(μία πρόωρη διαύγεια στο χαρτί) Ο δρόμος· σα να με καλούσε να γράψω γι’ αυτόν. Σα να με καλούσε να του δώσω λίγες τελευταίες λέξεις μου. Πριν το επιχειρήσω εγώ, με αποχαιρετούσε ήδη αυτός, γνώστης των σκέψεων και των πόθων μου. Φύσηξε ένας βιαστικός αέρας φθινοπώρου, προάγγελος και φάντασμα των τελευταίων μερών του Αυγούστου. Στα βήματα πηγαινοερχόταν και θα ένιωθε ο οποιοσδήποτε στιγμιαία πως πετούσε· πετούσε κι έφευγε ήδη. Σα να τον έδιωχνε η πόλη ή σα να ανταποκρινόταν σε ένα κάλεσμα από αλλού. Δεν ήταν μόνο σκέψη μου πλέον· κυκλοφορούσε στον αέρα σαν υπόσχεση και για λίγο είχα την εντύπωση πως άκουγαν τον ψίθυρό της όλοι. Προχώρησα ανηφορικά στην παλιά αγορά, ερημωμένη καθώς η νύχτα πλησίαζε, προς το κέντρο της πόλης. Ακόμα και τα αυτοκίνητα θύμιζαν φαντάσματα, έτσι όπως περνούσαν χωρίς στίγμα, αδιάφορα στο δρόμο. Λεπτές ψιχάλες ενέτειναν την αύρα ενός φθινοπώρου που βιαζόταν να φτάσει. Ερχόταν τρέχοντας για την ακρίβεια, ενώ εγώ είχα σχεδόν γυρίσει την πλάτη μου. Οι ...
Poems, short stories and research diaries by Dr. Eleni Kotsira #poeticmovementsblog