Skip to main content

Θεσσαλονίκη

























Σκηνή πόλης

Σιδέρωνε μετά τα μεσάνυχτα χωρίς λόγο. Η κουρτίνα αφημένη ανοιχτή· ίσως και ξεχασμένη. Και τσακωνόταν με την κόρη της. Κάτι για το ντύσιμο, ή την αυριανή έξοδο...

Ουρανός με αιθαλομίχλη.

Οι γείτονες από τις τριγύρω πολυκατοικίες, μέσω του κοινού τους ακαλύπτου χώρου, μπορούσαν να τις ακούσουν. Θα μπορούσαν να τις ακούν και παράλληλα να αγναντεύουν τον μουντό, γκριζαρισμένο ουρανό, ως ένα είδος εναλλακτικού σινεμά. Αλλά, ακόμα και αν στους φιλοπερίεργους αρέσουν οι καυγάδες, σε κανέναν δεν αρέσουν οι γκριζαρισμένοι ουρανοί· ενδεχομένως σε αντιδιαστολή με τα γκριζαρισμένα μαλλιά.

Ώριμοι άντρες και μαλακίες!” ακούστηκε μία φωνή από κάποιο άλλο διαμέρισμα, και όπως στιγμιαία έκανε τη δήλωσή της έτσι στιγμιαία έσβησε κιόλας. Χωρίς μπακγκράουντ.

Ο μοναδικός παρατηρητής που μέχρι εκείνη την ώρα στεκόταν σε κάποιο από τα μπαλκόνια που πλαισίωναν τον ακάλυπτο, που τον τραβούσε ο μουντό ουρανός αλλά τον απωθούσαν οι καυγάδες, αφού πρώτα ολοκλήρωσε μία παρατεταμένη στατική ματιά στην απλώστρα του μπαλκονιού, απέσυρε την πρόσοχή του από όλα όσα του κρατούσαν συντροφιά και μπήκε μέσα.

Ο μοναδικός παρατηρητής ήταν γυναίκα.



Έξω από την πόλη
(ίδια ώρα)

Το υπεραστικό λεωφορείο με δρομολόγιο Μοναστηρίου – Σταθμός Μακεδονία – Σταθμός Κηφισού – πλατεία Καραϊσκάκη – Πεδίον του Άρεως, έχει εδώ και λίγο ξεκινήσει και ήδη βγαίνει από τα νοητά σύνορα της πόλης.

Ο δρόμος ανοίγεται μπροστά σα ράχη ενός σκοτεινού φιδιού που ελίσσεται ακούραστα ανάμεσα στους μικροσκοπικούς φωτεινούς σηματοδότες εκατέρωθεν. Όχι πως έχει σημασία αυτή η εικόνα, αφού στον οδηγό πλέον δεν κάνει εντύπωση, ενώ οι περισσότεροι των επιβατών ήδη λαγοκοιμούνται.

Στην γαλαρία του λεωφορείου, μία οικογένεια παραμένει ξύπνια, έχοντας ξεπεράσει το αρχικό στάδιο πρόκλησης εντύπωσης στους συνεπιβάτες (οι οποίοι πλέον λαγοκοιμούνται).

Η ησυχία του λεωφορείου και η ζέστη που βγαίνει από τον κλιματισμό, δημιουργούν ένα ιδανικό περιβάλλον ξεκούρασης, όμοιο του οποίου έχουν όλοι τους μέρες να βρουν· ίσως και εβδομάδες. Από σύνορο σε σύνορο, από σταθμό σε σταθμό και από εξακρίβωση σε εξακρίβωση. Ο δρόμος όμως δε νανουρίζει τα μάτια. Αντίθετα, καθώς απλώνεται κάτω από τα πόδια τους σκοτεινός και άγνωστος και ενώ η επιταχυνόμενη κίνηση του λεωφορείου δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας αυτενέργειας (σα να τους ορίζει εκείνος μοιραία τη διαδρομή), μοιάζει με ακόμα μία υπόσχεση εξάντλησης.

Ανάμεσα στα ροχαλητά και τον σταθερό ήχο του κλιματισμού, μία σιγανή μα κοφτή παρατήρηση: “Μην χαλαρώνεις τη μαντήλα σου, δεν είμαστε σπίτι”.

Οι μάνες έχουν πάντα άποψη για πώς ντύνονται οι κόρες· και την παραθέτουν με βαρύτητα προεδρικού διατάγματος (πάντα).






Πάνω από την πόλη
(περίπου ίδια ώρα)

Καλώς ήρθατε στην πτήση της Aegean...”

Καθώς κερδίζουν ύψος, τα φώτα της πόλης ενώνονται σε ένα συνονθύλευμα οργιαστικής λάμψης, που στιγμιαία δημιουργεί την εντύπωση ιπτάμενου χαλιού στα πόδια του αεροπλάνου. Ή ιπτάμενου χαλιού πάνω στο οποίο πετά το αεροπλάνο.

Welcome on board to an Aegean flight...”

Τα φώτα σύντομα θυμίζουν περισσότερο τα λαμπιόνια που έφεγγαν αδύναμα το καλοκαίρι από αντικριστές στεριές. Και όπως εκείνα χάνονταν από τον ορίζοντα στην υγρασία της ατμόσφαιρα, έτσι και αυτά τώρα χάνονται κάτω από στρώσεις πυκνών σύννεφων. Είτε σε μήκος είτε σε ύψος, η απόσταση πάντα απόσταση είναι.

Θυμάται την θάλασσα· το γλυκό, θερμό της άγγιγμα, το απαλό λίκνισμα του σώματος. Την ζεστή εκπνοή να σβήνει καθ’ οδόν προς τα αστέρια, την παραίσθηση του σύμπαντος να σκάει και να καταρρέει ευθεία προς τη θάλασσα. Είχαν ξεκινήσει για Χαλκιδική και είχαν φτάσει Σαμοθράκη.

Τα οδικά ταξίδια είχαν τη χάρη του άγνωστου, του προορισμού που εντέλει δεν ενδίδει ποτέ και σε κανέναν. Τα αεροπορικά ταξίδια, εν αντιθέσει, ήταν κατά συνθήκη άχαρα, δηλώνοντάς σου τον προορισμό, τις ενδιάμεσες στάσεις και τη διάρκεια της καθεμίας ρητά εξ αρχής. Είχε αγοράσει 11 ώρες ταξιδιού, συμπεριλαμβανομένων 2 στάσεων, με 285 ευρώ. Και μόλις τώρα παρατηρούσε πως καθώς ένας ένας οι συνταξιδιώτες έσβηναν τα μάτια τους και ενέδιδαν στον ύπνο, τα αστέρια είχαν κιόλας σβήσει από το στερέωμα. Ή μάλλον, για αυτό το ταξίδι – των 285 ευρώ & 30 λεπτών για να είμαστε ακριβείς – δεν θα φώτιζαν καθόλου.

Ο μοναχικός παρατηρητής ήταν άντρας· και σταδιακά ξεμάκραινε από την Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, την Σαμοθράκη, και από την ίδια τη θάλασσα.



Παραπλήσια της πόλης
(αργότερα / ξημέρωμα)

Οι εργάτες που φόρτωναν και ξεφόρτωναν τα κοντέινερς του λιμανιού, πολλά από αυτά αφιχθέντα από άλλα ημισφαίρια του πλανήτη, μαζεύονταν πάντα πριν την ανατολή του ηλίου (ειδικά τους χειμερινούς μήνες που η ανατολή έμοιαζε να καθυστερεί κάθε μέρα και περισσότερο).

Αν και πάντα προέκυπταν δυσκολίες και παρανοήσεις στον ημερήσιο καταμερισμό εργασίας (λίγο οι διαφορετικές γλώσσες, λίγο το αγουροξύπνημα, λίγο οι διαθέσεις της θάλασσας κάθε φορά), τα έβρισκαν στις κοινές πρωινές τους παρατηρήσεις.

Καθώς οι πρωινοί ρυθμοί εργασίας ήταν πάντα πιο αργοί, τους άρεσε να παρατηρούν τις πρώτες πρωινές πτήσεις της ημέρας να απομακρύνονται από την πόλη προς ένα θολά χρωματισμένο στερέωμα, ή τις πτήσεις που είχαν ξεκινήσει από βραδύς και τώρα έκαναν το πέρασμά τους πάνω από τα πολύχρωμα κοντέινερς της συμπρωτεύουσας, και στις δύο περιπτώσεις με τα αεροσκάφη να αφήνουν ακαθόριστους έως και ευφάνταστους σχηματισμού πίσω τους.

Οι εργάτες σήκωναν ένας ένας τα κεφάλια τους προς τον ουρανό, σαν σε άρτια χορογραφημένη κίνηση, και μέχρι να σχηματίσει το κάθε αεροπλάνο την αέρινή του καμπύλη από πάνω τους, άλλοι προσπαθούσαν να ξεκαθαρίσουν το εκάστοτε γράφημα που έμενε πίσω (ήταν γράμμα; ήταν σχήμα; ήταν η μορφή κάποιου ζώου;) και άλλοι, πιο περιπετειώδεις και τολμηροί, σκέφτονταν πως βρίσκονταν οι ίδιοι μέσα στη μικροσκοπική κουκίδα που ξεμάκραινε, απ΄ ό,τι (τους) φαινόταν προς το άγνωστο.

Μια φορά ο παρατηρητής των έργων στο λιμάνι εύστοχα είχε εκφράσει το εξής: “Ο κόσμος χωρίζεται ανάμεσα σε αυτούς που φεύγουν χωρίς να το επιθυμούν και σε αυτούς που μένουν πάλι χωρίς να το επιθυμούν. Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν στοχάζεται αρκετά την κατάσταση του άλλου ”.


Φωτογραφίες: Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2018.

Comments

Popular posts from this blog

Έγκλημα στη Σαμοθράκη

Συγκλονιστικές είναι οι εξελίξεις σχετικά με το μέχρι στιγμής ανεξιχνίαστο έγκλημα στη Σαμοθράκη. Η σωρός του Μολδαβού επιχειρηματία βρέθηκε τελικά σε δύσβατο κομμάτι του βράχου Βρυχού, περιφερειακά του οικισμού της Χώρας. Η αστυνομία κάνει λόγο για δολοφονία, αλλά δεν έχει δώσει προς το παρόν λεπτομέρειες για τυχόν υπόπτους ή για τον τρόπο που αφαιρέθηκε η ζωή του θύματος! Ρίγος στην τοπική κοινωνία εν μέσω καλοκαιριού! Θα επιστρέψουμε κοντά σας μόλις έχουμε νεώτερα... Ο αστυνόμος Μακρής έκλεισε το ραδιόφωνο με αργές, σχεδόν θεατρικές κινήσεις. Όχι πως ήταν λάτρης του σανιδιού · μάλλον το αντίθετο. Τον επιβράδυνε περισσότερο η σκέψη της τελευταίας φράσης που άκουσε. Θα επιστρέψουμε κοντά σας μόλις έχουμε νεώτερα... Ήξερε τι σήμαινε αυτό. Το τηλέφωνο θα χτυπούσε σύντομα. Στην Αλεξανδρούπολη επικρατούσε πνιγηρή ζέστη. Ο απογευματινός παραλιακός περίπατος περισσότερο είχε αυξήσει παρά ανακουφίσει τη δυσφορία που ήδη ένιωθε. Βέβαια δεν ήταν μόνο ο καιρός. Στην πρα...

Mountain stars (a collection of irregular haikus)

I Your dreams are lately red. In the defiant light of the sun we appear less clean. What if I hide underneath the surface of the sea? Love was supposed to be effortless at start. Same songs same rain all the things you are doing with others. Storms unleashed threads pending cuts; your dreams are red. II Night butterflies fill the room night flowers drop tears reflections of us populate the walls underneath the sky I inhale the stars. The sea will expand to the world’s end (I know now) mountains will for once retract is it possible is it thinkable to stand here still? May 2024, Samothraki.

Μικρό καλοκαίρι

Ι Η υγρασία της θάλασσας σκεπάζει τη στεριά αντικριστά και μπαίνει μέσα μου. (Βρέχει ανεπαρκώς.) ΙΙ Τα δρομολόγια των πλοίων φεύγουν  κανονικά μα δεν επιστρέφουν πια. ΙΙΙ Ο βραδινός ουρανός διαστέλλεται  το ίδιο και η κόρη του ματιού · κάθε νύχτα ο ορίζοντας τρώει λίγο ακόμα από τη στεριά και κάθε ξημέρωμα η θάλασσα μας έχει κυκλώσει λίγο περισσότερο. IV Βουλιάζουμε. Σεπτέμβριος 2024, Σαμοθράκη.

Safe place

What it feels like to watch the ferry sail from ashore an island remote urged to absorb and write about all; the smallness of the houses the vastness of the stars the firmness of the mountain and the thriving sun the  stove  warmth the cricket songs the raven flights the goat bells from within the heights; what it is like looking for the winter in the uncanny light of the dusk and wanting to stop, eat up the day, and again start. Once, I walked at night in the dark crossing the ancient forest and ever since I walk, the forest every night. Samothraki, November 2024.

Bosphorus

In their cracky voices the seagulls talked – they truly did talk – about things that parted continents and seas. The crowd moved in a mass dance a choreography of nothing momentarily interrupted by streetcars. And the waters howled underneath they howled like a heartbeat soon (any moment now) to cease. Souls passed me by; some lost some wandering and some mine. Jan. 2024, Istanbul.

Composition

  I Irregular images go by quite naturally. II A pull deep inside the wave plunges before the shore. III A procession of doors shutting firmly behind me. IV A further pull the water mumbles far from the shore. V Gardens how in their beauty spread in front of me. VI Hooded crows paired in the skies time-travellers alike. VII Stairs beneath my feet rise in rambling buildings. VIII A single white feather by the wind carried across horizon deep. IX The train with all its nine coaches drags in tunnels stoically. X Sky creatures bizarrely by me undisturbed in the same sea. XI Words of use written or spoken lavishly, kindly. XII Thick shadows of the olive trees for a moment still unnaturally. XIII In a bookstore’s poetry section we speak for ten minutes then never again. XIV All the sounds finally surrender to the eyes’ silence. Summer 2024, London – Samothraki. Picture: Tavist...

Τι σχέση έχει ο Πάνακτος Βοιωτίας με τον Λουτρόπυργο Νέας Περάμου; Η κατάρρευση της οικειότητας

  Καμία. Τα χωρίζουν 32 χιλιόμετρα, ένα όρος, ένα τεράστιο δάσος και τα “σύνορα” νομών Βοιωτίας και Αττικής. Απ’ όσους οδηγούς έχουν σταματήσει ανά τα χρόνια έξω από το εξοχικό μας στον Κάτω Λουτρόπυργο για να ζητήσουν οδηγίες, κανείς ποτέ δεν κατευθύνθηκε προς τον Πάνακτο, ή προς τα Δερβενοχώρια. Κι εμείς ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι ο Πάνακτος ή τα Δερβενοχώρια είναι κοντά προκειμένου να πάρουμε το αυτοκίνητο και να πάμε βόλτα προς τα εκεί. Πώς γίνεται λοιπόν μία φωτιά που είχε ξεκινήσει στον Πάνακτο Βοιωτίας να βρίσκεται δύο μέρες μετά στον Άνω Λουτρόπυργο, και συγκεκριμένα δίπλα στην Ολυμπία Οδό; Και πως γίνεται άλλες δύο μέρες μετά από αυτό η φωτιά να έχει σχεδόν κάνει κύκλο περνώντας από τα Μέγαρα και να έχει επιστρέψει στην Οινόη; Βρισκόμαστε μπροστά στην κατάρρευση της οικειότητας, αντιμέτωποι με την αδυναμία πλέον να ορίσουμε τι μας είναι γνώριμο. Το γνώριμο γίνεται γρήγορα άγνωστο, ακόμα και άγονο. Οι αναμνήσεις δεν βρίσκουν τόπο να σταθούν · μετά από κάθε οριοθέτησή...

April’s fools

I All our traumas sat around the table to dine courteously and with crooked smiles (too civilised for their own good). They exchanged words superfluous and untherapeutic. They drank until it was late and memory appeared to dissolve into nothingness. II Sometimes even after all this time, when the restaurant is empty and the music has stopped, I hear them trying to re-emerge from the surfaces that surpassed them the flowers that outlived them the lights that fooled them – intoxicated and vindicated by no one – into the shadows. I ask myself, sometimes, what will happen if they ever escape the shadows only to find that the dining table has since been replaced and most of their torturous attachments have ceased to be? What hidden and unresolved traumas will we have then? April 2024, Athens. Photograph: March 2024, Loutropyrgos.

From Katrina to Samothraki: Another Deluge.

The Chóra of Samothraki two years ago, on Tuesday 20 October 2015. It was two years ago that I was arriving in Samothraki, no longer a tourist but in preparation for my PhD fieldwork application. It was the same days as this year’s floods that I, ambitious and with a questioning spirit, was stepping foot on the island, just two years ago. Two years following those first days everything is so different. Pictures depict a landscape all the sudden alienated, a stranger. Questions bear no longer their fruitful character, but instead awake nightmares. Words do not flow; and experience is a repetitious limbo stuck in mind. Walking amongst the debris and mud last week, in the aftermath of the pouring rain and squall, I could not raise my hands, hold the camera steadily and take pictures. Who would like to remember this anyway? Who would possibly like to store and return to such pictures in time? Four years ago, while taking a semester of my BA course in Social Anthropo...

Before

I shouldn't have said a word to begin with. Because words hit like waves against coastal cliffs; they make an impression and then retreat to the their chaotic origins – be it sea or sin. 26 Jul. 2020 Photograph: Thessaloniki, Oct. 2023