Α.
Στις
λευκές μου μνήμες
συναντάς
μια φιγούρα με κόκκινη καπαρντίνα
που
σε κοιτά αδιάκριτα και με πάθος
κάτω
απ’ την κόκκινη κουκούλα της.
Σου
λέει τι σημαίνει να χιονίζει ένα μεσημέρι στη βιβλιοθήκη ∙
λευκές
νιφάδες στην ποίηση του Εμπειρίκου
και
στα όνειρα του Φρόυντ.
Πετάς
μια καρέκλα έξω απ’ το τζάμι ∙
το
χιόνι πολλοί εμίσησαν
την
ποίηση κανείς.
Κόκκινα
χνούδια απ’ το παλτό στα κοφτερά γυαλιά.
Τι
σημαίνει να χιονίζει ένα μεσημέρι μέσα στη βιβλιοθήκη ∙
η
μόνη σου παρουσία στο σκοτάδι
να
κάνεις τη θλίψη μου λευκή.
Το
φως έρχεται πάντα στο τέλος,
όταν
έχεις κλείσει τα μάτια, αποζητώντας σκοτάδι.
Κι
όμως, σε τυφλώνει
σαν
ένα Πάσχα ντυμένο στα λευκά.
Β.
Ζάλη.
Αύριο,
κάθε αύριο, μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού.
Ένα
δάσος στην έκταση της βιβλιοθήκης – κάηκε.
Κρατάω
το πρόσωπό μου ανέκφραστο
και
η φωτιά περνάει από μέσα μου
να
κάψει τόσο όμορφα ό,τι αισθάνθηκα ποτέ
κι
απ’ τις στάχτες του να το αναγεννήσει ∙
σαν
όνειρο που αποκτά δική του ύπαρξη κάθε που κοιμάσαι.
Γ.
Απ’
το σπασμένο τζάμι ο καλοκαιρινός ήλιος καίει την ξύλινη επίπλωση –
έχω
μέρες να μπω εκεί μέσα.
Ρούχα
πεταμένα στα ράφια
πάνω,
ανάμεσα στα βιβλία –
ασυνάρτητη
εικόνα.
Όσα
θέλησα, σα μια φουρτουνιασμένη θάλασσα ∙
σκαριά
κομματιασμένα ολόγυρα.
Πατάω
στις μύτες
ν’
αποφύγω τα κομμάτια απ’ το γυαλί
σκεπασμένα
από πυκνά στρώματα σκόνης –
σα
χιόνι που δεν έλιωσε ποτέ –
πιο
επικίνδυνα από κάθε άλλη φορά.
Πάντα
όταν ξημερώνει,
βάζω
το ίδιο κοχύλι στο αυτί μου
κι
ακούω –
εσένα
–
τη
φωνή σου βουβή στον ωκεανό –
μια
πόρτα κλειδωμένη –
και
τη φωνή μου να πνίγεται –
να
σε χάνω ξανά –
και
ξανά –
δυο
κορμιά σε μια κατάρα.
Ας
χανόταν κάθε αίσθηση για πάντα.
Ας
ανέπνεα λιγότερο
καθώς
θα ξημέρωνε ασφυχτικός ο Ιούλης.
Δ.
Αιωρούνται
οι στιγμές πάνω απ’ τα νερά –
ως
συνήθως εκεί όλα παύουν
για
να αποφύγουν έναν θάνατο,
να
πάρουν δύναμη και να ξυπνήσουν πάλι ∙
βρεγμένα
και θαμπά, σα θαμπά νερά.
Πάντα
κοιτούσαμε στην θάλασσα, στο τέλος της ροής, στο χάος.
Κι
όμως, τώρα, πιο πολύ από ποτέ, κοιτάμε στο ποτάμι,
που
όπως ρέει, παίρνει μαζί τις σκέψεις
και
τις φτάνει στο τέλος τους
πριν
από σένα, κι εμένα,
να
περιμένουν, ώριμες και κατασταλαγμένες.
Κοιτάς
τριγύρω κι ήδη νύχτωσε.
Μια
άλλη εικόνα αρχίζει να αναδύεται στο φαντασιακό μας για το μέλλον.
Ε.
Εκείνη
η στιγμή
στο
σκοτάδι πίσω απ’ τη σκηνή
πριν
ανοίξουν τα φώτα και γίνει δική μου ∙
εκείνη
τη στιγμή –
που
πόσο να κράτησε,
ίσως
να κρατά κι ακόμα –
που
φάνηκες στη θέα της τραβηγμένης κουρτίνας
κι
η σκηνή κατέρρευσε μέσα μου
κι
όλος ο κόσμος χόρεψε πάνω της –
ή
έστω προσπάθησα να σου τον δείξω ∙
πώς
θα ήταν όλος ο κόσμος μαζί μου.
Αύγουστος
∙ κι η συνείδησή μου καίει πιο πολύ απ’ όλα ∙
θυμάται
και καίγεται.
Έχω
υπάρξει ξανά εδώ.
Ίσα
που σε σώζω λίγο,
σ’
αγαπάω λίγο,
και
φεύγω σα τρεχούμενο νερό.
Δεν
ξέρω αν θυμάσαι,
έστω
λίγο.
Ο
κόσμος χόρεψε μία αιωνιότητα για σένα.
ΣΤ.
Χιλιάδες
κομματιασμένα κοχύλια στο πάτωμα.
Η
φωνή μου σπασμένη.
Αναπνέεις,
επιτέλους.
Το
σώμα μου πέφτει άπνοο δίπλα στο δικό σου.
Τι
απ’ όλα αυτά ήταν παράσταση, τι πραγματικότητα και τι όνειρο,
δεν
θα το μάθει κανείς.
Όλα…
σαν
ποίημα που το απαγγέλλεις από μνήμης.
Χειμώνας –
καλοκαίρι 2015.
Αθήνα.
Comments
Post a Comment