Skip to main content

Posts

Showing posts from October, 2016

Ξημερώματα

Συμβαίνει τα ξημερώματα πριν τον ήλιο μ’ ένα βλεφάρισμα να με βρίσκω παντού. Συμβαίνει συχνά τα ξημερώματα ακόλουθα άυπνων νυχτών στα φώτα των αυτοκινήτων που πλησιάζουν από μακριά κάπου στο λόφο να βλέπω ένα άλλο τοπίο, σε μια άλλη γη ίδιοι άνθρωποι να κινούν για τη μέρα τους. Συμβαίνει κι όμως τα ξημερώματα να χάνομαι μακριά απ’ τη στεριά αψηφώντας τη μονιμότητά της αρνούμενη τους καρπούς της, τα ξημερώματα πλημμυρίζει η θάλασσα μέσα μου και πώς να την συγκρατήσω που ‘ναι παντού η ίδια και παντού επιβάλλεται. Συμβαίνει αν και σπάνια τα ξημερώματα να θυμηθώ κάποιον εκεί στην άλλη γη που ψάχνει πώς να της μείνει πιστός και πώς να την συντηρήσει και να ψελλίσω δυο λόγια στην σκέψη του ένοχα κοιτώντας τα αυτοκίνητα ωσάν κινούμενα φώτα στο πλάι της θάλασσας, γιατί εκείνος στα ξημερώματα ποτέ δεν ακροπατεί κι ακροβατεί όπως εγώ.   19 Οκτ. 2016 Dundee, Σκωτία.

A moment's memory

A moment as it was and as it is; all that survives from the words you never saved; a moment of conception of beauty. Your hands on the grass when it rains and when it stops; your hands running through a wall standing and demolished; your fingertips dripping water before it rains and before you reach the land. If it’s memory a moment’s memory a moment’s reflection; if it’s memory our hands across the world its body trembling; if it’s memory that keeps you close that brings you back. A flower trapped in my palm; a moment your hand replaced it; and again, you awake me. 12 Oct. 2016, St. Andrews, Scotland. Photograph: a moment’s reflection; moon and lights on glass. Dundee, 13 Oct. 2016.  

Personal

I was strolling down the main road to the port, just right after the sunset. Last night as it was, my eyes were savouring the landscape until the next time, the next journey to the island. About an hour or less after that, miles away, in our house in Athens, my grandmother would be unexpectedly leaving me. Two hours later, I would have known, unable to react, unable to make a difference, unable to ask her why.   I spent the night doing the same things once and twice and many times; but time was not bothering to spare me. I arrived at the ship very early, and then again I had nothing to do but wait, gazing at the people entering, most of them already familiar one with the other, chatting their news.      For November it was a sweet weather. I walked up to the deck and as we were distancing on board from the island, the wind got stronger and violent. Violent was also the sun, rising above the mountain's top, the Moon as people call it, hurting my eyes with bri...