Φεύγεις πάνω που η απουσία λήγει,
φεύγεις χωρίς να περιμένεις,
χωρίς αντίο•
μα όσους αγαπάμε δεν τους κρατάμε πάντα μέσα μας; (λένε).
Φεύγεις και σε φέρω σε πλοία και λεωφόρους,
δεύτερη ύπαρξη μες στο καταχείμωνο,
ένα βάρος το στομάχι μου να κλείνει,
γιατί για να σε συνεχίσω φοβάμαι πως δεν είμαι αρκετή.
Στην ησυχία μας αφήνω
να ακούσουμε και πάλι τα βήματά σου μες στο σπίτι,
μα παρεμβαίνει το κράξιμο ενός γλάρου
κατράμι νεογέννητο που τον ουρανό σε λίγο θα θερίσει.
Και κανένας θάνατος δε φαίνεται να σταματά τη ζωή,
τον τρελό της κατήφορο
στα έγκατα της γης
ή και στον πάτο της θάλασσας,
και ξανά ψηλά,
ξανά αναπνέοντας,
προσπαθώ λέξεις πρωτάκουστες να καταλάβω.
Ψάχνοντας μια φωνή ή έναν ήχο σου
κοίτα που έχω διαβεί μισό καλοκαίρι
κι όσο πιο μακριά τόσο πιο μέσα μου σε σφίγγω,
όσο πιο άγνωστη η χώρα τόσο πιο δίπλα μου εσύ•
σα να ξυπνάς τα χαράματα να σβήσεις το φως που για το βράδυ ξεγελούσε το σκοτάδι.
Κάτω απ' τον ανελέητο ήλιο όμως
δεν κρύβεται πια τίποτα μέσα σου,
είτε είσαι όλοι σου οι εαυτοί - διακριτοί και βαρύγδουποι -
είτε κανένας - ξερή χλόη που κιτρινίζει.
Και μεγαλώνουμε μαζί
γέρικα δέντρα που τα χρόνια αψηφούν
κι έχουν μάθει να τρέφονται απ' τον ήλιο, να διατηρούνται στο σκοτάδι.
Δύση
κάποιου η προσευχή,
εμένα η θύμηση.
Εσύ ως δύναμη, με φτάνεις μακρύτερα.
φεύγεις χωρίς να περιμένεις,
χωρίς αντίο•
μα όσους αγαπάμε δεν τους κρατάμε πάντα μέσα μας; (λένε).
Φεύγεις και σε φέρω σε πλοία και λεωφόρους,
δεύτερη ύπαρξη μες στο καταχείμωνο,
ένα βάρος το στομάχι μου να κλείνει,
γιατί για να σε συνεχίσω φοβάμαι πως δεν είμαι αρκετή.
Στην ησυχία μας αφήνω
να ακούσουμε και πάλι τα βήματά σου μες στο σπίτι,
μα παρεμβαίνει το κράξιμο ενός γλάρου
κατράμι νεογέννητο που τον ουρανό σε λίγο θα θερίσει.
Και κανένας θάνατος δε φαίνεται να σταματά τη ζωή,
τον τρελό της κατήφορο
στα έγκατα της γης
ή και στον πάτο της θάλασσας,
και ξανά ψηλά,
ξανά αναπνέοντας,
προσπαθώ λέξεις πρωτάκουστες να καταλάβω.
Ψάχνοντας μια φωνή ή έναν ήχο σου
κοίτα που έχω διαβεί μισό καλοκαίρι
κι όσο πιο μακριά τόσο πιο μέσα μου σε σφίγγω,
όσο πιο άγνωστη η χώρα τόσο πιο δίπλα μου εσύ•
σα να ξυπνάς τα χαράματα να σβήσεις το φως που για το βράδυ ξεγελούσε το σκοτάδι.
Κάτω απ' τον ανελέητο ήλιο όμως
δεν κρύβεται πια τίποτα μέσα σου,
είτε είσαι όλοι σου οι εαυτοί - διακριτοί και βαρύγδουποι -
είτε κανένας - ξερή χλόη που κιτρινίζει.
Και μεγαλώνουμε μαζί
γέρικα δέντρα που τα χρόνια αψηφούν
κι έχουν μάθει να τρέφονται απ' τον ήλιο, να διατηρούνται στο σκοτάδι.
Δύση
κάποιου η προσευχή,
εμένα η θύμηση.
Εσύ ως δύναμη, με φτάνεις μακρύτερα.
8 Ιουν. 2016,
Πειραιάς.
Comments
Post a Comment