Στο σπίτι υπάρχουν
ντουλάπες κλειστές, ρούχα σου γεμάτες.
Εσύ δεν είσαι εκεί.
Δύσκολη ερώτηση το πού
είσαι. Παντού και πουθενά, ξύπνια και κοιμισμένη.
Σε ψάχνω πότε
χαράματα, πότε απογεύματα, πότε στα σκοτάδια της νύχτας. Όταν το σάλιο
στεγνώνει κι η αναπνοή σφίγγει. Όταν χάνω κι εμένα.
Σε βρίσκω μόνο στο
μυαλό, μια ιδέα κρατημένη ζωντανή, μια καρδιά διπλή.
Και σε χάνω πάλι.
Σα να πετάς, απ’ τη
μία μέρα στην άλλη, απ’ τη μία ματιά στην επόμενη, από ‘κείνο το τοπίο σ’ ένα
διαφορετικό.
Η ποικιλία δεν
ταιριάζει στην ανάμνηση, τη φθείρει στις γωνίες, τη στρογγυλεύει, της φέρνει
γαλήνη. Μία ανάμνηση πρέπει να φέρνει γαλήνη, αλλά όχι να είναι γαλήνια η ίδια.
Ακόμα μία στιγμή, πού
χάνεσαι; Μπλέκεσαι με τη ζωή και δεν πρέπει, είσαι πέρα απ’ αυτή. Έτσι γήινη,
ξεφεύγεις μονίμως.
Πετάς. Και στέκεσαι
μπροστά μου ολόιδια, μα αλλιώς. Είσαι σ’ όλα της γης, μα όλα της γης δεν είναι
για σένα. Το ίδιο βλέμμα, που συνταράσσει την ανάμνηση και γαληνεύει την ψυχή,
το βλέπω τώρα. Σ’ άλλο πλάσμα δανεισμένο, μ’ αντικρίζει σίγουρο. Μια γλυκιά
επιβολή.
Κι η αναπνοή
επανέρχεται. Υγρά μάτια και υγρά φτερά και μια βροχή να σε ριζώσει στο εδώ. Να λούσει
τη γη στο πέταγμά σου.
Στη γιαγιά.
Comments
Post a Comment