Comment