Skip to main content

Posts

Showing posts from May, 2017

Speaking poet(ically)

Somebody stands up reading poems about dance and the youth from memory. Slippery roads awaiting for us outside wine sparkling in glasses fancy the rain was drying on me. A cliffhanger in a verse another momentarily forgotten you are raving and it’s the 1950s, life is beautiful. Jump up up and higher to the building reach all that was but is no longer. Reach all those young adults leaving terror behind giving a tomorrow’s story to life making you. I was born with a compass in the place of the heart to wipe out the pain of those those who even passed away a graceful breeze in the history of life. Dance dance your way until all is gone but the rhythm sustaining your heart. Dance and I will lift you a raving poem in the 2020s. 22 May 2017, Dundee.

Little black dress

Do you remember that sunny day the gentle smile, a black dress discreetly surrounding it, the words that never came about the absence of a stance? It was not style wearing that dress stepping back from all these human becomings; lust reclaim love regret. It was a little pain as much as a soul can bear daily for a body to wake and walk; it was a little death inside confronting the demise of life. It was a little black so the day would be retained lived and put away. I remember you that day your little black smile another demise across the table, perhaps not that great. Live the day and put it away; nobody wants to recall all those they knew but couldn’t speak out, those black veils enclosing us grasping with politeness the remaining aura of absence. 19 May 2017, Dundee.  

Πρώιμη Αυγή

Ι. Δυο δρασκελιές απ’ το φεγγάρι που γεμίζει κάθε λίγο, τα ασθενικά αστέρια καταβροχθίζει γοργά το φως ένα φως που μοιάζει όλο να ‘ρχεται κι όσο σ’ άλλον θόλο να ξεγλιστρά. Πόσο ευχόμουν τα ξημερώματα σ’ ετούτο το σώμα που μεγάλωνε ξένο να ‘χα ‘κείνα τα φτερά και να πετούσα ωσάν παρατηρητής της στεριάς στοιχειό τ’ ουρανού ωσάν γλάρος. Ξέρεις πώς είναι ν’ αναζητάς κάτι που δε σου δίνεται; Οι κραυγές των γλάρων ιστορίες αμίλητες στους ανθρώπους, το τέλος ενός δρόμου χωρίς να τον διαδέχεται επόμενος. Το ξημέρωμα σταματά με το βήμα αβέβαιο πάνω απ’ την χώρα και ρίχνει ένα βλέμμα πίσω του, στο σκοτάδι στη νύχτα και τους τελευταίους της θαμώνες. Το ξημέρωμα σταματά μπροστά μου αλλά δε με βλέπει. Επιμένουν οι κραυγές στ’ αυτιά μου και είναι το μόνο που ακούω πια το μόνο που ξέρω και δεν καταλαβαίνω. Αργεί τόσο η αυγή κι αν το φως της τυφλώνει ήδη αργεί, κι αισθάνομαι τα χέρια του χρόνου να σφίγγουν πεισματικά γύρω ...