Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς |
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά |
τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά |
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς |
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας |
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές |
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά |
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει. |
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς |
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς |
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς |
Άκου, άκου |
θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό |
Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο |
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού |
να η αρχαία μας γη |
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση. |
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
|
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς |
και ποιος, μ' ακούς Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς; |
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
|
Η πέτρα η κοφτερή |
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά της θάλασσας |
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο |
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί Απαράλλαχτο εσύ. |
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα. |
Διαδρομή Βαράδες - Παλαιάπολη - Μακρυλιές
Σαμοθράκη
18.09.18
Το Μονόγραμμα σε ψηφιακή μορφή κάνοντας κλικ εδώ.
Comments
Post a Comment