Ι.
Μας αντίκρυζε μανιασμένη η θάλασσα
και δε μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε
αν μας έδιωχνε
ή ζητούσε να μας κρατήσει.
Μήτε γλάρος μήτε δελφίνι
δε φαίνονταν στον ορίζοντα
μονάχα λίγοι κλέφτες
μεθυσμένα χορεύαν στον αέρα
σα να ‘χαμε πιάσει
κάποια ανθισμένη στεριά.
Οι ναυτικοί μιλούσαν για τον Αίολο
λες και μόλις
εκδικητικά
είχε ξαμολήσει στην πλεύση μας
τ ’ασκιά του ορθάνοιχτα.
Για μια στιγμή
η γη καθώς ξεμάκραινε
μας έστειλε δυο κουβέντες
που καθένας τις άκουσε αλλιώς.
Το πλοίο έπιασε την ξένη στεριά
και κατάπιε τη μέρα.
II.
Τα λόγια της αυτά
φωτίζουν σαν φάρος
τα βράδια
που φοβάμαι πως εκεί
για πάντα έχασα την ψυχή μου∙
κι απομένει μαζί
ένα σώμα
δίχως φτερά
και δίχως θέληση∙
που πλέον δε γνωρίζω.
Στην ομίχλη του Παραδείσου χάνονται μορφές
ανθρώπινες ή και όχι
κι ίσως φταίει
που ζήλεψε ο Άδης
τους πεθαμένους
να δίνονται πλέον
σ’ αλλουνού
ποταμού τα νερά∙
και τις ιστορίες τους
τις ξανακούς
στους καταρράκτες
και νωρίς το ξημέρωμα
στο θρόισμα των φύλλων
ανάμεσα σε ψιθύρους
και αναστεναγμούς.
ΙΙΙ.
Ίσως φταίει η ψυχή
έτσι άμορφη
διαπερατή
σκιερή
και χτυπημένη
στα μύρια κύματα∙
φταίει η ψυχή
ανάλαφρη κι απερίσκεπτη
να ταξιδεύει
και να σκεπάζει μες στην αύρα της
τον Παράδεισο∙
σύννεφο
που ζήλεψε ένα φίδι
και κυκλώνει το θήραμά του
καλά
πριν επιχειρήσει
να το αγκαλιάσει.
Ποιος να πίστευε
πως η ψυχή
θα ξεκινούσε ένα ταξίδι
σα γλάρος επαναστάτης
δίχως σμήνος
και δίχως πτήσης σχέδιο
φτάνοντας εντέλει
κατάκοπη
βαθιά
μες στις πηγές
του Ανέμου
κι αναζητώντας
να ξαποστάσει
στη κορφή του κόσμου∙
σε μια παύση δανεική.
Κι εμείς
ακόμα δε ξέρουμε
πού μας έστειλε
ή γιατί.
Κι οι Θεοί
σα να μας ξέχασαν.
Αύγουστος 2017,
Αθήνα – Σαμοθράκη.
Φωτογραφία: Σαμοθράκη και αφρός, 13 Αυγούστου 2017.
Comments
Post a Comment