[Scroll down for the Greek version. / Κατεβείτε πιο κάτω για την Ελληνική έκδοση.]
Words of a
Sunday
It‘s Sunday morning.
Someone is killing cigars in his fingers,
someone is walking the dog,
someone is reading a story,
someone is cooking breakfast.
Still asleep,
I sense you waking up beside me.
I know I blackened the sheets writing about these
people,
I know I promised to change them,
you know I never do;
I love the sight of sheets’ blackened spots by ink.
I fell asleep sometime once again on your shoulder
a night I’ve been writing to exhaustion
a night the people stood as a disappointment, not an
inspiration
and you vividly lullabied me with Sunday mornings; an image
of the future.
Standing up always first
you will step on some poems of mine, dropped and
scattered everywhere on the floor,
and before you pick them up I will ask you to come
back to bed.
Because the hours walk indolently today
and they will have silently pacing left for us
freshly cut flowers from the garden on the table,
in the glass vase, inside the cool water –
natura morta at its orgy.
And by the time I wake up,
you will ask me this piece I’ve been writing about you
lately
in exchange for your Sunday coffee –
a “good morning” for any successful Sunday.
September 2015,
Samothraki.
Λέξεις Κυριακής
Πρωινό
Κυριακής.
Κάποιος
σκοτώνει τσιγάρα στα δάχτυλά του,
κάποιος
έχει βγάλει το σκύλο βόλτα,
κάποιος
διαβάζει μια ιστορία,
κάποιος
φτιάχνει πρόγευμα.
Ακόμα
κοιμάμαι,
ενώ
σε αισθάνομαι να ξυπνάς δίπλα μου.
Ξέρω
πως λέρωσα τα σεντόνια γράφοντας γι’ αυτούς τους ανθρώπους,
ξέρω
πως υποσχέθηκα να τα αλλάξω,
ξέρεις
πως δεν το κάνω ποτέ ·
λατρεύω
τη θέα των μαύρων κηλίδων απ’ το μελάνι στα σεντόνια.
Αποκοιμήθηκα
κάποτε ξανά στον ώμο σου
μία
νύχτα που έγγραφα μέχρι εξάντλησης
μία
νύχτα που οι άνθρωποι έμοιαζαν περισσότερο μ’ απογοήτευση, παρά με έμπνευση
και
εσύ ζωντανά με νανούρισες με Κυριακάτικα πρωινά · μία εικόνα από το μέλλον.
Καθώς
σηκώνεσαι πάντα πρώτος
θα
πατήσεις πάνω σε κάποια ποιήματά μου, πεσμένα και σκορπισμένα παντού
στο
πάτωμα
και
πριν τα σηκώσεις θα σου ζητήσω να γυρίσεις στο κρεβάτι.
Γιατί
οι ώρες σήμερα περπατούν νωχελικά
και
θα μας έχουν αφήσει με το χαρακτηριστικό αθόρυβο περπάτημά τους φρεσκοκομμένα
λουλούδια από τον κήπο πάνω στο τραπέζι,
στο
γυάλινο βάζο, μέσα στο δροσερό νερό –
νεκρή
φύση την ώρα που οργιάζει.
Και
σαν ξυπνήσω,
θα
μου ζητήσεις αυτό που έγγραφα για σένα τελευταία
ως
αντάλλαγμα για τον Κυριακάτικο καφέ σου –
ως «καλημέρα»
κάθε πετυχημένης Κυριακής.
Σεπτέμβριος 2015,
Σαμοθράκη.
Comments
Post a Comment