Ι.
Δυο δρασκελιές απ’ το φεγγάρι
που γεμίζει κάθε λίγο,
τα ασθενικά αστέρια καταβροχθίζει γοργά
το φως
ένα φως που μοιάζει όλο να ‘ρχεται
κι όσο σ’ άλλον θόλο να ξεγλιστρά.
Πόσο ευχόμουν τα ξημερώματα
σ’ ετούτο το σώμα που μεγάλωνε ξένο
να ‘χα ‘κείνα τα φτερά
και να πετούσα
ωσάν παρατηρητής της στεριάς
στοιχειό τ’ ουρανού
ωσάν γλάρος.
Ξέρεις πώς είναι
ν’ αναζητάς
κάτι που δε σου δίνεται;
Οι κραυγές των γλάρων
ιστορίες αμίλητες στους ανθρώπους,
το τέλος ενός δρόμου
χωρίς να τον διαδέχεται επόμενος.
Το ξημέρωμα σταματά
με το βήμα αβέβαιο πάνω απ’ την χώρα
και ρίχνει ένα βλέμμα πίσω του,
στο σκοτάδι
στη νύχτα και τους τελευταίους της θαμώνες.
Το ξημέρωμα σταματά μπροστά μου
αλλά δε με βλέπει.
Επιμένουν οι κραυγές στ’ αυτιά μου
και είναι το μόνο που ακούω πια
το μόνο που ξέρω και δεν καταλαβαίνω.
Αργεί τόσο η αυγή
κι αν το φως της τυφλώνει ήδη
αργεί,
κι αισθάνομαι τα χέρια του χρόνου να σφίγγουν πεισματικά γύρω απ’ το λαιμό
μου.
Πόσο ευχόμουν να πετάξω μακριά του
πέρα απ’ το ξημέρωμα
και τα χρώματά του…
Στην τελευταία εκπνοή
ανεβαίνει ο ήλιος ψηλά
πιο ψηλά κι απ’ τον χρόνο
και τα αρχίζει όλα απ’ την αρχή.
Στον ίδιο δρόμο
πόδια, χέρια, σώμα χωρίς φτερά
να κυνηγάς μια φύση που σ’ αρνείται.
ΙΙ.
Γράψε μου κάτι
σ’ ένα χαρτί
πολλές φορές το ίδιο,
να διαβάζω κάθε του φράση
επάλληλα
να ξέρω πως μια μέρα
ως άλλη θα ‘ρθει
ποτέ η ίδια
και ποτέ στον χρόνο
να μην πεις
πόσο πολύ
αγάπησα το σκοτάδι που με γέννησε
και μίσησα τη ζωή που μου ‘δωσε
για τον περατό
προσγειωμένο της κόσμο
για τα μικρά της σπίτια
μέσα στη γη
για τα λόγια που τον λάρυγγα πνίγουν.
Γράψε μου κάτι
να το κράζω στους γλάρους
να διογκώνουν τη νύχτα
να ξεγελούν τον θάνατο.
Μάιος 2017,
Dundee, Σκωτία.
Comments
Post a Comment